Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Αν ζούσε ο Κένεντι...

                                     
Από το Βιετνάμ ως την Κούβα, οι ιστορικοί James G Blight και Janet M Lang σκιαγραφούν μια εναλλακτική ιστορία του εικοστού αιώνα.

Στις 22 Νοεμβρίου 2013, η Αμερική και ο κόσμος θα γιορτάσει την 50ή επέτειο από τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι. Η κάλυψη της επετείου αναμφίβολα θα αποδείξει ότι, δυστυχώς, οι άνθρωποι εξακολουθούν να βρίσκουν τις συνθήκες θανάτου του Κένεντι πολύ πιο ενδιαφέρουσες από τα επιτεύγματα της προεδρίας του. Το Ντάλας θα γίνει Γκρέισλαντ. Ο JFK θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ο Έλβις.
Κατά τα πρώτα 25 χρόνια περίπου μετά τη δολοφονία του JFK, κάποιοι αναίσθητοι κυνικοί μερικές φορές παρατήρησαν πως η δολοφονία ήταν μια σπουδαία κίνηση για τη μεταθανάτια καριέρα του Κένεντι. Έκαναν λάθος. Η περίεργη και ανεξιχνίαστη ακόμα εντελώς δολοφονία έχει επικεντρωθεί στις επόμενες γενιές – όλες οι φήμες και τα κουτσομπολιά σχετικά με την καθιέρωση του JFK και των συγγενών του, ως η ανεπίσημη αμερικανική «βασιλική οικογένεια». Για τους περισσότερους, το Ντάλας ήταν τραγικό, επειδή ο ίδιος, η σύζυγός του και τα παιδιά του ήταν όμορφοι, νέοι και φρέσκοι.

Αλλά για να κατανοήσουμε τη σημασία της δολοφονίας του JFK, πρέπει να κινηθούμε πέρα ​​από την επιφάνεια και να αναλύσουμε σε βάθος τι πραγματικά έκανε και δεν έκανε ως πρόεδρος. Ιδού ο τίτλος: ο θάνατός του ήταν μια ολύμπια τραγωδία επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο κόσμος έχασαν έναν ηγέτη, του οποίου η νούμερο ένα προτεραιότητα ήταν να κρατήσει το έθνος του μακριά από τον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μιας πυρηνικής σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση. Επιπλέον, απέδειξε κατά τις 1036 ημέρες της παραμονής του στον Λευκό Οίκο ότι είχε το σθένος να αντιμετωπίσει τους επιθετικούς συμβούλους του, οι οποίοι, σε τουλάχιστον έξι περιπτώσεις, του σύστησαν να οδηγήσει το έθνος σε πόλεμο.

Το μεγάλο «αν»
Είναι το πιο δελεαστικό «τι θα γινόταν αν» στην ιστορία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής: εάν ο JFK είχε επιζήσει στο Ντάλας, αν είχε επανεκλεγεί το Νοέμβριο του 1964, αν είχε παραμείνει αρκετά υγιής για να ολοκληρώσει τη δεύτερη θητεία του ως τις 20 Ιανουαρίου του 1969 – αν αυτοί οι όροι είχαν εκπληρωθεί, τι θα αποφάσιζε ο JFK σε θέματα πολέμου και ειρήνης; Πιστεύουμε ότι μια προσεκτική εξέταση ενός τέτοιου υποθετικού σεναρίου είναι σημαντική, αλλά επίσης έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι η εξερεύνηση αφορά τόσο τις ευκαιρίες όσο και τους κινδύνους.
Από τη μία πλευρά, λείπει κάτι θεμελιώδες από ιστορίες που δεν αφορούν τους δρόμους που ακολουθήθηκαν, τις αποφάσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν, ή τις ιστορίες που μοιάζουν σχεδόν, αλλά όχι αρκετά, σα να έχουν συμβεί. Τέτοιες ιστορίες μας φαίνονται αποστειρωμένες, εξωπραγματικές, χωρίς τους κινδύνους και την αβεβαιότητα των ιστορικών στιγμών, καθώς περνούν, μία-μία, γεμάτες από αγωνία και (μερικές φορές) τύψεις για αυτούς που φέρουν το βάρος της ευθύνης.
Μια ιστορία χωρίς ένα τολμηρό απρόοπτο είναι βέβαιο ότι θα είναι χωρίς ενδιαφέρον και τα μαθήματά της δεν θα έχουν κανένα νόημα, αν υποτεθεί ότι αυτό που συνέβη ήταν βέβαιο ότι θα συμβεί. Οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε διαισθητικά ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά και, επιπλέον, ενστικτωδώς ψάχνουμε για τα μαθήματα που μπορούμε να αντλήσουμε από την ιστορία.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κίνδυνοι στην ιστορία του «τι θα γινόταν αν». Έτσι όπως συχνά ασκείται, είναι λίγο περισσότερο από ένα λογοτεχνικό παιχνίδι συναναστροφής, στο οποίο ο στόχος είναι κυρίως να επιδείξει την εξυπνάδα του όποιου περιστρέφει την υποτιθέμενη ιστορία. Η ιστορία αποτελείται κυρίως από φανταστικά γεγονότα, φτιαγμένα φαινομενικά από το πουθενά.
Σε ένα προηγούμενο έργο μας με τίτλο «Virtual JFK: Vietnam If Kennedy Had Lived», (κυκλοφόρησε ως ταινία το 2008 και δημοσιεύτηκε ως βιβλίο το 2009), εξετάστηκε λεπτομερώς η διάκριση μεταξύ της ιστορίας του «τι θα γινόταν αν», σκοπός της οποίας είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, καθαρά να διασκεδάσει, και της εικονικής ιστορίας, η οποία μπορεί να αποφέρει σημαντικά στοιχεία για την ιστορία, όπως συνέβη, και μπορεί να οδηγήσει σε μαθήματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον. Η εικονική ιστορία απαιτεί από τον ιστορικό να προχωρήσει πιο βαθιά στην εμπειρία του ιστορικού χαρακτήρα (ή χαρακτήρων) και/ή στα γεγονότα που ενδιαφέρουν. Η εστίαση είναι στο τι συνέβη, πώς αυτό που συνέβη αποτελεί ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο και γιατί είναι λογικό να προβάλει αυτό το μοτίβο με προσοχή σε ένα μέρος της μετέπειτα ιστορίας που δεν συνέβη, αλλά ίσως θα μπορούσε να έχει συμβεί.


Πραγματικός JFK
Η καλά τεκμηριωμένη καταγραφή των αποφάσεων του JFK σε θέματα πολέμου και ειρήνης είναι τόσο εκπληκτική όσο και ξεκάθαρη. Γνωρίζουμε τώρα ότι κανένας Αμερικανός πρόεδρος δεν είχε πιεστεί ποτέ πιο έντονα ή πιο συχνά για να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε πόλεμο. Οι σύμβουλοί του τον πίεσαν, προσπάθησαν να τον εκφοβίσουν και να σχεδίαζαν την προεδρία του έτσι ώστε να τον αναγκάσουν να επιτρέψει άμεσες αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις.
Η πίεση ήταν πιο έντονη την Κούβα (δύο φορές, το Απρίλη του 1961 και τον Οκτώβριο του 1962), το Λάος (άνοιξη του 1961), το Τείχος του Βερολίνου (το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1961) και στο Νότιο Βιετνάμ (δύο φορές, τον Νοέμβριο του 1961 και τον Οκτώβριο του 1963). Σε κάθε περίπτωση, ο Κένεντι αντιστάθηκε με επιτυχία στις πιέσεις τους να επέμβει στρατιωτικά, αν και, σε κάθε περίπτωση, η παρέμβαση θα ήταν πολιτικά δημοφιλής, τουλάχιστον αρχικά. Τα εμπιστευτικά έγγραφα και οι προφορικές μαρτυρίες που έχουν γίνει διαθέσιμα την τελευταία εικοσιπενταετία (ένα μεγάλο μέρος των οποίων έχει προκύψει  από τα δικά τη δική μας έρευνα για την πυραυλική κρίση της Κούβας, το φιάσκο στον Κόλπο των Χοίρων και τον πόλεμο του Βιετνάμ), είναι σαφή – ο JFK στεκόταν τακτικά απέναντι στους συμβούλους του,  υποστηρίζοντας τι θα μπορούσε να πάει στραβά αν χρησιμοποιούσαν στρατιωτική δύναμη ως αρχική επιλογή και τι, όπως πίστευε, ως την έσχατη λύση και πώς μια τέτοια δράση, αν ληφθεί, θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε μια καταστροφή.

Μισό αιώνα μετά τη δολοφονία του JFK στο Ντάλας, γνωρίζουμε ότι είχε δίκιο και ότι εκείνοι που τον συμβούλευαν να χρησιμοποιήσει βία έκαναν λάθος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, κατά τα τελευταία 25 χρόνια, έχουμε αποκτήσει πρόσβαση σε πολλά σημαντικά έγγραφα και προφορικές μαρτυρίες από πρώην αντιπάλους του ψυχρού πολέμου: από τη Ρωσία, την Κούβα, το Βιετνάμ και αλλού. Έχουμε τώρα τα αναγκαία στοιχεία για να υπολογίσουμε με σιγουριά το πιθανό αποτέλεσμα, αν ο JFK είχε διατάξει, για παράδειγμα, την κατεδάφιση του Τείχους του Βερολίνου μετά τις 13 Αυγούστου 1961, όταν άρχισε η κατασκευή του από την Ανατολή Γερμανία και τους Σοβιετικούς, ή την κλιμάκωση της σύγκρουσης στο Βιετνάμ, το Νοέμβριο του 1961, σε έναν αμερικανικό πόλεμο με την αποστολή αμερικανών μάχιμων στο  Νότιο Βιετνάμ, ή την εισβολή στην Κούβα κατά τη διάρκεια της πυραυλικής κρίσης τον Οκτώβρη του 1962.
Αν ο Κένεντι είχε υποκύψει στους επιθετικούς συνεργάτες του σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις, το πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν ένας καταστροφικός πόλεμος που θα ήταν πολύ πιο αιματηρός και πιο δαπανηρός από ό,τι εκτίμησαν οι επιθετικοί σύμβουλοί του. Σήμερα, ξέρουμε τι σκέφτονταν οι  σοβιετικοί ηγέτες κατά τη διάρκεια του Τείχους του Βερολίνου και της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα και τι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ.
Πολλοί από τους συμβούλους του JFK υποστήριξαν ότι οι Σοβιετικοί, πολύ κατώτεροι σε διαθέσιμα πυρηνικά από τις ΗΠΑ, θα φέρονταν «λογικά» μην κάνοντας τίποτα, αντί να αμφισβητήσουν τις ΗΠΑ με μια αντεπίθεση. Αλλά όσοι συμβούλεψαν τον JFK να πάει σε πόλεμο έκαναν σαφώς λάθος. Η επιθετική στρατιωτική δράση των ΗΠΑ στο Βερολίνο ή στην Κούβα θα οδηγούσε σε πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και των σοβιετικών δυνάμεων, ίσως αρχικά περιορισμένο, αλλά ο οποίος θα είχε ένα πολύ υψηλό ρίσκο κλιμάκωσης, φτάνοντας πιθανόν σε μια πυρηνική καταστροφή.

Όσον αφορά το Βιετνάμ, είμαστε βέβαιοι ότι η άρνηση του JFK να αμερικανοποιήσει τον πόλεμο ήταν σοφή. Ο διάδοχός του, Λίντον Μπ. Τζόνσον, διατήρησε σχεδόν όλη την ομάδα των εθνικών συμβούλων ασφαλείας που είχε συστήσει ο Κένεντι, που έδωσε στον Τζόνσον τις ίδιες επιθετικές συμβουλές που είχε δώσει και στον Κένεντι. Τον προέτρεψαν να παρέμβει, για να σώσει την κυβέρνηση της Σαϊγκόν από την κατάρρευση και να διατηρήσει την αξιοπιστία της Αμερικής με τους συμμάχους της, άσχετα με το πόσο διεφθαρμένη ή ανίκανη είχε γίνει η κυβέρνηση στο Νότιο Βιετνάμ. Η Αμερική, είπαν στον Τζόνσον (όπως είχαν πει και στον JFK), μπορεί να σώσει την κατάσταση με μικρό κόστος και κίνδυνο. Σε αντίθεση με τον JFK, ο Τζόνσον υπέκυψε στα «γεράκια» που του κληροδότησαν ξανά και ξανά, καθώς εξαμερικάνισε τη σύγκρουση στο Βιετνάμ. Το αποτέλεσμα ήταν μια δαπανηρή και ταπεινωτική ήττα για τις ΗΠΑ και μια σύντομη σταδιοδρομία για έναν πρόεδρο που δεν είχε την ενστικτώδη προσοχή και την ατσάλινη αποφασιστικότητα να αντισταθεί σε άστοχες επιθετικές συμβουλές.





Ο σκεπτικός JFK
Σε ένα αποκαλυπτικό έγγραφο που δημοσιεύτηκε στο Foreign Policy το 2006, «Γιατί τα ‘γεράκια’ κερδίζουν», ο βραβευμένος με Νόμπελ ψυχολόγος και οικονομολόγος Ντάνιελ Κάνεμαν και ο πολιτικός ψυχολόγος του Χάρβαρντ Τζόναθαν Ρένσον τεκμηριώνoυν μια σειρά από προκαταλήψεις, ή «ευρετικές», στην πολιτική διαδικασία λήψης αποφάσεων που αυξάνουν την πιθανότητα τα «γεράκια» να θριαμβεύσουν έναντι των «περιστεριών»- δηλαδή να πάνε σε πόλεμο και όχι να διατηρήσουν την ειρήνη. Τα ευρήματα αυτά, σύμφωνα με τους Κάνεμαν και Ρένσον, είναι συνεπή και στις 40 και πλέον μελέτες που αξιολόγησαν. Είμαστε, εν ολίγοις, «καλωδιωμένοι» να δρούμε επιθετικά. Όσοι λαμβάνουν αποφάσεις, όταν απειλούνται, θα προτιμούσαν να πολεμήσουν παρά να τραπούν σε φυγή. Η επιθετικότητα είναι η προεπιλογή μας σε θέματα πολέμου και ειρήνης.
Αλλά πλέον γνωρίζουμε ότι το προφίλ λήψης αποφάσεων του JFK σε θέματα πολέμου και ειρήνης αποκλίνει θεαματικά από τον κανόνα αυτό – αυτό είναι το αντίστροφο από αυτό που θα αναμέναμε, με βάση την έρευνα των Κάνεμαν και Ρένσον. Ο JFK αντιστάθηκε επανειλημμένα στα γεράκια του, συχνά με σημαντικό πολιτικό ρίσκο και κόστος. Δεν ήταν ειρηνιστής, αφού πολέμησε και παραλίγο να πεθάνει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι γνωστός ως ο πρόεδρος ο οποίος ορκίστηκε στην εναρκτήρια ομιλία του να «πληρώσει οποιοδήποτε τίμημα, να κουβαλήσει οποιοδήποτε φορτίο» για να αγωνιστεί για την ελευθερία σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα σε κάποια από την αντικομμουνιστική ρητορική του και τις παρασκηνιακές αποφάσεις του είναι τεράστια.
Ως πρόεδρος, ο JFK αρνήθηκε να πιστέψει τις ρόδινες εκτιμήσεις και τις προβλέψεις των πολεμοχαρών συμβούλων του, καθώς και τα γεράκια κατέληξαν να τον θεωρούν βασικά παράλογο – ως έναν ηγέτη ο οποίος αρνήθηκε να δώσει το πράσινο φως στα προσεκτικά κατασκευασμένα σενάριά τους, τα οποία πίστευαν ότι βασίζονταν σε σωστά δεδομένα και την τεράστια εμπειρία τους. Σε δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, τέτοιες συζητήσεις (μερικές από τις οποίες έχουν καταγραφεί από τον Κένεντι και είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο), ο JFK τρέλαινε τους επιθετικούς συμβούλους του. Αλλά σε κάθε μεγάλη κρίση της προεδρίας του που αφορούσε την εθνική ασφάλεια, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον σκεπτικισμό του. Ο JFK γνώριζε μέσα του και από την εμπειρία του στον πόλεμο ότι η ουσία του πολέμου είναι το χάος, η αναρχία και η απώλεια του ανθρώπινου έλεγχου στα γεγονότα, ότι η ανθρώπινη κατανόηση μπορεί να κάνει λάθος και είναι λεπτή και ότι αυτό που τα ανθρώπινα όντα πιστεύουν ότι είναι αλήθεια είναι συχνά απατηλό – ιδιοτελές, κοντόφθαλμο και απλά λάθος.

Εικονική πραγματικότητα
Λοιπόν, τι θα έκανε ο JFK αν ζούσε; Δύο εικονικές παραλλαγές προτείνονται για κάθε μία από τις τέσσερις κύριες προκλήσεις στην εξωτερική πολιτική που θα αντιμετώπιζε στη δεύτερη θητεία του, αν υποθέταμε ότι είχε κερδίσει τις εκλογές το 1964. Μία παραλλαγή παρουσιάζει μια σειρά απλών αποφάσεων, δεδομένου του πρότυπου της επιτυχημένης αντίστασης στα γεράκια του. Χωρίς καμιά έκπληξη, συνεχίζει με επιτυχία να αντιστέκεται στα γεράκια του και σε μια δεύτερη θητεία. Σε μια δεύτερη παραλλαγή, μια πιο ανοικτή προς συζήτηση, όχι μόνο αντιστέκεται στα γεράκια, αλλά και αποχωρεί ουσιαστικά από το παράδειγμα του ψυχρού πολέμου. Ιδού τα κυριότερα σημεία:
Βιετνάμ: Ο JFK θα συνέχιζε να αντιστέκεται σε ένα πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Ακόμα κι αν η κυβέρνηση της Σαϊγκόν, αδύναμη και διεφθαρμένη, προοριζόταν για τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, θα είχε αντισταθεί σε όσους ζητούσαν να στείλει στρατεύματα στο Βιετνάμ. Θα μπορούσε να τελειώσει κάθε στρατιωτική εμπλοκή. Πιστεύουμε ότι θα ήταν απώτερος στόχος του.

Ψυχρός πόλεμος: Θα είχε αντιταχθεί στις εκκλήσεις για αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση. Η πυραυλική κρίση της Κούβας το 1962 έκανε τόσο τον JFK όσο και τον Νικίτα Χρουστσόφ να έχουν έντονα την επίγνωση του κινδύνου αυτής της αντιπαράθεσης και ήταν αποφασισμένοι να τους εμποδίσουν. Και οι δύο ηγέτες θα είχαν αρχίσει να ηρεμούν τον ψυχρό πόλεμο. Όπως προέκυψε από την κρίση των πυραύλων, ήταν αποφασισμένοι να το πράξουν.
Πυρηνικά όπλα: Ο JFK θα αντιστεκόταν σε όσους ζητούσαν τη συνεχή δημιουργία αμερικανικών πυρηνικών οπλοστασίων και θα συνεργαζόταν με τον Χρουστσόφ για να αντιστρέψουν τον αγώνα των πυρηνικών όπλων, περιορίζοντας και  εξαλείφοντας τις πλεονάζουσες κεφαλές και τα οχήματα διανομής. Αυτός και ο Χρουστσόφ θα μπορούσαν να πετύχουν τη μεγάλη μείωση των όπλων, αν και ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους για ένα τέτοιο μνημειώδες έργο θα ήταν περιορισμένος.
Κούβα: Ο πρόεδρος θα είχε αντισταθεί στις διαρκείς και επείγουσες εκκλήσεις για να λήξουν οι ΗΠΑ την Κουβανική Επανάσταση μέσω της στρατιωτικής επέμβασης και να εγκαταστήσουν ένα πιο φιλικό προς την Ουάσιγκτον καθεστώς στην Αβάνα. Θα μπορούσε να πετύχει και συνεργασία με την κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Αβάνας. Πιστεύουμε ότι θα ήταν στόχος του.
Πώς, θα αναρωτιόταν κάποιος, θα μπορούσε να ξεφύγει ο JFK, οδηγώντας την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε μια τόσο διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που ακολούθησαν μετά το θάνατό του στο Ντάλας; Αυτή είναι μία καλή και αναγκαία ερώτηση.
Η απάντησή μας αποτελείται από τέσσερα μέρη: (1) Ο Κένεντι ήταν αποφασισμένος, όπως ήταν και ο Νικίτα Χρουστσόφ, να αποφύγει (κατά την αξέχαστη φράση της Έμιλι Ντίκινσον) να «πασαλώσει ολόκληρη την κατοχή μας /πάνω στο αποτέλεσμα μιας τρίχας», καθώς και οι δύο είχαν κάνει λάθος στην πυραυλική κρίση της Κούβας. (2) Ο υπουργός Άμυνας, Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, θα το έκανε να συμβεί στο Πεντάγωνο παρά τις αντιρρήσεις των υψηλόβαθμων στρατιωτικών. (3) Ο χαρισματικός κειμενογράφος του Ted Sorensen θα τον βοηθούσε να τελειοποιήσει και να εκφράσει το όραμά του και (4) είχε ήδη αποδειχθεί, μετά το φιάσκο στον Κόλπο των Χοίρων τον Απρίλιο του 1961, ότι ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τον εκφοβιστικό άμβωνα της Προεδρίας για να μετατρέψει την αποτυχία σε μια πολιτική νίκη μέσω ενός συνδυασμού ειλικρίνειας (ανάληψης προσωπικής ευθύνης γι’ αυτό), σκληρού πολιτικού παιχνιδιού (απολύοντας τους δύο κορυφαίους αξιωματούχους της CIA) και μαύρου χιούμορ αγχόνη (κάνοντας την ρητορική ερώτηση στον Sorensen: «Πως θα μπορούσα να είμαι τόσο ηλίθιος ώστε να τους αφήσω να προχωρήσουν;»).
Αν ο JFK είχε επιζήσει στο Ντάλας και υπηρετούσε ως πρόεδρος των ΗΠΑ μέχρι τον Ιανουάριο του 1969, ο κόσμος θα μπορούσε πιθανότατα να έχει γίνει ασφαλέστερος και πιο ειρηνικός. Είναι ακόμα πιθανό ότι ο ψυχρός πόλεμος θα είχε εξελιχθεί και θα έληγε φιλικά το 1969. Το συμπέρασμα αυτό δεν έχει να κάνει με το μύθο του Κένεντι-Κάμελοτ αλλά με το σεβασμό για τα ιστορικά γεγονότα, όπως αυτά έχουν γίνει διαθέσιμα κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: