Καθώς οι περισσότεροι έχουν
μάλλον θολή εικόνα, περί τίνος ακριβώς πρόκειται, είναι χρήσιμο να επιχειρήσουμε
μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας και της φυσιογνωμίας του θεσμού αλλά και
των δεδομένων και των προβλημάτων ενός ιδιαίτερα φιλόδοξου για τα Γιάννενα
στόχου.
Ο θεσμός ξεκίνησε,
με το όνομα «Ευρωπαϊκή πολιτιστική πόλη», ως μια πρωτοβουλία της ελληνίδας
Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη με τη στήριξη του γάλλου ομολόγου της Ζακ
Λαγκ, με στόχο να αναδειχτεί η συμβολή των πόλεων στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Με
πρώτη την Αθήνα το 1985 διάφορες πόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέλαβαν να
διοργανώσουν ένα ετήσιο κύκλο εκδηλώσεων, εξασφαλίζοντας και κάποια
χρηματοδότηση, ενώ από το 1999 η διοργάνωση μετονομάστηκε σε «Πολιτιστική
Πρωτεύουσα της Ευρώπης». Αρχικά η φιλοξενούσα πόλη ήταν μία κάθε χρόνο, από το
παραπάνω όμως σημείο καμπής ο αριθμός τους αυξήθηκε σε δύο και ορίστηκε μια
συγκεκριμένη χρονική σειρά μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών προκειμένου να αποτραπεί
ο σκληρός ανταγωνισμός για την ανάληψη της διοργάνωσης, ο οποίος βεβαίως έκτοτε
μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της κάθε χώρας.
Το 2021 έρχεται, μαζί με τη
Ρουμανία, ξανά η σειρά της Ελλάδας (έχουν στο μεταξύ μεσολαβήσει η διοργάνωση
της Θεσσαλονίκης το 1997 και της Πάτρας το 2006) και ήδη ούτε λίγο ούτε πολύ 14
δημοτικά συμβούλια εξετάζουν ή προωθούν την υποψηφιότητα της πόλης τους, η
προθεσμία για την υποβολή της οποίας λήγει τον προσεχή Οκτώβριο. Ορισμένα
μάλιστα έχουν προχωρήσει σε θορυβώδη σύσταση «Επιτροπών Διεκδίκησης», με πιο
χαρακτηριστική την περίπτωση της Τρίπολης, όπου συμμετέχουν ο Μίκης Θεοδωράκης,
ο Κώστας Γαβράς και άλλοι. Ο προκριματικός γύρος για τις 3 επικρατέστερες
υποψηφιότητες και στη συνέχεια η τελική επιλογή της πολιτιστικής πρωτεύουσας,
συνοδευόμενη από το βραβείο «Μελίνας Μερκούρη» ύψους 1.500.000 ?, θα γίνει από
διεθνή επιτροπή μέσα στο 2016.
Ο διακηρυγμένος στόχος του θεσμού ήταν η
ανάδειξη των κοινών πτυχών αλλά και της ποικιλομορφίας των ευρωπαϊκών
πολιτισμών, η προσέγγιση των ευρωπαϊκών λαών και η κατανόηση των διαφορετικών
ταυτοτήτων, η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας πολιτιστικές εκδηλώσεις για το
ευρύτερο δυνατό ακροατήριο, η αύξηση της συμμετοχής και της συνειδητοποίησης των
πολιτών, παράλληλα φυσικά με την προσέλκυση επισκεπτών και την τόνωση της
τουριστικής κίνησης.
Πολύ γρήγορα όμως ο κύριος στόχος έγινε πιο οικονομικός
και παράλληλα πιο στρατηγικός, συνδέθηκε με τις στρατηγικές ανταγωνισμού των
πόλεων για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, με την προώθηση της διεθνούς
αναγνωρισιμότητας και της «μοναδικότητας» της διοργανώτριας πόλης, με την
καθιέρωσή της ως πολιτιστικού κέντρου όχι μόνο για τη χρονιά της διοργάνωσης
αλλά και στη συνέχεια και με στοιχήματα μεγάλων αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών
παρεμβάσεων για τον «ελκυστικό» μετασχηματισμό του αστικού τοπίου φιλοξενίας. Σ'
αυτό το στόχο εντάχθηκε η κατασκευή νέων, εμβληματικών πολιτιστικών υποδομών, η
λειτουργία των κατάλληλων διοικητικών δομών και η συνεχής ανάληψη «μεγάλων
γεγονότων» (mega events). Με δυο λόγια ο διαρκώς αυξανόμενος ανταγωνισμός των
υποψηφιοτήτων οφείλεται στην ιδέα ότι οι διοργανώσεις μεγάλης κλίμακας,
πολιτιστικές και όχι μόνο, είναι κινητήρια δύναμη για την προσέλκυση επενδυτών
και την οικονομική ανάπτυξη των πόλεων.
Διεθνή παραδείγματα
Υπό την παραπάνω οπτική δύο από τα πιο πετυχημένα παραδείγματα ήταν η
Γλασκώβη της Σκωτίας το 1990 και η Λιλ της Βόρειας Γαλλίας, το 2004, δύο πρώην
βιομηχανικές πόλεις σε πλήρη παρακμή, που κατάφεραν με εφαλτήριο το θεσμό να
μπουν στον πανευρωπαϊκό πολιτιστικό χάρτη και να συνεχίσουν το μετασχηματισμό
τους σε πολιτιστικά -και ασφαλώς τουριστικά ..- κέντρα. Από την άλλη πλευρά το
Λίβερπουλ, που είχε ήδη μια ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα (ελέω Μπητλς και όχι
μόνο), μέτρησε το 2008 10 εκατομμύρια επισκέπτες.
Ο υπογράφων αυτό το κείμενο
είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει κάπως πιο συστηματικά ορισμένες από τις
διοργανώσεις των τριών τελευταίων χρόνων, του σλοβενικού Μάριμπορ το 2012, της
Μασσαλίας το 2013 και της πρωτεύουσας της Λεττονίας Ρίγα το 2014. Ελπίζει
μάλιστα να τα καταφέρει να επισκεφθεί και μία από τις διοργανώτριες πόλεις του
2015, είτε τη Μονς του γαλλόφωνου Βελγίου είτε το Πίλσεν της Τσεχίας.
Η πιο
εντυπωσιακή διοργάνωση ήταν αναμφίβολα της Μασσαλίας, που με κεντρικό μοτίβο το
σύνθημα «μοιραζόμαστε το νότο», έδωσε έμφαση και στο μεσογειακό της χαρακτήρα
και στη μεγάλη αφομοιωτική της παράδοση ως «προσφυγομάννας» πόλης, που έχει
συνδυάσει με μεγάλη επιτυχία τη λεγόμενη υψηλή κουλτούρα με τις λαϊκές,
ιδιαίτερα στη μουσική (π.χ. το μαρσεγιέζικο χιπ-χοπ και ραπ με δάνεια και από
την αλγερίνικη μουσική). Η «Μασσαλία 2013» παρουσίασε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα με
400 πολιτιστικές εκδηλώσεις πρώτης γραμμής και πολλές μικρότερες σε όλη την
περιοχή της Προβηγκίας γύρω από τις ιδέες του ταξιδιού, των ανακαλύψεων και των
εξερευνήσεων αλλά ταυτόχρονα της πολυπολιτισμικότητας, της συνεργασίας και της
ανοχής. Εξίσου σημαντικά όμως συνδέθηκε με τη δημιουργία δώδεκα (!) νέων μεγάλων
πολιτιστικών υποδομών στην περιοχή, με προγράμματα αστικής ανάπλασης και με
πολεοδομικές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας στο παράκτιο μέτωπό της. Για να έχουμε
μια μικρή εικόνα των οικονομικών μεγεθών, ας λάβουμε υπόψη ότι ο προϋπολογισμός
των υποδομών ήταν 800 εκατομμύρια ευρώ και των εκδηλώσεων 90 εκατομμύρια. Από
αυτά τα τελευταία 90, τα 2/3 συνεισέφερε η Αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου
βαθμού, το 1/6 η γαλλική κυβέρνηση και το άλλο 1/6 ιδιώτες χορηγοί.
Οι άλλες
δύο διοργανώσεις, με χαμηλότερα οπωσδήποτε οικονομικά μεγέθη αλλά και με ευρεία
χρήση εθελοντών, προσανατολίστηκαν στα δικά τους ιστορικά και γεωγραφικά
δεδομένα. Η Ρίγα, έχοντας τη λάμψη της πιο κοσμοπολίτικης πόλης των βαλτικών
χωρών και μια εκπληκτική αρχιτεκτονική κληρονομιά όχι μόνο παλιότερη αλλά και
του 20ου αιώνα, λ.χ. διατηρώντας τα περισσότερα art nouveau κτίρια στην Ευρώπη,
παρουσίασε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα, από το οποίο προσωπικά ξεχωρίζω το παγκόσμιο
χορωδιακό φεστιβάλ, τον θεματικό κύκλο για το κεχριμπάρι και την οπωσδήποτε
δύσκολη, ιδιαίτερα με τις σημερινές διεθνείς εντάσεις και την όχι πάντα ισότιμη
αντιμετώπιση της ρωσικής μειονότητας, προσπάθεια διαχείρισης του κομμουνιστικού
παρελθόντος με επίκεντρο την αξιοποίηση του πρώην κτιρίου της KGB.
Από την
πλευρά του το Μάριμπορ, ιστορικά στο μεταίχμιο του σλαβικού και του γερμανικού
κόσμου, ανέδειξε το ρόλο του ως ένα σύγχρονο σταυροδρόμι και έδωσε έμφαση στη
σχέση με τη φύση και στα οικολογικά ζητήματα. Μη όντας ωστόσο από πριν ένας
σημαντικός ευρωπαϊκός πολιτιστικός προορισμός, δεν κατάφερε να συνδυάσει τη
διοργάνωση με μια αποτελεσματική διεθνή προώθηση. Και εδώ δεν έλειψε η
θεματολογία για τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους και εθνικισμούς και για τα
παραδείγματα αντίστασης, με πιο συγκινητική την εκδήλωση για την καταστραμμένη
βιβλιοθήκη του Σαράγιεβο.
Ασφαλώς σε καμία από όλες τις προηγούμενες
διοργανώσεις δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις για το περιεχόμενο του προγράμματος ή
για αστοχίες στα οικονομικά δεδομένα, η ενδελεχής εξέταση των οποίων θα
προϋπέθετε την ανάθεση διδακτορικών διατριβών. Ίσως όμως η πιο συγκρίσιμη με τα
σημερινά ελληνικά δεδομένα εμπειρία να είναι αυτή της διοργάνωσης του Γκιμαράες
το 2012, η οποία συνέπεσε με τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και την
επιβολή μέτρων λιτότητας στον πορτογαλικό λαό. Πέραν της περιορισμένης
εμβέλειας, η περικοπή του προϋπολογισμού και η εγκατάλειψη των περισσότερων
επενδυτικών σχεδίων για την «πράσινη» πολεοδομική ανάπλαση της περιοχής ψαλίδισε
τις αρχικές προσδοκίες και δημιούργησε αισθήματα ματαίωσης στους κατοίκους της.
Η ελληνική εμπειρία
Αφήνοντας κατά μέρος την πειραματική
εφαρμογή της Αθήνας, οι δύο επόμενες ελληνικές υποψηφιότητες, παρά την
πραγματοποίησή τους σε εποχές που «λεφτά υπήρχαν», δίνουν μια εικόνα, ολικής ή
μερικής, αποτυχίας.
Η «Θεσσαλονίκη 1997» προβλήθηκε για πρώτη φορά ως αίτημα
την εποχή των εθνικιστικών συλλαλητηρίων, γεγονός που σφράγισε από την αρχή
ορισμένες βασικές της επιλογές (προβολή του «εκπολιτιστικού» ρόλου του
Ελληνισμού στα Βαλκάνια, ανάδειξη του Αγίου Όρους κλπ.). Στην πράξη αποτέλεσε
ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο, που μόλις πρόσφατα έγινε δυνατό να εκκαθαριστεί,
ένα όργιο πελατειακών δοσοληψιών με το χρήμα του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο
ανέλαβε εξ ολοκλήρου το κόστος της διοργάνωσης, προϋπολογισμένο στα 147 εκ. ευρώ
και υλοποιημένο στα 220 ! Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Οργανισμός της
Πολιτιστικής Πρωτεύουσας φερόταν να απασχολεί 20 εργαζόμενους για αρκετά χρόνια
μετά από τη λήξη της διοργάνωσης, ότι παραστατικά και νόμιμες διαδικασίες
θεωρήθηκαν πολυτέλεια, ότι ακόμη και αυτή η αποστολή και εξέταση των φακέλων από
τις εισαγγελικές αρχές έγιναν μετά από την παραγραφή των αδικημάτων.
Για αυτή
καθαυτή την υλοποίηση του προγράμματος περιορίζομαι να παραθέσω αποσπάσματα από
τον πρόλογο του πολύ αποκαλυπτικού βιβλίου του Ροδόλφου Μασλία «η πολιτιστική
από μέσα» - εκδ. Ιανός, 1998 : «Μόνο η διάγνωση των αιτίων για την απώλεια αυτής
της μεγάλης ευκαιρίας μπορεί να δημιουργήσει ελπίδες ότι θα αποφευχθούν τέτοια
λάθη στο μέλλον. Λάθη νοοτροπίας, λάθη σχεδιασμού. Εσκεμμένες παραλείψεις,
λαθεμένες επιλογές προσώπων (πλην όμως παρόντων στις περισσότερες μέχρι τώρα
πολιτιστικές διοργανώσεις), περιττή έπαρση και έλλειψη στοιχειώδους
προγραμματισμού..». Και παρά την φιλοξενία πολλών και σημαντικών εκδηλώσεων, το
αποτύπωμα στην πολιτιστική παραγωγή της πόλης και στο μελλοντικό της ρόλο ήταν
τελικά ελάχιστο.
Ούτε η «Πάτρα 2006» όμως, παρά τη μεγάλη εμπειρία της πόλης
στη διοργάνωση του καρναβαλιού, φαίνεται να κατάφερε να δημιουργήσει ένα θετικό
υπόδειγμα. Αν και δεν στιγματίστηκε από το μεγάλο σκάνδαλο, οι αργοπορίες στην
κατάρτιση του προϋπολογισμού και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του οργανωτικού
σχήματος, που πήραν μεγάλη δημοσιότητα, δημιούργησαν αρνητικές εντυπώσεις στην
τοπική κοινή γνώμη, η οποία στις σχετικές δημοσκοπήσεις μετά από τη λήξη της
διοργάνωσης δήλωσε απογοητευμένη από το εγχείρημα. Η διοργάνωση δεν αφορούσε
κατασκευή νέων χώρων αλλά μόνο επισκευές και ορισμένες αναπαλαιώσεις ιστορικών
κτιρίων ενώ αρκετά από τα έργα δεν έγινε δυνατό να υλοποιηθούν. Σε γενικές
γραμμές η εμβέλεια της διοργάνωσης εκτός Πάτρας και οι υποθήκες, που ενέγραψε,
ήταν μάλλον ασήμαντες.
Ποιες δυνατότητες για τα Γιάννενα
;
Είναι εύλογο αυτό το παρελθόν να δημιουργεί σκεπτικισμό για τη
σκοπιμότητα διεκδίκησης και ανάληψης μιας τέτοιας κλίμακας διοργάνωσης. Έχοντας
υπόψη και τα προβλήματα του «Γκιμαράες 2012», το πρώτο μεγάλο ερώτημα αφορά τις
οικονομικές δυνατότητες της πόλης ύστερα από μια πενταετία εφαρμογής μνημονιακών
πολιτικών αλλά και με μικρό συγκριτικά πληθυσμό αναφοράς. Καλό είναι να
συνειδητοποιήσουμε από την αρχή ότι διοργάνωση φιλόδοξη και παράλληλα φτηνή δεν
είναι εφικτή.
Εξίσου κρίσιμος είναι ο προβληματισμός για τη σημερινή
πολιτιστική παραγωγή και εμβέλεια των Ιωαννίνων, για τον περιορισμένο ρόλο τους
στον πολιτιστικό χάρτη, τον ελληνικό εννοείται όχι τον .. ευρωπαϊκό, για την
απουσία παράδοσης σε μεγάλες πολιτιστικές διοργανώσεις, για την ένδεια
μακροπρόθεσμων πολιτιστικών αλλά και πολεοδομικών στρατηγικών, για τη γενικότερη
νοοτροπία των τοπικών ελίτ. Ας μη λησμονούμε ότι από τις προηγούμενες δημοτικές
αρχές, άλλες διακρίθηκαν για τις κακές σχέσεις τους με τον πολιτισμό και την
πολιτιστική κληρονομιά γενικά - η κατεδάφιση του Ξενία και η ματαίωση του δωρεάν
προσφερόμενου φεστιβάλ τζαζ μουσικής είναι ενδεικτικά παραδείγματα - και άλλες
για την υπονόμευση των οικολογικών ισορροπιών της Παμβώτιδας στο βωμό
περιορισμένης εμβέλειας αθλητικών διοργανώσεων. Και όμως η βιωσιμότητα ορίζεται
ως ένα από τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων για την πολιτιστική
πρωτεύουσα με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο.
Παρ' όλα αυτά είμαι
διστακτικός να απορρίψω την ιδέα της διεκδίκησης. Και επειδή γενικά αυτοί είναι
οι όροι του παιγνιδιού, καθώς συνηθίζουμε στην Ελλάδα να βάζουμε το κάρο μπροστά
από το άλογο, και επειδή και μόνη η διεκδίκηση είναι σε θέση να οδηγήσει σε
συνειδητοποίηση αδυναμιών και σε ενεργοποίηση ανθρώπων και επειδή μπορεί να
συμβάλει στην προώθηση παράλληλων στόχων. Η τακτική και διεθνής λειτουργία του
αεροδρομίου είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πολιτιστική πρωτεύουσα
με το σημερινό αεροδρόμιο Ιωαννίνων ανταποκρίνεται βεβαίως στον χαρακτηρισμό
«σύντομο ανέκδοτο».
Θα περιοριστώ λοιπόν σε ορισμένα αυτονόητα - ή μήπως όχι
και τόσο ;
- Στη
σοβαρότητα της προετοιμασίας αντί του επικοινωνιακού χειρισμού, στο εντατικό
διάβασμα των φακέλων υποψηφιότητας και των εκθέσεων αξιολόγησης όλων των
προηγουμένων διοργανώσεων
- Στην, επίπονη οπωσδήποτε, ανάδειξη τοπικών
διοικητικών στελεχών αντί της ανάθεσης της προετοιμασίας σε «κεντρικούς»
πολιτιστικούς μάνατζερ
-
Στο άνοιγμα της συζήτησης, ώστε να μην περιορίζεται σε παρασκηνιακές
κινήσεις - όπως οι επαφές με τον πρώην Υπουργό Πολιτισμού κ. Τασούλα - ή στην
εμπλοκή υπηρεσιακών παραγόντων και πολιτικών προϊσταμένων, άντε και ορισμένων
«προσωπικοτήτων», αλλά να κινητοποιεί τις υπαρκτές δημιουργικές δυνάμεις της
πόλης
- Στον
πανηπειρωτικό και, όσο αυτό είναι δυνατό, στο βαλκανικό προσανατολισμό της
διεκδίκησης και στη δημιουργία σχημάτων με τη συμμετοχή όλων των πόλεων της
Ηπείρου αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας, των Ιονίων και της Αλβανίας
- Και πάνω απ' όλα στο
στοχασμό για το παρελθόν και την αυριανή εικόνα αυτής της πόλης.
Τα
πολυεθνικά Γιάννενα του παρελθόντος έχουν αφήσει ένα έντονο πολιτιστικό
αποτύπωμα στο χώρο των Δυτικών Βαλκανίων. Πρόκειται για ένα μεγάλο κεφάλαιο, την
αξία του οποίου εν πολλοίς δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι σημερινοί τους
κάτοικοι, ικανό να αποτελέσει τη βάση μιας σύγχρονης ταυτότητας, συμβατής με
τους στόχους της συνύπαρξης, της κατανόησης και της ανοχής, που ορίζει το
πλαίσιο της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας». Ο φυσικός πλούτος της περιοχής από την
άλλη, εφόσον βεβαίως οι πολιτικές ηγεσίες τον διαχειριστούν με πρακτικές
βιωσιμότητας, μακριά από τις «αρπαχτές» και την εμπορευματοποίηση, είναι σε θέση
να υποστηρίξει ένα σχέδιο σύνδεσης «Φύσης - Πολιτισμού» και μια καλύτερη
καθημερινή λειτουργία για την πόλη και τους κατοίκους της.
Απομένει βεβαίως
να δούμε, εάν μια «Πολιτιστική Πρωτεύουσα» είναι σε θέση να μας κάνει
σοφότερους.
Γιάννης Παπαδημητρίου
Δικηγόρος, πρ. Περιφερειακός
Σύμβουλος Ηπείρου, κάτοχος του βραβείου Απντί Ιπεκτσί
www.agon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου