Αναμφίβολα το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο είναι το
μεγαλύτερο έργο του Στουρνάρη. Τόσο ήταν το πάθος του για αυτό που το 1852 στη
διαθήκη του διέθεσε για την ανέγερσή του ένα ιλιγγιώδες ποσό για την εποχή.
«Βιογραφικά Στοιχεία»
Ο Νικόλαος Στουρνάρης γεννήθηκε το 1806 στο Μέτσοβο, στην ένδοξη αυτή ορεινή
κωμόπολη της Ηπείρου η οποία έχει υπάρξει η ιδιαίτερη πατρίδα πολλών εθνικών
ευεργετών της χώρας μας. Γονείς είχε τον Δημήτρη Στουρνάρα, πρόκριτο της
περιοχής, και την Στάμω ή Σταμάτω ή χαϊδευτικά Ταμούσιω, το γένος Αναστασίου
Τοσίτσα, αδελφή των εθνικών ευεργετών Μιχαήλ, Κωνσταντίνου και Θεοδώρου Τοσίτσα.
Ο Νικόλαος ήταν το μονάκριβο παιδί της οικογένειας και έξυπνος καθώς ήταν, οι
γονείς του φρόντισαν να το σπουδάσουν. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη γενέτειρά
του, ενώ διδάχτηκε και την ιταλική γλώσσα.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του θείου του Κωνσταντίνου Τοσίτσα, υπεύθυνου του
υποκαταστήματος του “Οίκου των Τοσίτσα” στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ο μεγαλύτερος
θείος του Μιχαήλ του ανέθεσε τη διεύθυνση του εν λόγω υποκαταστήματος. Τότε
άλλαξε το πατρικό του επίθετο από Στουρνάρας σε Στουρνάρης, για να ακούγεται
περισσότερο ευρωπαϊκό. Επιθυμώντας να συνεχίσει τις σπουδές του, εγκατέλειψε για
ένα διάστημα τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και με την υποστήριξη και του
θείου του εγγράφηκε στο “Ειδικό Σχολείο του Εμπορίου και της Βιομηχανίας” στο
Παρίσι, όπου οι επιδόσεις του υπήρξαν εξαιρετικές.
Μετά το πέρας των σπουδών του εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, την έδρα των
διεθνών επιχειρήσεων Τοσίτσα, και εργάστηκε ως βοηθός του θείου του Μιχαήλ και
αργότερα ως διευθυντής του εμπορικού τους οίκου. Ως επιχειρηματίας διέφερε από
τους υπόλοιπους έλληνες της εποχής, καθώς δεν στηριζόταν μόνο στην εξυπνάδα και
στο εμπορικό του δαιμόνιο, αλλά διέθετε ένα στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο.
Ουσιαστικά ήταν ένας τεχνοκράτης.
Η σύζυγος του Νικόλαου Στουρνάρη ήταν η Εριέττα Τιρμπόν, την οποία γνώρισε
και παντρεύτηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου ο πατέρας της ήταν υποπρόξενος της
Αγγλίας. Η Ειρήνη ήταν η μοναχοκόρη του Στουρνάρη, την οποία όμως αποκλήρωσε
καθώς όριζε στη διαθήκη του “...εις την οποία κόρη μου αφήνω ρητή παραγγελία
να παντρευτεί άντρα Έλληνα, διαφορετικά δεν της αφήνω τίποτα άλλο παρά την
κατάρα μου”. Τελικά η Ειρήνη παντρεύτηκε τον αγγλικής καταγωγής Κάρολο
Μέρλιν και κατάφερε να πάρει την πατρική κληρονομιά από τον θείο της Μιχαήλ
Τοσίτσα. Έτσι έγινε μια από τις πλουσιότερες γυναίκες των Αθηνών και στη λεωφόρο
Βασιλίσσης Σοφίας ανέγειρε ένα μεγαλοπρεπές μέγαρο με σχέδια του μεγάλου
αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου, ντυμένο στην όψη του με πεντελικό μάρμαρο
και διαθέτοντας έναν απέραντο μαγευτικό κήπο.
«Η επιστροφή στην Ελλάδα»
Διαθέτοντας επιστημονική γνώση και επιχειρηματική εμπειρία, ήταν ο πρώτος που
συνέλαβε κατά τις συνθήκες της οθωνικής περιόδου, την εμβέλεια του εγχειρήματος
για ένα πολυτεχνικό ίδρυμα. Οραματιστής και φιλόπατρις, αποφάσισε να διαθέσει
την τεράστια περιουσία του για την επίτευξη των στόχων που θα βοηθούσαν τα
μέγιστα στον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Την Ελλάδα την επισκέφτηκε δύο φορές, στα 1837 και 1846, προκειμένου να
εξετάσει την κατάσταση, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες σχετικά με την
ανάπτυξη των πλουτοπαραγωγικών πηγών της, και ιδιαίτερα της γεωργίας. Αγόρασε
μεγάλα κτήματα στην Εύβοια και στη Φθιώτιδα με σκοπό να εισαγάγει νέες τεχνικές,
με ειδικευμένους καλλιεργητές από την Ιταλία ώστε να δημιουργήσει πρότυπα
αγροκτήματα.
Το 1852, σε ηλικία 46 ετών, εγκατέλειψε οριστικά την Αίγυπτο και επανήλθε
αποφασισμένος να υλοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του για την ανάπτυξη του
νεοσύστατου ελλαδικού κράτους με ίδιες δαπάνες: Γεωπονική Σχολή, πρότυπες
αγροτικές καλλιέργειες, Αγροτική Τράπεζα, σιδηροδρομικές και ατμοπλοϊκές
εταιρίες κ.α. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε καθότι ένα έτος μετά απεβίωσε στη Χαλκίδα
της Εύβοιας.
Με τη διαθήκη του όμως κληροδότησε στο Ελληνικό Δημόσιο και σε κοινοφελείς
οργανισμούς ενάμιση εκατομμύριο χρυσές δραχμές της εποχής. Τα χρήματα διατέθηκαν
για την ανέγερση και λειτουργία σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων στην Αθήνα,
στο Μέτσοβο και στην Αλεξάνδρεια. Περισσότερα από 100.000 τάλιρα αποδόθηκαν για
τη σύσταση του Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Το ποσό αυτό διπλασίασε αργότερα ο
Μιχαήλ Τοσίτσας και το συμπλήρωσε ο Γεώργιος Αβέρωφ. Με τις δωρεές αυτών των
ενάρετων ανθρώπων άλλαξε ριζικά το σκηνικό της τεχνικής εκπαίδευσης στη χώρα
μας.
Τόσο ήταν το πάθος του για την ανέγερση του Πολυτεχνείου, που στη διαθήκη του
επιστρέφει την προίκα που πήρε από τη γυναίκα του, με ρητή όμως εντολή να
διατεθεί για την αποπεράτωση του Πολυτεχνείου! Όριζε επίσης στη διαθήκη του πως
ότι περισσέψει από τη διάθεση της περιουσίας του, να δοθεί και αυτό για το
Πολυτεχνείο.
Τα σχέδια του συγκροτήματος εκπόνησε ο μεγάλος θεσσαλονικιός αρχιτέκτονας
Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος διευθυντής του. “Βασιλικόν
Πολυτεχνείον” ήταν ο πρώτος επίσημος τίτλος του Πολυτεχνείου, ανεπίσημα όμως
όλοι το αποκαλούσαν “Στουρνάρειο”. Το 1873 όμως μετονομάστηκε σε “Εθνικό
Μετσόβιο Πολυτεχνείο” σε εκπλήρωση επιθυμίας του Γεώργιου Αβέρωφ.
«Προωθημένες αντιλήψεις»
Η φιλοπατρία του Νικόλαου Στουρνάρη ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ενώ σχεδίαζε να
κτίσει ένα μεγαλοπρεπές μέγαρο, είχε λάβει την απόφαση να μην φέρει από το
εξωτερικό οποιοδήποτε έπιπλο, όπως συνήθιζαν οι πλούσιοι, αλλά να αγοραστούν όλα
από ελληνικές βιοτεχνίες.
Τη δε Εθνική
Τράπεζα, παρότι ήταν καθαρό και αποκλειστικό δημιούργημα Ηπειρωτών, δεν την είχε
ποτέ σε μεγάλη υπόληψη γιατί, όπως έλεγε “η διοίκησή της αποβλέπει πέραν του
δέοντος στα συμφέροντα των μετόχων και πολύ λίγο στο συμφέρον της Ελλάδας”.
Μάλιστα την αποκαλούσε ειρωνικά Αθηναϊκή Τράπεζα και όχι Εθνική γιατί όπως
υποστήριζε σπάνια ασχολούνταν με τις εκτός των Αθηνών περιοχές.
Τους υπουργούς τους παρομοίαζε με “πυργοκατοίκους του Μεσαίωνα οι οποίοι
πέθαναν πριν εξακόσια χρόνια και αναστήθηκαν και κυβερνούν την Ελλάδα, χωρίς καν
να γνωρίζουν ούτε τι συνέβη στο διάστημα των έξι αιώνων, ούτε τι συμβαίνει γύρω
τους σήμερα”.
Βλέποντας την πολυεορτία, τα πολλά ζαχαροπλαστεία, τα αμέτρητα καπηλειά και
καφενεία, τα οποία ονόμαζε “καταγώγια της τεμπελιάς”, έλεγε ότι δεν ήξερε
αν όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της ανίκανης κυβέρνησης ή αν οι συμπατριώτες του
πλούτισαν τόσο απότομα ώστε απηύδησαν πλέον από την πολύ εργασία και αποφάσισαν
αναπαυθούν και να διασκεδάσουν επ' αόριστον.
Ένα ακόμα δείγμα της σπάνιας οικονομικής αντίληψης του Νικόλαου Στουρνάρη
ήταν η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, η οποία δάνειζε τους αγρότες με “τόκους
μετρίους”, αποβλέποντας όχι τόσο εις το συμφέρον των θεμελιωτών της όσο εις το
συμφέρον των γεωργών, και κατ' επέκταση στην οικονομική στήριξη του κλάδου και
της ίδιας της χώρας.
Ο Νικόλαος Στουρνάρης διέθετε πηγαίο και καυστικό χιούμορ, ήταν
ευπαρουσίαστος, κομψός, κοσμοπολίτης, κοσμογυρισμένος, πολύγλωσσος, αλλά και
απόλυτος. Ο πρόωρος θάνατός του στέρησε από την χώρα ένα οικονομικό στέλεχος
πρώτης γραμμής, που ίσως να άλλαζε για πάντα τη μορφή της Ελλάδας. Τόση ήταν η
αναγνώριση της προσφοράς του ευεργέτη ώστε μετά την αναγγελία του αιφνίδιου
θανάτου του ο βασιλιάς Όθωνας έσπευσε να υπογράψει Βασιλικό Διάταγμα
ανακηρύσσοντας τον Μέγα Εθνικό Ευεργέτη.
Του Χρήστου Μπουτάτου
Ο Χρήστος Μπουτάτος είναι επιχειρηματίας, αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN
A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Μάνατζμεντ και στη Στρατηγική
Επιχειρήσεων από το LSE.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου