(Αυτά τα προσφυγόπουλα «ενδέχεται να μολύνουν την καθαρότητα της ελληνικής φυλής»)
Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
(τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά τη Φιλιππιάδα)
Αυθεντικός διάλογος μεταξύ δύο Τζουμερκιωτισσών που έτυχε να ακούσω και τον μεταφέρω αυτούσιο.
Α. Γιόμ’σε ο τόπος από ξένους. Μαύρους, άσπρους, Αφρικανούς και Πακιστανούς. Κάθε καρυδιάς καρύδ’.
Β. Κοντεύει να αλλάξ’ ολότελ η Ήπειρος. Φεύγουν οι δ’κοί μας και έρχονται οι ξέν’. Σε λίγο καιρό δεν θα γνωρίζ’ ο ένας τον άλλο.
Α. Ξένοι. Μια κουβέντα είναι. Τι πα να πει ξένοι. Όλοι παιδιά του θεού είμαστε.
Β. Ναι, μπορεί να είναι κι έτσι. Ο Θεός δεν ξεσπιτώνει τους μεν, για να θρονιαστούν οι δε.
Α. ο Θεός δεν ξεσπιτώνει κανέναν. Όλοι γι’ αυτόν είναι ίσοι.
Β. Ίσοι… Τι να πω; Για άλλους φέγγει η Λαμπρή και για άλλους η διαβολοδευτέρα.
Α. Γιατί, εδώ η Ήπειρος είδε ποτέ Λαμπρή; Τίγκα στην φτώχεια. Καταιγίδα η ξενιτιά. Σ’ όποιο μέρος της γης κι αν βρεθείς και φωνάξεις: Ζαγόρι, Τζουμέρκο, Σούλι, θα σου απαντήσουν Ελληνικά. Ηπειρώτικα!
Β. Τι σημαίνει αυτό;
Α. Αυτό σημαίνει πως και εμείς που μείναμε εδώ οφείλουμε να καταλάβουμε ότι η ξενιτιά δεν έρχεται μόνη της.
Β. Μόνη της δεν θα το έλεγα, αλλά και εμείς δεν φταίμε τίποτε.
Α. Αυτό το τίποτις εγώ δεν το καταλαβαίνω.
Β. Είναι πολύ απλό. Ο τόπος μας δεν χωράει άλλους ξένους. Εμείς, τα παιδιά μας φεύγουν για την ξενιτιά. Θα έχουμε κι άλλους από πάνω;
Α. Από πάν’ κι από κάτ’. Τι είναι αυτά που λες. Πεθύμησαν την Ήπειρο και έρχονται κατά δω;
Β. Αμ πώς και γιατί έρχονται; Τους καλέσαμε; Σε λίγο θα μού πεις πως τους το έχουμε στρωμένο.
Α. Μη χολοσκάς. Και στρωμένο να ήξεραν πως τους το έχουμε, δεν θα έρχονταν.
Β. Τότε γιατί έρχονται; Τους προσκαλέσαμε;
Α. Τους μετανάστες, τους πρόσφυγες ή όπως θέλεις να τους πεις , πες τους, κανείς δεν τους προσκαλεί. Η ανάγκη τους φέρει.
Β. Ανάγκη και κόψιμο. Η ανάγκη; Ποια ανάγκη; Όλα στην ανάγκη τα ρίχνουμε.
("Λυπάμαι τους ανθρώπους που κοιμούνται βαθιά
στην ψεύτικη ειλικρίνεια.
Λυπάμαι τους ανθρώπους που ποτέ δεν κοιμήθηκαν με όνειρα.
Πόνεσα τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν χωρίς δικαίωση.
Έκλαψα τους ανθρώπους που έπεσαν στον Αγώνα
καθώς σήκωναν τη βαριά πέτρα του δίκιου, κραυγάζοντας:
- Ετούτος ο ήλιος είναι για όλους…")
(«Ο πόνος μου» – ποίημα του Γιάννη Μηλιά γεννημένου στη Γρανίτσα
Α. Η ανάγκη που λέει πως άμα τούρχεται η βόμβα στο κεφάλ’ δεν υπολογίζει κανείς κατά πού θα πάει. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί.
Β. Ποιες βόμβες. Δεν οπέφτουν βόμβες στην Ήπειρο.
Α. Δεν πέφτουν βόμβες. Τις έριξαν μια και καλή. Με βόμβες δεν όργωσαν την Ήπειρο το ’40;
Β. Ου, από τότε πέρασαν εβδομήντα χρόνια.
Α. Εβδομήντα και βάλε. Ακόμα και σήμερα μαζεύουμε τα απόνερα.
Β. Τώρα καμιά χειροβομβίδα σκάει κάπου κάπου.
Α. Πολλές φορές σκάνε στο μυαλό άλλες χειροβομβίδες. Επικίνδυνες. Πολύ επικίνδυνες…
Β. Τώρα τι να θυμόμαστε. Ε, δεν θα μείνουμε και πίσω. Πάει αυτό. Πέρασε. Να μην ξανάρθει ποτέ. Τέρμα.
Α. Το ποτέ μια κουβέντα είναι. Βόμβες πέφτουν παντού. Ιράκ, Συρία.
Β. Κρίμα ο κόσμος.
Α. Είναι ντροπή να μείνουμε στο κρίμα. Τι πα να πει κρίμα.
Β. Τι, καλό πράγμα είναι αυτό;
Α. Ας καταλάβουμε, λοιπόν, ότι αυτοί τουλάχιστον δεν φταίνε. Ούτε ήθελε και ούτε σχεδίασε ποτέ κανένας απ’ αυτούς να έρθουν στην Ήπειρο, γενικά, στην Ελλάδα. Στάση κάνουν εδώ. Στάση για την Ευρώπη.
Β. Τι στάση μωρέ και κουραφέξαλα. Στάση το λένε αυτό; Κοντεύει να αλλάξ’ όλη η Ήπειρος.
Α. Και μετά από αυτό, ας τους μαντρώσουμε…
Β. Δηλαδή, αυτό που λεν’ πως έφτιαξαν στην Κόνιτσα, στη Φιλιπιάδα, αυτό το φρούριο -χώρο φύλαξης μεταναστών- θα είναι γι’ αυτούς μια στάση;
(Άνοιξα μια πηγή στα πόδια σου! Πολλοί θα περάσουν.
Στις πέτρινές σου φούχτες θα κάθουνται τα πουλιά,
θα ξεδιψάνε οι άνθρωποι κι όπως θα σε κοιτάζουν,
με των δασών σου τον ατέλειωτο ψίθυρο, θα τους εξηγάς:
«Αυτό το νερό το λένε αγάπη…»
«Αυτό το νερό το λένε αγάπη…»
«Αυτόν τον τόπο τον λένε πατρίδα»)
Α. Στάση και στοίβαγμα ψυχών.
Β. Τι ψυχών. Πρόσφυγες είναι. Θα τους μπαγλαρώσουμε εδώ, όσο χρειάζεται, κι ύστερα θα τους ξαποστείλουμε. Θα πάνε καλιά τους.
Α. Θα πάνε; Κατά πού θα πάνε. Έχουν να πάνε πουθενά;
Β. Έχουν δεν έχουν, δεν χωράνε άλλοι στην Ήπειρο.
Α. Στην Ήπειρο δεν χωράνε. Στα κέντρα μετανάστευσης χωράνε;
Β. Εγώ το βλέπω αλλιώς. Θα έχει κίνηση ο τόπος. Φύλακες, υπάλληλοι… Ανάπτυξη…
Α. Κι αυτό εσύ το λες ανάπτυξη;
Β. Υπάλληλοι. Πολλοί υπάλληλοι. Φύλακες, χρήμα στην τοπική αγορά. Ε, δεν λέω πως θα λυθούν κι όλα τα προβλήματα της Ηπείρου.
Α. Λες και δεν λες. Η καταραμένη ξενιτιά, το δράμα της ξενιτιάς πρέπει, για μας τους Ηπειρώτες και τις Ηπειρώτισσες, να γίνει μάθημα.
Β. Είπες μάθημα. Τα παιδιά τους πού θα πάνε σχολείο;
Α. Όπως πάνε και τα άλλα παιδιά. Παιδιά του Θεού είναι κι αυτά.
Β. Θα διώξουμε τα δικά μας παιδιά από τα σχολεία για να πάνε τα ξένα; Δεν υπάρχει φιλότιμο;
(«Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου, τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε, κι αφήστε το πηδάλιο στις τρικυμίας τα χέρια! Το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε! «/ Κ.Ουράνης.)
Α. Το ελληνικό φιλότιμο, την ηπειρώτικη φιλοτιμία την απίθωσαν στα κέντρα κράτησης των μεταναστών στην Ήπειρο. Όλα μετριούνται με χρήμα. Ζωή, αξιοπρέπεια… Άνθρωποι είναι… Τουλάχιστον στο δικαίωμα στη ζωή δεν μπορεί κανείς να τους το στερήσει. Όπως και δεν μπορεί κανείς να στερήσει, να αποκλείσει τα παιδάκια αυτά από το σχολείο.
Β. Το μάθημα είναι ένα. Είναι κι αυτοί άνθρωποι.
Α. Βεβαίως. Τώρα συνεννοούμαστε. Άνθρωποι. Όπως ήταν και οι Έλληνες, οι Ηπειρώτες, που παλιότερα έφυγαν για την Αμερική. Και κει κέντρα φρούρησης μεταναστών δεν είχαν; Εκεί τους Έλληνες τους καλοδέχτηκαν;
Β. Τότε ήταν άλλο.
Α. Ποιο άλλο; Άνθρωποι τότε, άνθρωποι και τώρα. Ηπειρώτες ήταν. Έλληνες ήταν…
Β. Ε, δεν λέω.
Α. Λες και δεν λες. Ξέχασες πώς αρμάθιασαν τους χωριανούς μας, στην πλατεία του χωριού, και τους κοίταζαν ακόμα και τα δόντια για να πάνε στη Γερμανία;
«Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου/Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου/κι ὅσο περνῶ μὲ κεῖνα/τόσο γλυκὰ τριγύρω μου/μοσκοβολᾶν τὰ κρίνα/τῶν πρωτινῶν ἀπρίληδων.../Τὰ παιδικίσια χρόνια/μοῦ κελαηδοῦν ἀηδόνια/σὲ νύχτες καὶ σ᾿ ἐρμιές». Κ. Παλαμάς
Β. Δεν ξεχνιούνται αυτά. Αυτά τα ζήσαμε.
Α. Τα πάθαμε και μυαλό δεν βάλαμε.
Β. Τι μυαλό να βάλουμε.
Α. Να καταλάβουμε ότι… όταν έφυγαν από την πατρίδα τους, τους «τραγουδούσαν» οι βόμβες και τα πολυβόλα. Δεν τους τραγουδούσε, δεν τους είπε κάποιος κάτι γλυκό, κάτι ερωτικό. Άνθρωποι είναι κι αυτοί.
Β. Άνθρωποι. Πολλοί δεν τους λένε έτσι. Τους λένε μαύρους.
Α. Άσπροι, μαύροι, μπλε και κίτρινοι. Από τη μια οι καθαροί, οι ατόφιοι, οι γνήσιοι. Από την άλλη τα μιάσματα. Τη διάκριση αυτή την έχει για τα καλά καταχωνιασμένη στην ψυχή του ο Έλληνας.
Β. Ε, δεν είμαστε και ίδιοι.
Α. Και τότε που μας ξεχώριζαν τους Ηπειρώτες σε πλατυκέφαλους, κεφάλι κατάλληλο για κουλούρια…
Β. Άλλο αυτό.
Α. Το ίδιο είναι.
Β. Ποιο είναι ίδιο.
Α. Να μην μπολιάζουν τα παιδιά με διακρίσεις. Στα θρανία. Όλοι μαζί. Όλα τα παιδιά μαζί.
…………………………
Με ταρακούνησαν για τα καλά αυτές οι γυναίκες. Έβγαλα φωνή, κραυγή, τρόμου κραυγή , ρητή κατά τη Φιλιππιάδα.
Ακούει κανείς; Πολύ αμφιβάλλω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου