Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Ο θάνατος του Ασλάνη και το τέλος του life style


O Μιχάλης Ασλάνης ήταν ένας ευγενέστατος άνθρωπος. Ήσυχα έζησε τη ζωή του και ήσυχα έφυγε από αυτήν. Τίμησε την Ελλάδα μέσα από τη δουλειά του καθώς θεωρούνταν από τους σημαντικότερους Έλληνες μόδιστρους, αναγνωρισμένος στο διεθνές jet set. Τα ρούχα του είχαν πάντα αρχαιοελληνικά χαρακτηριστικά και αυτό ήταν προς τιμήν του. Άλλωστε, αν δει κανείς τις σπουδές που είχε κάνει ο Ασλάνης θα καταλάβει ότι δεν ήταν ένας από τους «καραγκιόζηδες» μόδιστρους που κινούνταν μόνο και μόνο για επίδειξη μεταξύ Μυκόνου και Κολωνακίου.

Σπούδασε διακόσμηση, γραφικές τέχνες, ιστορία τέχνης και θεάτρου, στο πλάι σπουδαίων καθηγητών, όπως οι ζωγράφοι Τέτσης, Μοσχίδης, Γούναρης, Πρέκας και Βακαλό. Αυτό τα λέει όλα και όσοι τον ήξεραν λένε πράγματι πόσο ευαίσθητος ήταν και πόσο καλή ψυχή. Καλό του ταξίδι λοιπόν, ωστόσο, η πιθανή αυτοκτονία του είναι η σφραγίδα στο τέλος μιας εποχής στο χώρο της μόδας.

Είναι το τέλος της απόλυτης χλιδής, της λεγόμενης «φούσκας» του Κολωνακίου και της Μυκόνου. Δισεκατομμύρια ευρώ διακινήθηκαν επί δύο και πλέον δεκαετίες σε ένα life style που στήθηκε μέσα από τα γκλαμουράτα περιοδικά και τις κουτσομπολίστικες εκπομπές. Το ένα χέρι ένιβε το άλλο και δημιουργήθηκε μια βιτρίνα η οποία έσπασε βίαια με την κρίση.

Στο Κολωνάκι οι μόδιστροι, σοβαροί και γελοίοι (οι περισσότεροι) ενοικίαζαν ή αγόραζαν ολόκληρα κτίρια έναντι πολλών εκατομμυρίων. Έραβαν ρούχα ή έφερναν μάρκες από το εξωτερικό και πωλούσαν σε απίστευτες τιμές. Η μεσαία τάξη, εκτός φυσικά των κατοίκων των βορείων προαστίων, ανακάλυψαν το pret a porte, ανακάλυψαν τους ξένους στάρς που φορούσαν γκλαμουράτα νυφικά, τουαλέτες με στρας και μαργαριτάρια κεντημένα στο χέρι. Με δανεικά λεφτά οι περισσότεροι, ακόμη και με «γαμοδάνεια», έσπευδαν στις μπουτίκ του Κολωνακίου για να αποκτήσουν λίγη από την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας.
Και οι μόδιστροι με τις μοντέλες αυξάνονταν σαν τα μυρμήγκια. Πέραν από τα «ιερά τέρατα» του χώρου, ακόμη και οι μοδίστρες της κάτω Ραχούλας έγιναν μετρ του είδους, αφού το χρήμα έρεε άφθονο. Κι από το Κολωνάκι οι μπουτίκ κατέβηκαν στη Μύκονο, πήγαν και μέχρι την Αράχοβα αφού έπρεπε να ικανοποιηθούν και οι γκλαμουράτοι Ελληνάρες του χειμώνα.

Όλο αυτό το ψεύτικο life style στηρίχθηκε από εκδότες που έπιασαν την καλή φτιάχνοντας περιοδικά αντίστοιχα του εξωτερικού. Ιλουστρασιόν χαρτί, μοντέλες να ποζάρουν με χάρη φορώντας τα ρούχα των μόδιστρων (κι ενίοτε φορώντας μόνο το άρωμά τους), απίστευτα έσοδα από διαφημίσεις, τρελός χορός μαύρου χρήματος σε δεκάδες εκδοτικές εταιρείες που από το 1990 και επί 20 χρόνια περίπου κυριαρχούσαν στο χώρο. Τα έσοδα έγιναν βίλες στη Μύκονο και σαλέ στον Παρνασσό, έγιναν ξέφρενα πάρτι στα Ματογιάννια με εκλεκτούς καλεσμένους και καλεσμένες (ενίοτε στη Μύκονο οι όροι αυτοί μπερδεύονται).

Στο χορό και η τηλεόραση, οι πρωϊνατζούδες και μεσημεριατζούδες που αποθέωσαν το τίποτα, που έβαλαν στα σπίτια μας τους ράφτες και τις μοδίστρες οι οποίες έγιναν μόδιστροι. Άλλωστε, το ρούχο και το κόσμημα έπρεπε να πουληθεί, όχι μόνο στην υψηλή κοινωνία αλλά και στις οικογένειες του μεροκάματου που, όμως, είχαν πρόσβαση στα δάνεια παντός είδους.

Αλλά τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους πωπούς, που λέει κι ο λαός. Μέσα σε μια 5ετία κατέρρευσε με πάταγο η αυτοκρατορία του life style στην Ελλάδα. Κι όσο κι αν κάποιοι θέλουν ακόμη να το διατηρήσουν, είναι πλέον φανερή η παρακμή.
Το Κολωνάκι άδειασε από τις μπουτίκ με τα ακριβά ρούχα και κοσμήματα. Στη θέση τους έχουν πάει φούρνοι και μπακάλικα, αφού το φαγητό είναι πιο χρήσιμο ακόμη και στη συνοικία των πλουσίων. Οι μόδιστροι κατέρρευσαν οικονομικά. Ο Ασλάνης αυτοκτόνησε, ο Γαβαλάς έγινε μόνιμος κάτοικος Κορυδαλλού. Οι άλλοι γνωστοί του χώρου, ο Τσέλιος, ο Κωστέτσος, η Λουκία, ο Νίκος Αποστολόπουλος κλπ. δεν υπάρχουν πια. Διατηρούν μικρά μαγαζιά σε παρακείμενους δρόμους, εξαφανίστηκαν από τη Μύκονο, τα τρελά πάρτι με γκόμενες, γκόμενους, κόκα, ποτά δεν γίνονται πια.

Οι εκδότες του χώρου είναι ένα βήμα πριν τη φυλακή. Ο Λυμπέρης έκλεισε το μαγαζί και άφησε απλήρωτους τους εργαζόμενους. Ο Κωστόπουλος κατέρρευσε χρωστώντας εκατομμύρια αλλά κάνοντας ακόμη τις διακοπές του, όχι στη Μύκονο, στην ταπεινή Πάτμο. Τα μεσημεριανάδικα και τα πρωϊνάδικα που έχτισε με εξυπνάδα ο μετρ του είδους, Σταμάτης Μαλέλης, φυτοζωούν.
Τα μοντέλα, παλιά και νέα, που κάποτε πληρώνονταν αδρά τώρα είναι χαμένα στην αφάνεια. Όσα πρόλαβαν παντρεύτηκαν κανέναν επιχειρηματία, τα υπόλοιπα προσπαθούν να συντηρήσουν την εικόνα τους πληρώνοντας παπαράτσι να τους παίρνουν φωτογραφίες από τις ιδιωτικές διακοπές τους.

Είναι πράγματι ο θάνατος του Ασλάνη η σφραγίδα στο τέλος εποχής μιας λαμπερής Ελλάδας η οποία, όμως, έκρυβε από πίσω σαπίλα, ματαιοδοξία, αμαρτία και πολύ μαύρο χρήμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: