Ανυπομονούμε
να μας πούν από τι χρώμα αγελάδες βγαίνει
ο espresso
Δύσκολα
είναι τα πράγματα, αγαπητοί φίλοι, αφού
όπως φαίνεται μάλλον “Ζούμε ανάμεσά
τους” παρά “ζούνε ανάμεσά μας”. Μια
έρευνα καταναλωτών από τις ΗΠΑ αποκάλυψε
ότι περίπου το 7% των Αμερικανών πολιτών
προέρχεται πολύ απλά, απευθείας και
άμεσα από τις καφέ αγελάδες, όπως
αποκαλύπτει η Washington
Post.
Αν κάνετε τα
μαθηματικά, τότε βγαίνει ότι 16.4 εκατομμύρια
ανθρώπων πιστεύει προφανώς ότι οι λευκές
αγελάδες βγάζουν το κανονικό γάλα και
οι καφέ βγάζουν το νοστιμότατο σοκολατούχο
γάλα.
H
έρευνα ανατέθηκε από το Innovation Center
της U.S. Dairy και διεξήχθη από την
ομάδα ερευνών της αγοράς Edelman Intelligence.
H έρευνα έγινε σε 1000 άτομα από 50
Πολιτείες της Αμερικής. Όπως διαβάζουμε
εδώ «Οι απαντήσεις προέρχονταν από τα
50 Πολιτείες και οι αντιδράσεις ήταν
αρκετά ομοιόμορφες, με ελαφρά ανοδική
τάση (περίπου 10% υψηλότερη) στο Νότο».
Βέβαια το
Innovation Center δεν ήταν σε θέση να παράσχει
ένα πλήρες αντίγραφο της έρευνας. Και
όταν ρωτήθηκε για τη μεθοδολογία της
έρευνας, η McComb είπε μόνο ότι «διεξήχθη
ηλεκτρονικά».
Τα αποτελέσματα
αυτής της έρευνας θυμίζουν σε μία
αντίστοιχη που είχε διεξαχθεί τη δεκαετία
του 1990 από το αμερικανικό υπουργείο
Γεωργίας, η οποία κατέδειξε ότι σχεδόν
1 στους 5 ενήλικες δεν γνώριζαν ότι το
κρέας στα χάμπουργκερ ήταν βοδινό. Οπότε
μάλλον είναι γενικότερο το πρόβλημα με
τις αγελάδες και τους Αμερικανούς
καταναλωτές.
Προφανώς είναι
πιθανό κάποιοι να μην απάντησαν στα
σοβαρά στην έρευνα του Innovation Center, και
γενικά παίζει και αυτή η έρευνα να είναι
εντελώς αναξιόπιστη, αλλά ακόμη και αν
το 7% είναι στην πραγματικότητα 1%, και
πάλι μιλάμε για ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ κόσμο που
πιστεύει ότι η καφέ αγελάδα είναι αυτή
που δίνει το χρώμα και τη γεύση της
σοκολάτας στο σοκολατούχο γάλα.
Ο Νίκος Ευθυμίου εγκατέλειψε την Αθήνα και
μετακόμισε σε ένα χωριό, στα Μετέωρα, όπου έχει φτιάξει φάρμα με κότες
ελευθέρας βοσκής.
Οι
ιστορίες των ανθρώπων που έφυγαν από την Αθήνα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη
και επιδιώκοντας μια ποιότητα ζωής, έχουν πάντα ενδιαφέρον. Όπως έχουμε κατά
καιρούς δει ο Γιώργος εγκατέλειψε την Αθήνα για ένα μικρό χωριό της Καλαμπάκας,
ο Νίκος από τη Νέα Ερυθραία έγινε αγρότης στην Ικαρία, μαθαίνοντας τα μυστικά
από τον παππού του, ο Χρήστος επέλεξε να φύγει από τον Βύρωνα και να γίνει
κτηνοτρόφος στην Ευρυτανία και ο Αντώνης πήρε την οικογένεια του για να γίνει
μελισσοκόμος στη Φθιώτιδα.
Αυτή τη φορά η ιστορία του
Νίκου Ευθυμίου είναι ένα ακόμα παράδειγμα για τους ανθρώπους που
θέλουν να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα. Ο ίδιος μεγαλωμένος στη Γλυφάδα,
χωρίς επιρροές και μνήμες από χωριό, είχε δημιουργήσει από τα γνωστότερα
νυχτερινά μαγαζιά και ένα κατάστημα με εποχιακά είδη μέχρι που αποφάσισε, λόγω
στενότητας, να μετακομίσει στην περιφέρεια -συγκεκριμένα σε ορεινό χωριό των
Μετεώρων.
Έφτιαξε
με πολλές δυσκολίες μια οικολογική φάρμα, την οποία επιθυμεί να μεγαλώσει
περισσότερο ωστόσο δε βρίσκει ανθρώπους να επιθυμούν να εργαστούν σε χωριό και
στον πρωτογενή τομέα.
Ο Νίκος Ευθυμίου εξηγεί γιατί εγκατέλειψε την Αθήνα
Πριν
μετακομίσετε στην περιφέρεια, πώς ήταν η ζωή σας στην Αθήνα; Ποιες ήταν οι
επαγγελματικές σας δραστηριότητες;
Ξεκίνησα,
το 1981, φτιάχνοντας ένα πολύ μικρό μπαράκι κι το κράτησα για τρία χρόνια
-πήγαινε πάρα πολύ καλά. Στη συνέχεια γνώρισα τον Μάκη Σαλιάρη, ήταν ο άνθρωπος
που έφτιαξε την «Αυτοκίνηση», το μεγαλύτερο club της Αθήνας, και από το 1984
μέχρι το 2000 ασχολούμουν με νυχτερινά κέντρα. Κάναμε τα μεγαλύτερα μαγαζιά που
έγιναν ποτέ -το τελευταίο μεγάλο μαγαζί που έκανα εγώ ήταν το «Camel» στη
Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Πριν από αυτό ήταν το Club 22 -γενικότερα κάναμε 37
μαγαζιά.
Ταυτόχρονα
είχα ανοίξει ένα μαγαζί στο Παγκράτι με εποχιακά είδη, το οποίο είχα μέχρι το
2019. Ωστόσο, από το 2004 έβλεπα ότι αυτή η δουλειά δεν πήγαινε πολύ καλά, είχα
σταματήσει με τα νυχτερινά μαγαζιά κι άρχισαν να μη βγαίνουν τα «κουκιά». Οπότε
έπρεπε κάτι να κάνω γιατί είχα πάρει και δάνεια.
Έτσι
ξεκίνησαν οι πρώτες σκέψεις για να εγκαταλείψω την Αθήνα και να μετακομίσω, σε
ένα χωριό, στα Μετέωρα αναζητώντας να κάνω κάτι διαφορετικό και να έχω ποιότητα
ζωής.
Είστε από
τα Μετέωρα και αποφασίσατε να μετακομίσετε στο χωριό;
Είμαι
βέρος Αθηναίος, όπως και οι γονείς μου, και δεν είχα καμία ιδέα για το πώς
είναι η ζωή στην περιφέρεια. Δεν είχα καν εικόνες από χωριό -ήξερα μόνο την
Αράχωβα που ανέβαινε για φαγητό και για να κάνω σκι στον Παρνασσό.
Ο Νίκος Ευθυμίου έχει φάρμα με κότες
Η
καταγωγή της γυναίκας μου είναι από τα Μετέωρα και γνώρισα τον τόπο από το 2008
που παντρευτήκαμε. Όταν πήγα στο Κονισκό, ένα από τα 74 χωριά τον Μετεώρων,
σκέφτηκα «Τι ωραία που έχουμε χωριό». Είδα ζώα, φύση και θαύμαζα όλο το τοπίο
και την ηρεμία που υπήρχε στο χωριό. Από το 2008 άρχισε να καλλιεργείται στο
μυαλό μου η ιδέα να μετακομίσω στην περιφέρεια και να ασχοληθώ με κάποιο
αγροτικό επάγγελμα. Πέρασαν διάφορες εργασίες από το μυαλό μου, κι επειδή έχω
σπουδάσει Οικονομικά, τα έβαζα όλα κάτι με υπολογισμούς.
Πότε
αποφασίζατε να φύγετε από την Αθήνα και με τι ξεκινήσατε να ασχολείστε;
Το 2012
αποφάσισα να κάνω κάτι διαφορετικό που δεν είχα κάνει ξανά στη ζωή μου και δεν
είχα καμία εμπειρία: να φύγω εκτός Αθηνών και να ζήσω σε χωριό. Δεν ήταν εύκολο
να το κάνω και τότε με τη γυναίκα μου ήμασταν μόλις 4 χρόνια παντρεμένοι κι
εκείνη δεν μπορούσε να με ακολουθήσει μόνιμα γιατί είναι χημικός, έχει πολύ
καλή δουλειά και δεν υπήρχε για την ίδια αντικείμενο στην περιφέρεια.
Πήρα
διάφορες γνώμες από φίλους και γνωστούς, σχετικά με το πώς να βιοποριστώ, μέχρι
που καταλήξαμε να κάνουμε κότες. Γιατί αυτό νόμιζα πως ήταν κάτι εύκολο. Τελικά
οι κότες αποδείχθηκαν πάρα πολύ δύσκολες, αλλά επειδή είμαι λίγο επίμονος και
αν μου κάτσει κάτι στο μυαλό θέλω να το κάνω, πέρασα 5 χρόνια δυστυχίας.
Απίστευτη δουλειά, κανένα εισόδημα.
Αρχικά
ξεκίνησα να ψάχνω να βρω φάρμα για να φτιάξω με κότες, στις αρχές του 2012 και
μέχρι τον Απρίλιο παιδευόμουν να βρω χωράφι -τελικά ολοκλήρωσα το πρώτο μου
κοτέτσι τον Μάιο και δύο μήνες αργότερα το επόμενο κοτέτσι.
Όταν
πήραμε τις κότες ήμουν πάρα πολύ άσχετος, δεν μας ήξεραν κιόλας και μας έδωσαν
ότι χειρότερο υπήρχε στην αγορά. Από χρήματα ήμουν πολύ οριακά, δανείστηκα για
να πάρω τις πρώτες κότες, και μέσα στο επόμενο 6μηνο ψόφησαν όλες οι κότες -τις
αγόρασα άρρωστες. Ότι είχαν για πέταμα μας το έδωσαν.
Πέρασε
ένας χρόνος γιατί έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητες απολυμάνσεις για να ξεκινήσω
από την αρχή και τα έκανα όλα μόνος μου. Δεν υπήρχαν τα χρήματα για να πάρω
άνθρωπο να με βοηθήσει οπότε όλα έγιναν με προσωπική δουλειά.
Στα μέσα
του 2013 πήραμε τις σωστές κότες, με όλες τις προδιαγραφές, που μπορούσαν να
βγάλουν αυγά. Και τότε ξεκίνησαν άλλα ζητήματα: το πού θα πουλήσουμε τα αυγά
και γιατί να τα πάρουν από εμάς. Εκεί ξεκίνησε ο αγώνας της πώλησης των αυγών.
Γιατί τα πετάγαμε κι άλλα τα χαρίζαμε.
Τα τελευταία 13 χρόνια ο Νίκος ζει σε ένα ορεινό
χωριό με 30 κατοίκους και έχει φτιάξει τη φάρμα με κότες. Η οικολογική
φάρμα που έφτιαξε με κότες ελευθέρας βοσκής
Δεδομένου
ότι στα χωριά οι κάτοικοι συνηθίζουν να έχουν έστω ένα μικρό κοτέτσι, τι τρόπο
βρήκατε για να πουλήσετε τα αυγά;
Μου ήρθε
η ιδέα να πηγαίνω στα τριγύρω χωριά μήπως σε κάποιους αρέσουν τα αυγά μας και
κάνουμε μια αρχή. Ενδιάμεσα, είχαν αρχίσει πολύ νέοι να φεύγουν από τα χωριά,
λόγω της οικονομικής κρίσης, και είχαν μείνει πίσω οι παππούδες και οι
γιαγιάδες και τους φανήκαμε χρήσιμοι γιατί τους δίναμε αυγουλάκια που τους
άρεσαν, ήταν σαν τα δικά τους και όταν μας γνώρισαν άρχισαν να αγοράζουν το
προϊόν μας.
Πέρασαν 3
-4 χρόνια μέχρι που άρχισε να μεγαλώνει πολύ η δουλειά μας κι εκεί ξεκίνησαν
άλλου είδους προβλήματα.
Ποια
είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίσατε; Εξακολουθούν να υφίστανται;
Όταν η
δουλειά άρχισε να αυξάνεται ψάχναμε να βρούμε προσωπικό. Δεν βρίσκαμε κανέναν
να έρθει για δουλειά με αποτέλεσμα να εργάζομαι 15 με 17 ώρες καθημερινά
κάνοντας τα όλα μόνος μου: από την παραγωγή και την πώληση των αυγών μέχρι όλα
τα διαδικαστικά.
Ευτυχώς,
κάποια στιγμή, βρέθηκε ένα παλικάρι, μορφωμένο που έχει τελειώσει το
Πολυτεχνείο και συνεργαζόμαστε μέχρι σήμερα, ο οποίος ανέλαβε το βασικό κομμάτι
της παραγωγής. Βρήκαμε ακομα ένα παιδί που είναι πάρα πολύ καλός κι έτσι λύσαμε
το θέμα της παραγωγής. Θέλουμε και άλλους ανθρώπους γιατί η εργασία στη φάρμα
μεγαλώνει, αλλά δεν είναι εύκολο να βρούμε ανθρώπους να θέλουν να ασχοληθούν με
τον πρωτογενή τομέα.
Οι κότες
σας είναι ελευθέρας βοσκής;
Ναι, τις
έχουμε τελείως ελεύθερες. Ζουν σε περιφραγμένο χωράφι, αλλά δεν πάμε να τις
κλείσουμε ή να τις ανοίξουμε -το κάνουν μόνες τους. Μπαίνουν και βγαίνουν από
το κοτέτσι ότι ώρα θέλουν. Μάλιστα, κάποιες κότες ζουν μόνο έξω απολύτως
ελεύθερες.
Οι κότες ζουν ελεύθερες στη φάρμα
Στο μέρος
που είναι η οικολογική φάρμα δεν υπάρχουν τριγύρω καλλιέργειες με λιπάσματα,
χημικά φάρμακα -το περιβάλλον είναι πεντακάθαρο. Σε τέτοιο μέρος ζουν οι κότες
και για αυτό τολμώ να πω ότι έχω το τέλειο προϊόν. Δεν κάνουμε εμείς την
καλύτερη δουλειά, αλλά η ίδια η φύση το κάνει στα ζώα και παράγουν τέτοια καλά
αυγά.
Εκτός από τα φρέσκα αυγά, από κότες ελευθέρας βοσκής, έχετε κι άλλα
προϊόντα;
Επειδή
κάποια αυγά μπορεί να είναι ελαφρώς χτυπημένα, να μην είναι τόσο όμορφα
αισθητικά ή να έχουν κάποιες ατέλειες εξωτερικά, αλλά τρώγονται κανονικά
αποφασίσαμε, αντί να τα πετάμε, να παρασκευάζουμε χειροποίητα ζυμαρικά. Βρήκαμε
ένα εργαστήριο που έχει τα κατάλληλα μηχανήματα τους δίνουμε την πρώτη ύλη για
να ξέρουμε το τελικό προϊόν και μας παρασκευάζουν τα ζυμαρικά.
Επιπλέον,
έχει γίνει συνεργασία με μελισσοκόμο που φτιάχνει φανταστικό μέλι κι έχει μια
μικρή μονάδα και μπορείτε από εμάς να αγοράσετε.
Η μείωση των κατοίκων στα χωριά και η έλλειψη
προσωπικού στον πρωτογενή τομέα
Πώς είναι
τελικά η ζωή στο χωριό μετά από 13 χρόνια;
Από τo
2012 που ήρθα μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα. Όταν πρώτο ήρθα
το χωριό είχε 230 μόνιμους κατοίκους και το καλοκαίρι έρχονταν περίπου 500 –
600 άτομα. Ένγαινες έξω και έβλεπες ανθρώπους, μιλούσες -ήταν συμπαθητικά.
Πλέον, το χωριό έχει μόλις 30
κατοίκους και είναι όλοι άνω των 75 ετών που σημαίνει υπάρχουν μέρες που μπορεί
να μη δω άνθρωπο να πω ένα «Γεια». Το θετικό είναι πως υπάρχει ποιότητα ζωής,
δεν υπάρχει κίνηση, έχω καθαρόαέρα και μια φανταστική παρθένα φύση.
Δυστυχώς,
μειώνεται δραματικά ο κόσμος στα χωριά. Για να καταλάβετε το δικό μας χωριό
ήταν κάποτε κεφαλοχώρι με σχολεία, όλων των βαθμίδων, μαγαζιά, αστυνομία και
τώρα έχει ερημώσει. Ούτε οι άνθρωποι θέλουν να μένουν στο χωριό και να
εργάζονται στην πόλη. Για παράδειγμα, το δικό μου χωριό απέχει μόλις 22
χιλιόμετρα από την Καλαμπάκα και 38 από τα Τρίκαλα με ένα πολύ καλό οδικό
δίκτυο. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα κάνω πάνω από 35 λεπτά να φτάσω στα Τρίκαλα.
Όταν έρχομαι στην πόλη, από τη Γλυφάδα για να πάω σε μια αποθήκη που έχω στου
Γκύζη, ειδικά σε ώρες αιχμής χρειάζομαι μιάμιση ώρα. Όταν λέω στους κατοίκους
του χωριού ότι δεν είναι τίποτα να κάνεις μισή ώρα να πας στη δουλειά σου με
κοιτάζουν περίεργα. Αν, όμως, αντιμετώπιζαν την καθημερινή κίνηση που έχει η
Αθήνα θα το έβλεπαν εντελώς διαφορετικά.
Είναι
εύκολες οι συνθήκες να ασχοληθεί ένας νέος άνθρωπος, χωρίς εμπειρία, με τη φύση
και τα ζώα;
Όποιος
θέλει να δουλέψει σοβαρά μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Η ενασχόληση με τον
πρωτογενή τομέα θέλει πολλές ώρες και οι νέοι δεν θέλουν καθόλου να ασχοληθούν.
Εμένα με έχουν κοροϊδέψει, κάποιες φορές, ότι άφησα την Αθήνα για το χωριό.
Φέρνει αυγά, ζυμαρικά και μέλι, πόρτα – πόρτα στην
Αθήνα
Έρχεστε
στην Αθήνα;
Είμαι
πλέον τις μισές ημέρες της βδομάδας γιατί φέρνω πόρτα – πόρτα τα αυγά μου και
ότι άλλα προϊόντα έχω. Έχω χτίσει πελατολόγιο, δεν έχω συνεργασίες με μαγαζιά,
που τους αρέσουν τα προϊόντα μου. Οι Αθηναίοι αναζητούν τα φρέσκα αυγουλάκια
και γενικότερα τα χειροποίητα προϊόντα.
Εθιμοτυπική επίσκεψη παραγματοποίησε την Παρασκευή 30 Μαΐου 2025 αντιπροσωπεία της Εταιρείας Βυζαντινών Μελετών Νομού Πρεβέζης στην έδρα της Εξαρχίας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Πλάκα. Ο πρόεδρος της Εταιρείας Ευάγγελος Κατσίμπρας συνοδευόμενος από τα μέλη Χριστόφορο Ευθυμίου και Κώστα Χήκα συναντήθηκαν με τον Έξαρχο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Ελλάδα πατέρα Ιερώνυμο.
Οι καλές σχέσεις και οι πολλές κοινές φιλίες του πατέρα Ιερώνυμου με τον κ. Ευάγγελο Κατσίμπρα συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί ένα ευχάριστο κλίμα και η ενδιαφέρουσα συζήτηση διήρκεσε αρκετή ώρα
Μεταξύ άλλων ενημερώθηκαν για επίκαιρα θέματα που αφορούσαν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Μετά την ανταλλαγή δώρων δόθηκε η υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει σύντομα και νέα συνάντηση και ο πατέρας Ιερώνυμος δεσμεύτηκε ότι μόλις βρεί ελεύθερο χρόνο θα ανταποκριθεί στην πρόσκληση να επισκεφθεί την Πρέβεζα
Σε αυτό το ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ, ξεκινάμε μια μαγευτική πολιτιστική διαδρομή στον Δήμο Ξηρομέρου. Από τον Αστακό έως το Βελανιδοδάσος, το Λιγοβίτσι και την ιστορική Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εξερευνούμε τόπους με βαθιά πνευματικότητα, ιστορία και φυσική ομορφιά.
📚 Στη Σκουρτού επισκεπτόμαστε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και το Κάστρο των Δηριέων, ενώ στη Μπαμπίνη γνωρίζουμε την πλούσια παράδοση μέσω του Λαογραφικού Μουσείου.
🏛️ Το Αρχοντοχώρι με τα πέτρινα αρχοντικά του και ο αρχαιολογικός χώρος Καστρί μας ταξιδεύουν στο παρελθόν, πριν φτάσουμε για ξεκούραση στον παραθαλάσσιο Μύτικα.
📌 Μια διαδρομή γεμάτη πολιτισμό, ιστορία και ελληνική ψυχή!
Το
συγκλονιστικό μήνυμα για τους νεαρούς
οδηγούς που έγινε viral: "Θέλω να σου
αστράψω δυο χαστούκια να ξυπνήσεις"
Τον
γύρο του διαδικτύου κάνει ένα κείμενο
γροθιά στο στομάχι για τους ανήλικους
οδηγούς.
Με
το κείμενο της η Ειρήνη Λαγούτατζη,
προσπαθεί να ξυπνήσει νέους ανθρώπους
που φέρονται απερίσκεπτα οδηγώντας
μηχανές.
Μια
ανάλογη εμπειρία που έζησε την έκανε να
γράψει αυτά τα λόγια. Αυτό που ζητά είναι
να κοινοποιηθούν τα λόγια της, ώστε να
μπορέσουν να ταρακουνήσουν νέους
ανθρώπους που οδηγούν επικίνδυνα.
Αναλυτικά
το συγκλονιστικό κείμενο:
Σε
εσένα τον δεκαεξαρι που οδηγείς το παπί
με το κράνος αλα μπρατσετα, σε εσένα τον
εικοσιπενταρι που γ@μας και δερνεις.
Θελω
να σε πάρω να παμε μια βόλτα θελω να δω
τη μαγκιά σου , τι λες λοιπον παμε;
Ακολουθα
με.
Ο
δρομος ανηφορικος νεκρική ησυχία,
τριγύρω κάθε ηλικίας μαυροντυμενοι με
κόκκινα ματια , προχωρα μη μασάς, συ δε
πιάνεις το διακοσαρι για πλακα;
Συνεχίζουμε
λοιπόν, ο ήλιος ψηλά σου καιει τη πλάτη
, να τη η εκκλησιά .
Ο
κόσμος πηχτρα και δεν ακούγεται ανάσα
, τρομακτικο ε;
Προχωρα
, αργείς, ακολουθούν κι άλλοι μη σταματάς,
μπες μέσα παμε να δουμε το νεκρο.
Εχεις
παει σε κηδεία εικοσαχρονου;
Οχι
ε;
Βγαλε
το σκασμό και κοίτα.
Τι
εγινε;
Δε
μπορείς να δεις καθαρά ;
Τα
μάτια σου τρέχουν ασταμάτητα τσουζουν,
εκεί σε θέλω , σκασε και κοίτα!
Έχεις
δει ποτέ παλικαρια γύρω απο φέρετρο
ψηλά σαν λεύκες να κλαίνε ανεξελεγκτα
σα μωρα παιδια;
Λεγε
έχεις δει;
Έχεις
δει πατέρα να χτυπάει το φέρετρο και να
φωνάζει με ολη του τη δυναμη
"Σήκω
γιε μου να φυγουμε;"
Λεγε
ειδες;
Έχεις
δει μανα νεκρη καθισμένη σε καρέκλα να
αναπνεει;
Ειδες;
Οχι
αγαπη μου δε θα φύγεις τώρα θα το δεις
ολο το έργο, θα δεις το πατέρα να βροντάει
να σπάσει το φέρετρο απ'το πόνο, θα δεις
τη μανα να λιποθυμα και να τη συνεφερνουν
για να συνεχίσει το Γολγοθά , θα ακούσεις
κραυγές απο Αρχαία Τραγωδία να σου
ξεσκίζουν τη ψυχη και μετα θα καταλάβεις
για πάντα τι θα πει μαγκιά.
Μαγκιά
λοιπόν δεν ειναι ούτε τα ποτα , ουτε τα
τερμα κοντέρ, ουτε οι γκομενες , ουτε οι
κόντρες...
Μαγκιά
αγορίνα μου είναι να σου ξεσκίζουν την
ψυχή, να σε σκοτώσουν και να πρέπει να
ζησεις.
Να
ζήσεις γιατί έχεις ακόμη ενα παιδι που
σε περιμένει και συ πρέπει να σταθείς
ΒΡΑΧΟΣ αυτη είναι μαγκιά κι απο 'δω και
στο εξής σεβασμός.
Την Πέμπτη 29 Μαΐου 2025 πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Προέδρου της
Εταιρείας Βυζαντινών Μελετών Νομού Πρεβέζης κ. Ευαγγέλου Κατσίμπρα και των μελών
κ. Χριστόφορου Ευθυμίου και Κωνσταντίνου Χήκα με τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο
Αθηνών κ.Θεόδωρο στην έδρα του Αρχιεπισκόπου στην Αθήνα.
Συζητήθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών καθώς και το έργο της
Εταιρείας.
Στη συζήτηση έγινε εκτενής αναφορά
στον Πάπα Ελευθέριο που καταγόταν από την Αρχαία Νικόπολη, στον στωικό φιλόσοφο
Επίκτητο, ο οποίος μετά την Ρώμη ίδρυσε την Φιλοσοφική του σχολή στην Νικόπολη
καθώς και στην προσπάθεια που καταβάλλεται για να ενταχθείο αρχαιολογικός χώρος της Νικόπολης στον
κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Τα μέλη της Εταιρείας απηύθυναν,
στον καθολικό Αρχιεπίσκοπο κ. Θεόδωρο, πρόσκληση να επισκεφτεί την Πρέβεζα και
τον αρχαιολογικό χώρο της Νικόπολης.
Στο τέλος της συνάντησης
προσφέρθηκαν από τα μέλη της Εταιρείας μας στον Αρχιεπίσκοπο δύο βιβλία, το ένα
είναι το Αγιολόγιο 2025 που είναι αφιερωμένο στο Φανάρι, και είναι έκδοση της
Εταιρείας μας και το άλλο ένας τόμος για τον φιλόσοφο Επίκτητο.
Από την πλευρά του ο Αρχιεπίσκοπος
μας προσέφερε έναν τόμο στον οποίο περιλαμβάνεται ένα κεφάλαιο για τον Πάπα
Ελευθέριο καθώς και ένα βιβλίο αφιέρωμα στον Πάπα Φραγκίσκο.
Υ.Γ. Διαβάζοντας στην πρόσκληση το όνομα του κ. Γιώργου Λάκκα σας ενημερώνω ότι στα Νεοδημοκρατικά στέκια της Αθήνας ακούγεται όλο και συχνότερα ότι θα είναι ένας εκ των υποψηφίων στις επόμενες βουλευτικές εκλογές στο Νομό της Πρέβεζας
Η πληροφορία μου είναι ότι η πρόταση έχει γίνει, δεν γνωρίζω όμως την απάντηση ή τις προθέσεις του κ. Λάκκα.
Στον καθορισμό του ύψους ενίσχυσης της συνδεδεμένης στήριξης του άρθρου 32 του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/2115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στον τομέα του πρόβειου και αίγειου κρέατος για το έτος ενίσχυσης 2024, προχώρησε το ΥπΑΑΤ.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, η συνδεδεμένη καθορίζεται στο ποσό των 11,98 ευρώ ανά επιλέξιμο ζώογια το έτος ενίσχυσης 2024, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αρ. 270/170279/2023 (Β΄ 3702) απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αρ. 369596/26-11- 2024 (Β΄ 6604) απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
«Το
δε την πόλιν σοι δούναι ουτ' εμόν εστίν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν αυτή,
κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής
ημών»(Απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β')
29
Μαΐου 1453: μία ημερομηνία κομβικής σημασίας για την ελληνική, αλλά και την
παγκόσμια ιστορία, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας- της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αποτελεί συνώνυμο της
ιστορικής πορείας του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η Άλωση έχει αφήσει το δικό της
ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική παράδοση, η οποία για αιώνες μετά θρηνούσε και
θρηνεί το τέλος της «Ρωμανίας» και την πτώση της Πόλης των Πόλεων, που αποτέλεσε
φάρο φωτός- αλλά και απόρθητο φρούριο, προπύργιο απέναντι στους εξ Ανατολών
κινδύνους- εκεί που η Ανατολή συναντούσε τη Δύση, τα χρόνια που στην Ευρώπη
κυριαρχούσε ο σκοταδισμός και η οπισθοδρόμηση που ακολούθησαν την πτώση της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η πολιορκία που διήρκεσε από τις 6 Απριλίου ως
τις 29 Μαΐου, ημέρα Τρίτη (εξ ου, σύμφωνα με μια εκδοχή, και η «γρουσούζικη» για
τον Ελληνισμό παράδοση της «Τρίτης και 13»,από την ημέρα και το άθροισμα των
αριθμών που συνθέτουν το 1453- 1+4+5+3) αποτέλεσε το φινάλε μιας πορείας
παρακμής η οποία είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Αρκετοί θεωρούν ότι η αρχή της
μεγάλης πτώσης ήταν η άλωση της Πόλης από τους Λατίνους του 1204, από την οποία
η Αυτοκρατορία- παρά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261- δεν ανέκαμψε
ποτέ, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι η πορεία προς την καταστροφή είχε αρχίσει πολλά
χρόνια πριν. Σε κάθε περίπτωση, το τελικό χτύπημα για την αποδυναμωμένη
αυτοκρατορία ήταν η προέλαση των Οθωμανών, η οποία ήταν αδύνατον να
ανακοπεί.
Ο Σέρβος πολιτικός, ιστορικός, συγγραφέας και διπλωμάτης
Τσέντομιλ Μιγιάτιοβιτς (1842-1932), συνοψίζει τους λόγους της οθωμανικής ορμής
στο βιβλίο του «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η τελευταία νύχτα της Πόλης»: «Οι
Τούρκοι δεν είχαν έλλειψη αρετών και χαρισμάτων όταν άφησαν τις στέπες κι
έφτασαν στην Αρμενία για να φρουρούν τα ανατολικά σύνορα των Σελτζούκων
σουλτάνων, όμως, μετά τον προσηλυτισμό τους στο Ισλάμ, ο εθνικός χαρακτήρας τους
υπέστη μια επαναστατική αλλαγή. Οι σπίθες της φωτιάς που έκαιγε την ψυχή του
Προφήτη ενέπνευσαν τους δεκτικούς γιους των ασιατικών ερήμων, και κατάφεραν να
αναπτύξουν την ιδέα της εθνικής ιδιαιτερότητας, κάτι που θα τους καθιστούσε
ικανούς να επιτύχουν σπουδαία πράγματα. Σαν ακατανίκητη χιονοστιβάδα κινήθηκαν
προς τα δυτικά, ισοπεδώνοντας κάθε πολιτικό και εθνικό οργανισμό, που είχε
εξασθενήσει και υπονομευτεί από χρόνια και χρόνια καταχρήσεων και
κακοδιαχείρισης». Ωστόσο, προσθέτει, δεν ήταν μόνο η τουρκική ενεργητικότητα και
η αντοχή, καθώς και η οργάνωση και το ηθικό με το οποίο ενέπνευσε τους Τούρκους
το Ισλάμ: «αν οι μαχητικοί και ενθουσιώδεις οπαδοί του Μωάμεθ είχαν βρει μπροστά
τους ένα πραγματικά ισχυρό, υγιές και οργανωμένο κράτος στην άλλη πλευρά του
Ελλήσποντου, είναι αμφίβολο εάν οι σελίδες της ιστορίας θα μιλούσαν για εξάπλωση
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Ο 14ος αιώνας θεωρείται μάλλον το τελικό λυκόφως της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- τόσο λόγω της πίεσης εξ ανατολών, όσο και λόγω την
πληγμάτων από τα χριστιανικά έθνη της Δύσης.«Το Βυζάντιο του 14ου αιώνα
θα γνωρίσει την πορεία προς μια αδιάκοπη παρακμή και κατάπτωση. Οι Οθωμανοί,
εγκατεστημένοι στα γειτονικά με την Κωνσταντινούπολη βιθυνικά εδάφη, κατάφεραν
στα μέσα κιόλας του 11ου αιώνα, αν όχι και προηγουμένως, να περάσουν στην Ευρώπη
(1354 ο σεισμός της Καλλίπολης που τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην πόλη
αυτή, το κλειδί του Ελλησπόντου), ενώ οι άλλοι Τουρκομάνοι κατακτούν, τη μία
μετά την άλλη, τις πόλεις της Μικρασίας (η Έφεσσος πέφτει το 1304, η Σμύρνη το
1318»,γράφει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στο «Γιατί το Βυζάντιο». Η
Φιλαδέλφεια θα παραμείνει ελεύθερη ως το 1391, με την πτώση της να σηματοδοτεί
το οριστικό τέλος της βυζαντινής Μικράς Ασίας, αλλά και «δηλώνει την ηθική
παρακμή που γνωρίζει η αυτοκρατορία, της οποίας ο αυτοκράτορας (Μανουήλ Β'
Παλαιολόγος) φέρεται να έχει εκστρατεύσει κατά της ελληνικής αυτής πόλης ως
σύμμαχος των Οθωμανών» (η Φιλαδέλφεια είχε οργανωθεί σχεδόν ως ανεξάρτητο
κρατίδιο εν μέσω τουρκομανικών εμιράτων, υπό την ηγεσία του μητροπολίτη της,
Θεοφύλακτου).
Οι διαμάχες μεταξύ των δυναστειών επιδεινώνουν την
κατάσταση, ενώ οι ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας (Βενετία, Γένοβα) και αυτές
υπονομεύουν οικονομικά την ετοιμοθάνατη αυτοκρατορία, ενώ οι Λατίνοι
εξακολουθούν να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία
έχασαν από την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες προσπαθούν
να προσελκύσουν τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, με οθωμανικά γαμήλια συνοικέσια
και ταξίδια προς τη Δύση, «επαίτες μιας βοήθειας η οποία ουδέποτε απάντησε στις
προσδοκίες των Βυζαντινών». Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «κανονικά» θα
είχε επέλθει νωρίτερα, όταν το 1397 ο Βαγιαζήτ Α' ο Κεραυνός πολιόρκησε την
Κωνσταντινούπολη, ωστόσο η Πόλη σώθηκε προσωρινά, κερδίζοντας μισό αιώνα, όταν
οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου εισέβαλαν στη Μικρά Ασία, αναγκάζοντάς τον να σπεύσει
να τους αντιμετωπίσει- με αποτέλεσμα τη συντριβή του στη μάχη της Άγκυρας (1402)
και την αιχμαλωσία του.
Δείτε τα video
«Ο αμηράς Μωάμεθ, έχοντας
δει και ακούσει τις περιφανείς νίκες και τους πολέμους του πατέρα του και των
άλλων τρισκατάρατων προγόνων του, συλλογιζόταν τι αξιομνημόνευτο να κάνει και ο
ίδιος» (Κωνσταντινουπόλεως Άλωσις, Γεώργιος Φραντζής)
Ο Μωάμεθ Β', που θα
έπαιρνε αργότερα το προσωνύμιο «Πορθητής», 21 ετών το 1453, ήταν, σύμφωνα με τον
βυζαντινολόγο Βασίλιεφ, χαρακτήρας ταυτόχρονα φιλοπόλεμος, αλλά και με
ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, και παράλληλα χαρισματικός
στρατιωτικός και πολιτικός, ενώ μιλούσε έξι γλώσσες. Η κατάκτηση της
Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με αναφορές, του είχε γίνει έμμονη ιδέα- και ως εκ
τούτου η διοργάνωση της πολιορκίας είχε αρχίσει με προσοχή και λεπτομερή
σχεδιασμό- βασικό τμήμα του οποίου ήταν η κατασκευή του φρουρίου Ρούμελι Χισάρ
στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, εξοπλισμένου με τα πλέον σύγχρονα πυροβόλα
της εποχής. Το Ρούμελι Χισάρ και το Ανατολού Χισάρ, στην απέναντι ασιατική ακτή,
απέκοπταν τη θαλάσσια επικοινωνία της Πόλης, ενώ παράλληλα η εισβολή του
Τουραχάν Μπέη στην Πελοπόννησο διασφάλιζε τη μη αποστολή ενισχύσεων από το
Δεσποτάτο του Μυστρά.
Στην άλλη πλευρά ήταν ο άνθρωπος που έμελλε να μείνει στην
ιστορία και τον θρύλο ως ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου – η φιγούρα του
«Μαρμαρωμένου Βασιλιά»: ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Δραγάσης Παλαιολόγος.Γεννηθείς στις
9 Φεβρουαρίου του 1404, ήταν ένας από τους γιους του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου.
Όπως γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου στο «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου», επονομάστηκε Δραγάτσης ή Δραγάσης από τη μητέρα του, Ελένη, την
κόρη του Σέρβου ηγεμόνα των Σερρών, Κονσταντίν Ντράγκατς. «Κανένας χρονικογράφος
δεν τον επονομάζει Δραγάση, μόνο ο λαός τον αποκαλούσε έτσι, κάτι που πέρασε
στους θρύλους και στα άσματα». Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού
του, Ιωάννη Η' Παλαιολόγου, τον Οκτώβριο του 1448. Ο ίδιος επιθυμούσε τη
συνεργασία με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη για τον περιορισμό της ενετικής
επιρροής, με όραμα την ένωση όλων των χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης κατά
του τουρκικού κινδύνου.
Διάταξη μάχης
Η ημερομηνία της κήρυξης του πολέμου δεν είναι γνωστή.
Όπως γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου, αναφερόμενος σε εκφράσεις του Λουκά Νοταρά,
Μεγάλου Δούκα της αυτοκρατορίας, φαίνεται ότι άρχισε τον Δεκέμβριο του 1452.
Όσον αφορά στην ισχύ του οθωμανικού στρατού, εκτιμάται ότι ανερχόταν τουλάχιστον
στους 150.000 άνδρες, με 80.000-100.000 τακτικά στρατεύματα- μεταξύ των οποίων
και 12.000 γενίτσαροι, καθώς και ισχυρό ιππικό και πυροβολικό, στο οποίο δέσποζε
το θηριώδες πυροβόλο του Ούγγρου μηχανικού Ουρβανού, που χρειάστηκε έξι
εβδομάδες για να φτάσει στον προορισμό του. Το κανόνι έσερναν εξήντα βόδια και
σε κάθε πλευρά του βρίσκονταν 200 άνδρες για να στηρίζουν το κάρο που το
μετέφερε. Το οθωμανικό πυροβολικό εκτιμάται πως είχε περίπου 70 κανόνια. Η
οργάνωση του οθωμανικού στρατού ήταν σε γενικές γραμμές άριστη, όπως και
εξοπλισμός τους. Όσον αφορά στον στόλο, ο Μωάμεθ θεωρείται ότι είχε 6 τριήρεις,
10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, 70 φούστες, 20 παραντάρια και πολλά καΐκια, με
τη συνολική ισχύ να εκτιμάται πως έφτανε τις 150 μονάδες, υπό την ηγεσία ενός
Βούλγαρου εξωμότη, του Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου. Σημειώνεται πως ο Γεώργιος Φραντζής
ή Σφραντζής ανεβάζει τους αριθμούς, στα «420 ιστία» όσον αφορά στον στόλο, και
στις 258.000 άνδρες στα στρατεύματα ξηράς.
Όσον αφορά στην ισχύ των
δυνάμεων των υπερασπιστών της Πόλης, σύμφωνα με τον Σφραντζή- που είχε αναλάβει
το καθήκον της καταγραφής και στρατολόγησης των ανδρών που ήταν σε θέση να
πολεμήσουν, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα- οι πολεμιστές ανέρχονταν στους
4.973, χωρίς τους ξένους, «που ήταν μόλις δύο χιλιάδες». Το κύριο μέσον της
προστασίας του λιμανιού ήταν η τεράστια αλυσίδα που απέκλειε το στόμιό του, ώστε
να εμποδίζει την επίθεση του εχθρικού στόλου. Πίσω από αυτήν βρίσκονταν τα
λιγοστά πλοία: «τρία από τη Λιγουρία, ένα από την Καστίλλη της Ιβηρίας, από την
Προβηγκία της Γαλλίας, τρία από την Κρήτη – ένα από την πόλη που ονομάζεται
Χάνδακας, και δύο από την Κυδωνία- και όλα ήταν καλά προετοιμασμένα, σε πολεμική
παράταξη. Έτυχαν, επίσης, εκεί και τρεις μεγάλες εμπορικές τριήρεις των Ενετών,
τις οποίες οι Ιταλοί συνήθιζαν να αποκαλούν «γρόσσες» ή καλύτερα «γαλεάτσες»,
ενώ υπήρχαν παραταγμένες και άλλες ταχύπλοες τριήρεις, προς φύλαξη και
εξυπηρέτηση των εμπορικών» γράφει ο Σφραντζής.
Σημαντικό τμήμα της
βυζαντινής άμυνας ήταν το σώμα του Γενοβέζου Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο: 700
εμπειροπόλεμοι στρατιώτες, που κατέφθασαν με δύο γενοβέζικα πλοία. «Όταν ο
βασιλιάς τον είδε επιδέξιο στα πάντα, τον διόρισε δήμαρχο και στρατηγό...και του
έδωσε την εξουσία να διοικεί και να φροντίζει και για άλλα αναγκαία στη
διεξαγωγή του πολέμου, ελπίζοντας πολύ σε αυτόν» αναφέρει ο
Σφραντζής.
Όσον αφορά στα θρυλικά τείχη της Πόλης, τα χερσαία –
Θεοδοσιανά- τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, και εκτείνονταν από την
αποβάθρα των Πηγών στην Ακτής Προποντίδας ως τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο
το μήκος τους ήταν διπλά, και η κύρια γραμμή άμυνας ήταν το έσω τείχος, ύψους 12
μέτρων και πλάτους πέντε, με 96 πύργους, ύψους 18-20 μέτρων. Το έξω τείχος είχε
8,5 μέτρα ύψος και 2 πλάτος, με 96 πύργους. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες, ενώ
η τάφρος, κατά μήκος του έξω τείχους είχε πλάτος 19-21 μέτρα και το βάθος της
ήταν περίπου 10 μέτρα. Η ακτογραμμή της πόλης προστατευόταν από τα θαλάσσια
τείχη.
Ο Μιγιάτοβιτς γράφει ότι το εξωτερικό τείχος είχε επισκευαστεί από
τον Ιωάννη Παλαιολόγο κάποια στιγμή μεταξύ του 1433 και του 1444, ωστόσο το
εσωτερικό δεν είχε επισκευαστεί για αιώνες. Η κατάσταση των τειχών γενικότερα
θεωρούνταν κακή, στο σημείο που, όπως γράφει, οι υπερασπιστές φοβούνταν να
τοποθετήσουν πάνω του βαριά κανόνια.
Όσον αφορά στο βυζαντινό πυροβολικό,
ήταν πολύ περιορισμένο σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως τις
πρώτες ημέρες της πολιορκίας, και στη συνέχεια σίγησε, λόγω έλλειψης πυρίτιδας,
αλλά και διαφωνιών όσον αφορά στη χρήση του.
Συνολικά, γράφει ο
Μιγιάτοβιτς, ο Παλαιολόγος, με μια βιαστικά συγκεντρωμένη δύναμη, επτά, το πολύ
9.000 ανδρών, έπρεπε να υπερασπιστεί την Πόλη εναντίον ενός πολλαπλάσιου
στρατού, με βαρύ πυροβολικό. «Ο Τετάλντι αναφέρει ότι υπήρχαν 25.000 με 30.000
άνδρες ικανοί να φέρουν όπλα, όμως μόλις 6.000 με 7.000 μαχητές. Η αναφορά του
αυτή επιβεβαιώνει με εντυπωσιακό τρόπο τα λεγόμενα του
Σφραντζή».
Σύμφωνα με τον Μιγιάτοβιτς, ο Παλαιολόγος είχε
εγκαταστήσει το στρατηγείο του στον ναό του Αγίου Ρωμανού, κοντά στην ομώνυμη
πύλη, έχοντας υπό τις διαταγές του 3.000 εκ των πλέον εμπειροπόλεμων στρατιωτών.
Στα δεξιά της πύλης του Αγίου Ρωμανού ήταν η πύλη Χαρσία, την οποία φύλαγε μικρή
δύναμη υπό τη διοίκηση του Θεοδώρου της Καρύστου. Το κομμάτι των τειχών από εκεί
μέχρι την πύλη του Ξυλοκέρκου υπερασπίζονταν τρία αδέλφια από τη Γένοβα, ο
Πάολο, ο Αντόνιο και ο Τρωίλος Μποκιάρντι, ενώ την άμυνα του τμήματος όπου
βρισκόταν το Παλάτι των Βλαχερνών είχε αναλάβει ο Ενετός βαΐλος (πρέσβης/
αντιπρόσωπος) Τζιρόλαμο Μινόττο. Το τμήμα βορειότερα, όπου δεν υπήρχε τάφρος,
επονομαζόταν Καλιγαρία, και είχε αναλάβει την υπεράσπισή του ο Γερμανός
μηχανικός Γιοχάνες Γκραντ, ενώ το ακρωτήριο της ακρόπολης υπερασπιζόταν ο
καρδινάλιος Ισίδωρος, λεγάτος του Πάπα. Στα αριστερά της θέσης του Αγίου Ρωμανού
ήταν η πύλη της Σηλυβρίας, προστατευόμενη από δυνάμεις υπό τον Θεόφιλο
Παλαιολόγο, με την ενίσχυση του Μαουρίτσιο Καττανέο και του Νικολό Μοντσενίγο.
Στην επόμενη πύλη διοικούσε ο Φαμπρίτσιο Κορνάρο, ενώ ο Φίλιππος Κονταρίνι, με
200 Ιταλούς τοξότες βρισκόταν στο Επταπύργιον και ο Τζιάκομο Κονταρίνι ήταν στην
πύλη του Κοντοσκαλίου. Ο διεκδικητής του οθωμανικού θρόνου, Ορχάν, είχε το
λιμάνι του Ελευθερίου και ο Καταλανός Δον Περέ Χούλια βρισκόταν στα τείχη κάτω
από τον Ιππόδρομο. Ο Λουκάς Νοταράς διοικούσε όλο το τμήμα από την Ακρόπολη
μέχρι την πύλη του Κυνηγού, κατά μήκος του Χρυσού Κέρατος και στην είσοδο του
λιμανιού βρισκόταν πύργος τον οποίο επάνδρωνε ο Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο με δύναμη
πενήντα ανδρών. Εφεδρεία στο κέντρο της πόλης, κοντά στον ναό των Αγίων
Αποστόλων, ήταν ένα σώμα 700 ανδρών, στρατολογηθέντων από μοναστήρια, υπό τον
Δημήτριο Καντακουζηνό και τον Νικηφόρο Παλαιολόγο. Επίσης, μέσα στο λιμάνι
υπήρχε ναυτική δύναμη υπό τον Αλβίζο Ντιέντο.
Σημειώνεται ότι στο προάστιο
του Γαλατά, στην άλλη πλευρά του Χρυσού Κέρατος, υπήρχε περιτειχισμένη κοινότητα
Γενοβέζων, που τήρησε ουδέτερη στάση.
Οι μάχες
αρχίζουν
Η πολιορκία άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη
πρότασης του Μωάμεθ Β' για παράδοση της Πόλης.
«Ο πόλεμος δεν σταματούσε
ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα, οι συμπλοκές, οι συρράξεις, οι ακροβολισμοί, καθώς
ο αμηράς έλπιζε ότι εφόσον εμείς ήμασταν λίγοι και πολύ αποκαμωμένοι, εύκολα θα
καταλάμβανε την Πόλη, οπότε δεν μας άφησε καθόλου να ξεκουραστούμε» γράφει ο
Σφραντζής.
Όπως αναφέρει ωστόσο, «ήταν αξιοθαύμαστο το ότι, όντας χωρίς
πολεμική εμπειρία, νικούσαμε, ενώ καταφέρναμε πράγματα υπεράνω των δυνάμεών μας,
εξαιτίας της μεγαλοψυχίας και της γενναιότητάς μας. Εκείνοι γέμιζαν τις τάφρους
καθ'όλη την ημέρα, ενώ εμείς ανεβάζαμε από μέσα τους τα υλικά και τα ξύλα
καθ'όλη τη νύχτα, οπότε τα ορύγματα των τάφρων παρέμεναν όπως ήταν και
πρωτύτερα. Τους πύργους που χαλούσαν τους επισκευάζαμε αμέσως, χρησιμοποιώντας
καλάθια και ξύλινα δοχεία οίνου και άλλα ξύλινα αντικείμενα γεμάτα με χώμα».
Παράλληλα, ήταν σε εξέλιξη εργασίες υπονόμευσης των τμημάτων των τειχών στα
σημεία όπου το έδαφος προσφερόταν για κάτι τέτοιο, ενώ πραγματοποιήθηκαν και οι
πρώτες – ανεπιτυχείς- επιθετικές ενέργειες του οθωμανικού στόλου. Ο κύριος
βομβαρδισμός φαίνεται ότι άρχισε κατά τις 11 με 12 Απριλίου, αρχίζοντας με βολή
του «τέρατος» του Ουρβανού. Όσον αφορά στις επιχειρήσεις υπονόμευσης των τειχών,
ο Σφραντζής αναφέρει ότι «κάποιος Ιωάννης Γερμανός» (μάλλον αναφερόμενος στον
Γιοχάνες Γκραντ), έμπειρος στις πολεμικές τεχνικές και στη χρήση του υγρού
πυρός, αντιλήφθηκε τις επιχειρήσεις και έσκαψε άλλη τρύπα, αντίθετης φοράς, την
οποία γέμισε με υγρό πυρ, κατακαίοντας τους Οθωμανούς σκαπανείς. Παράλληλα, ο
Μωάμεθ προέβαινε και σε άλλες ενέργειες, όπως η κατασκευή ενός μεγάλου
πολιορκητικού πύργου (ελέπολις) κ.α., ενώ παράλληλα διεξάγονταν επιχειρήσεις
περιμετρικά της πόλης, όπως η κατάληψη δύο φρουρίων εκτός της Κωνσταντινούπολης
(Θεράπειο και Στουδίου), καθώς και των Πριγκιπονησίων.
Ο
Σφραντζής δίνει μια ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα της μάχης.
«Πρώτα λοιπόν με
εκείνο το φοβερό τηλεβόλο χτύπησαν σφοδρά και έριξαν στο έδαφος τον πύργο που
βρισκόταν δίπλα στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, κι ευθύς έσυραν το ίδιο τηλεβόλο
και το έστησαν επάνω από το όρυγμα, οπότε η μάχη και η συμπλοκή έγινε φοβερή και
φρικαλέα. Ξεκίνησε πριν από την ανατολή του ήλιου και κράτησε για ολόκληρη την
ημέρα. Πότε λοιπόν αγωνίζονταν δυνατά στη συμπλοκή και στη σύρραξη, πότε έριχναν
στην τάφρο τα ξύλα, τα άλλα υλικά και τα χώματα που υπήρχαν μέσα στην
ελέπολη...οι δικοί μας τους παρεμπόδιζαν γενναία και πολλές φορές τους
κατακρήμνιζαν από τις κλίμακες και κατέκοψαν μερικές ξύλινες κλίμακες και
καρτερικά οι εχθροί αποκρούστηκαν πολλές φορές μέσα σ'εκείνη την ημέρα».
Άξιον αναφοράς ήταν το ότι, ενώ το οθωμανικό πυροβολικό σφυροκοπούσε τα
τείχη, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τα δικά
τους κανόνια- ούτως ή άλλως κατά πολύ μικρότερα των οθωμανικών, καθώς
διαπιστώθηκε ότι προκαλούνταν ζημιές στα ίδια τα τείχη (Νίκος Νικολούδης, «Η
άλωση της Κωνσταντινούπολης»).
Στις 12 Απριλίου κατέφθασε ο οθωμανικός στόλος
από την Καλλίπολη, αγκυροβολώντας στο Διπλοκιόνιο. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς,
ανάμεσα στις 12 και τις 18 του μήνα δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο, αν και ο
βομβαρδισμός συνεχιζόταν ασταμάτητος (σημειώνεται πως σοβαρές ζημιές υπέστη και
το κανόνι του Ουρβανού). Ωστόσο, είχε μειωθεί η αποτελεσματικότητά του, λόγω
ελλιπούς στόχευσης.
«Και τα δύο μέρη εκτόξευαν βέλη και πυροβολούσαν με
μακριά και βαριά αρκεβούζια. Αυτά τα αρκεβούζια ήταν σπάνιο είδος και ούτε οι
Τούρκοι ούτε οι Έλληνες είχαν αρκετά. Και πάλι όμως, οπως κατηγορηματικά
αναφέρει ο Μπάρμπαρο, οι Έλληνες είχαν περισσότερα από τους Τούρκους. Οι
περισσότεροι από τους στρατιώτες που τα χειρίζονταν ήταν τοποθετημένοι στην πύλη
του Αγίου Ρωμανού, όπου είχαν συγκεντρωθεί επίλεκτοι άνδρες υπό τις διαταγές του
Ιουστινιάνη, για να πολεμήσουν κάτω από το βλέμμα του αυτοκράτορα».
Σε
γενικές γραμμές, το πρώτο διάστημα η άμυνα διεξαγόταν με επιτυχία. Στις 18
Απριλίου έλαβε χώρα μεγάλη επίθεση στο Μεσοτείχιο- ωστόσο, όπως γράφει ο Στίβεν
Ράνσιμαν στο «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453», η αριθμητική υπεροχή των
Οθωμανών δεν μέτρησε καθόλου, καθώς το σημείο ήταν στενό, ενώ οι Βυζαντινοί
στρατιώτες διέθεταν ανώτερη θωράκιση και πάνω από όλα τις ηγετικές ικανότητες
του Ιουστινιάνη. Η επίθεση αποκρούστηκε επιτυχώς, με βαριές απώλειες για τους
επιτιθέμενους. Ακόμη, στις 20 Απριλίου έλαβε χώρα ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα
επεισόδια της πολιορκίας: Η διάσπαση του κλοιού από μικρή δύναμη πλοίων υπό τον
Φλαντανελά.
Ο Σφραντζής περιγράφει: «Ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη
πολιορκούνταν, τρία πλοία της Λιγουρίας (Γένοβας) φορτώθηκαν στην Χίο, έπεσαν σε
βολικό άνεμο και κατέπλευσαν προς εμάς. Καθώς έρχονταν, συνάντησαν καθ'οδόν και
ένα άλλο βασιλικό πλοίο, από τη Σικελία, που ερχόταν φορτωμένο με σιτάρι. Κάποια
νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη. Το πρωί, όταν οι τριήρεις του αμηρά, που φύλαγαν
την περιοχή, αντιλήφθηκαν τα πλοία, όρμησαν με χαρά εναντίον τους...αφού
πλησίασαν και και άρχισε η ναυμαχία...αρχικά έπλευσαν με αλαζονεία εναντίον του
βασιλικού πλοίου, το οποίο τα υποδέχτηκε πολύ άσχημα, προσβάλλοντάς τα εξαρχής
με τηλεβόλα και βέλη και πέτρες....ο αμηράς, θεωρώντας ότι ένας τόσο καλά
εξοπλισμένος και τόσο μεγάλος στόλος δεν κατάφερνε τίποτα αξιόλογο, αλλά μάλλον
υστερούσε, έτριζε τα δόντια του, έβριζε τους δικούς του και τους αποκαλούσε
δειλούς στην καρδιά».
Το βράδυ, τα βυζαντινά πλοία μπόρεσαν να μπουν στο
λιμάνι, γεγονός ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τους πολιορκημένους.
Ο κλοιός στενεύει
Το περιστατικό εξόργισε ιδιαίτερα
τον Μωάμεθ Β' (ο Μπαλτόγλου δέχτηκε 100 ραβδισμούς και έχασε το ένα του μάτι-
επρόκειτο για την ποινή που του επιβλήθηκε για την ταπείνωση, αφού ο σουλτάνος
ανακάλεσε την αρχική απόφαση θανάτωσής του) η απάντηση του οποίου ήταν άμεση:
Μέσω της κατασκευής ξύλινης εξέδρας και της χρήσης τροχών, τα οθωμανικά πλοία
προσπέρασαν από την στεριά την αλυσίδα, διεισδύοντας στον Κεράτιο Κόλπο. Ο
αριθμός των πλοίων που πέρασαν με αυτόν τον τρόπο κυμαίνεται από 20 μέχρι 80, με
τον Μιγιάτοβιτς να καταλήγει στα 30. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για ένα
ιδιαίτερα αποκαρδιωτικό γεγονός για τους πολιορκημένους, ειδικά μετά την
αναπτέρωση του ηθικού από το κατόρθωμα του Φλαντανελά. «Όμως ο αυτοκράτορας δεν
απελπίστηκε. Αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν η ανάγκη να σταλούν κι
άλλοι άντρες στο βορειοανατολικό τείχος, για να το υπερασπιστούν σε μια
ενδεχόμενη επίθεση σε εκείνο το σημείο».
Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες, ενώ στο
εσωτερικό της πόλης γινόταν όλο και πιο αισθητή η έλλειψη τροφίμων και οι
υπερασπιστές κουράζονταν από την έλλειψη τροφίμων. Ακόμη, διαμάχες σημειώνονταν
μεταξύ Ενετών και Γενουατών, καθώς οι πρώτοι κατηγορούσαν τους δεύτερους για
συνεργασία με τον εχθρό, λόγω της στάσης των Γενουατών στον Γαλατά. Πολλοί ήταν
αυτοί που συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να διαφύγει, πρόταση που ο Παλαιολόγος
απέρριπτε. Ένα σχέδιο για την πυρπόληση των οθωμανικών πλοίων που βρίσκονταν
πλέον μέσα στον Κεράτιο απέτυχε, καθώς προδόθηκε στο στρατόπεδο των πολιορκητών,
από κάποιον Φαγιούτσο.
Η επόμενη μεγάλη επίθεση έλαβε χώρα, όπως γράφει
ο Μιγιάτοβιτς, επικαλούμενος Σλάβο χρονικογράφο της πολιορκίας (Σλαβικό
Χρονικό), την 1η Μαΐου, μετά από επικέντρωση πυρών πυροβολικού σε συγκεκριμένο
σημείο των τειχών, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία εν τέλει αποκρούστηκε
μετά από σκληρή μάχη. Οι επόμενες ημέρες χαρακτηρίστηκαν από ανταλλαγές πυρών,
χωρίς να λαμβάνει χώρα κάποια γενικευμένη επίθεση. Σημειώνεται ότι, στο μεταξύ,
κυκλοφορούσε στο εσωτερικό της Πόλης η φήμη περί ενισχύσεων από τη Δύση, και
ειδικότερα από τη Νάπολη και τη Βενετία, που ο αυτοκράτορας φρόντισε να
ενισχύσει αποστέλλοντας μικρό πλοίο για να ζητήσει βοήθεια. Τη νύχτα της 4ης
προς την 5η Μαΐου έλαβε χώρα μια ακόμα ανεπιτυχής προσπάθεια καταστροφής των
οθωμανικών πλοίων στον Κεράτιο και στις 6 Μαΐου έλαβε χώρα σκληρότατο
σφυροκόπημα των θέσεων στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία διήρκεσε και τη
νύχτα και την επόμενη ημέρα, και ακολουθήθηκε από έφοδο το βράδυ της 7ης Μαΐου.
Στην απόκρουση της επίθεσης πρωτοστάτησε ο Ιουστινιάνης, καθώς και ένας
φημισμένος στρατιωτικός, ο Ραγκαβής, επικεφαλής ελληνικού σώματος. Ο Ραγκαβής,
αναφέρει ο Σλάβος χρονικογράφος τον οποίο επικαλείται ο Μιγιάτοβιτς, απώθησε
τους Οθωμανούς από ρήγμα και ήρθε αντιμέτωπος με τον Αμίρ Μπέη, τον οποίο και
«έκοψε στα δύο», για να σκοτωθεί όμως από τους υπόλοιπους Οθωμανούς στρατιώτες.
Στις 8, 9, 10 και 11 Μαΐου συνεχίστηκαν οι βομβαρδισμοί, ενώ στην Πόλη η
απογοήτευση αυξανόταν. Στις 12 του μήνα, τα οθωμανικά κανόνια άνοιξαν ρήγμα στα
τείχη της συνοικίας των Βλαχερνών, που ακολουθήθηκε από επίθεση που αποκρούστηκε
με δυσκολία. Ακολούθησε πρόταση για έξοδο υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα, με
σκοπό την αναπτέρωση του ηθικού αλλά και τη συγκέντρωση προμηθειών. Όσο ήταν υπό
συζήτηση η συγκεκριμένη πρόταση, στην οποία αντιτάχθηκαν ο Λουκάς Νοταράς και ο
έπαρχος της Πόλης, Νικόλαος Γουδέλης, κατέφθασε αγγελιοφόρος ο οποίος ενημέρωσε
το πολεμικό συμβούλιο ότι οι Οθωμανοί βρίσκονταν στα τείχη πίσω από τη συνοικία
των Βλαχερνών. Για την απόκρουση της επίθεσης έσπευσε επί σκηνής ο ίδιος ο
αυτοκράτορας, ο οποίος και απέκρουσε τους εισβολείς, οι οποίοι είχαν καταφέρει
να μπουν στο εσωτερικό της πόλης. «Αν δεν είχε φτάσει ο αυτοκράτορας με βοήθεια,
εκείνη τη νύχτα θα βλέπαμε την τελική καταστροφή μας» σημειώνει ο Σλάβος
χρονικογράφος.
Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες. Στις 18
Μαΐου έλαβε χώρα επίθεση με πολιορκητικό πύργο (ελέπολη) στη Χαρσία Πύλη. Το
βράδυ της ημέρας εκείνης, ο αυτοκράτορας και ο Ιουστινιάνης κατάφεραν, με μια
παράτολμη επιχείρηση, να πυρπολήσουν τον πύργο, προκαλώντας- σύμφωνα με τον
Μιγιάτοβιτς- ακόμα και τον θαυμασμό του ίδιου του Μωάμεθ του Β', ο οποίος στις
21 Μαΐου (ή στις 23) έστειλε πρέσβη στην Πόλη, ζητώντας την παράδοσή της και
υποσχόμενος ότι θα επέτρεπε στον αυτοκράτορα να αποχωρήσει με τα υπάρχοντά του,
αναγνωρίζοντάς τον ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Εκεί ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
έδωσε την απάντηση η οποία έμελλε να μείνει στην ιστορία:
Ακολούθησε
πολεμικό συμβούλιο στο οθωμανικό στρατόπεδο και ορίστηκε μεγάλη επίθεση για τη
νύχτα της 29ης Μαΐου.
Η τελική επίθεση και η Άλωση της
Κωνσταντινούπολης
Οι υπερασπιστές της πολιορκημένης Πόλης είχαν
αντιληφθεί πως επίκειται μεγάλη επίθεση, ενώ επίσης και στο οθωμανικό στρατόπεδο
κυκλοφορούσαν φήμες περί κήρυξης πολέμου από τους Ούγγρους και επίθεσης ισχυρής
ουγγρικής δύναμης υπό τον Ιωάννη Ουνιάδη στην Αδριανούπολη, αλλά και επίθεσης
λατινικού στόλου στα Δαρδανέλλια. Στις 27 Μαΐου, σε συμβούλιο, ο Χαλίλ Πασάς,
Μέγας Βεζίρης- ο οποίος γενικότερα ήταν της άποψης ότι ο κίνδυνος ήταν
μεγαλύτερα από τα οφέλη του όλου εγχειρήματος της πολιορκίας- επιχειρηματολόγησε
υπέρ της επίλυσης της πολιορκίας, έχοντας απέναντί του τον πιο σκληροπυρηνικό
Ζαγανό. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, η απόφαση του σουλτάνου ήταν να γίνει η
επίθεση και να αποσυρθεί εάν δεν πετύχαινε. Στις 28 Μαΐου έγινε η τελευταία
χριστιανική ακολουθία στην Αγία Σοφία, με τον αυτοκράτορα να προτρέπει σε έναν
πύρινο λόγο τον λαό να αντισταθεί γενναία.
«Αφήνω
μόνον, το ταπεινωμένο σκήπτρο μου στα χέρια σας, για να το φυλάξετε με καλή
διάθεση. Σας παρακαλώ και για κάτι άλλο, και προσεύχομαι στην αγάπη σας, ώστε να
δείξετε την πρέπουσα τιμή και υποταγή στους στρατηγούς και τους δημάρχους και
στους εκατοντάρχους σας, καθένας κατά την τάξη του και το τάγμα του και την
υπηρεσία του. Και να γνωρίζετε και τούτο: εάν με την καρδιά σας τηρήσετε όσα σας
πρόσταξα, ελπίζω στον Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του.
Στην συνέχεια, απομένει για εμάς και ο ουράνιος αδαμάντινος στέφανος, καθώς και
η εγκόσμια αιώνια και άξια ανάμνηση» κατέληξε ο λόγος, όπως τον μεταφέρει ο
Σφραντζής.
Ο αυτοκράτορας επέστρεψε στη θέση του, στην πύλη του Αγίου
Ρωμανού, και η επίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ, μεταξύ 01.00 και 02.00. Η επίθεση
εκδηλώθηκε από τρεις πλευρές συγχρόνως. Το πρώτο κύμα επίθεσης, που απαρτιζόταν
από ατάκτους κυρίως, αποκρούστηκε μετά από σκληρή μάχη που διήρκεσε μία ώρα.
Ακολούθησε το δεύτερο, που απαρτιζόταν από μισθοφόρους, επαγγελματίες στρατιώτες
και οι υπερασπιστές της πύλης του Αγίου Ρωμανού, οι οποίοι πολεμούσαν πάνω από
δύο ώρες, άρχισαν να κλονίζονται- ωστόσο ο αυτοκράτορας κάλεσε ενισχύσεις, και
στο σημείο έσπευσαν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, με
αποτέλεσμα ξανά την απώθηση των Οθωμανών- με τον αυτοκράτορα να εμψυχώνει τους
πολεμιστές του, καθώς έβλεπε τους πολιορκητές να χάνουν τη θέλησή τους για μάχη.
«Για τ'όνομα του Θεού, δείξτε γενναιότητα! Βλέπω τον εχθρό να υποχωρεί άτακτα!Αν
θέλει ο Θεός, η νίκη θα είναι δική μας!», ήταν η παραίνεσή του, όπως γράφει ο
Μιγιάτοβιτς. Το τρίτο κύμα απαρτιζόταν από τις πλέον εμπειροπόλεμες μονάδες του
οθωμανικού στρατεύματος: Τους γενίτσαρους και τους σπαχήδες.
Ο Σφραντζής
περιγράφει τις τελευταίες δραματικές στιγμές, που έκριναν τη μάχη:
«Όταν η
δική μας παράταξη άρχισε να κάμπτεται, ξεπήδησαν μπροστά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος
και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, άνδρες άριστοι, και νίκησαν τους Αγαρηνούς, τους
έδιωξαν από τα τείχη, κακήν κακώς τους κατακρήμνισαν και τους
διασκόρπισαν...εκεί βρέθηκε έφιππος και ο βασιλιάς, δίνοντας θάρρος και
εξεγείροντας τους στρατιώτες ώστε να μάχονται με προθυμία...και ενώ αυτά έλεγε ο
βασιλιάς, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, που ήταν και στρατηγός, πληγώθηκε στα σκέλια,
στο δεξί πόδι, από ένα βέλος τόξου...έφυγε από εκεί όπου βρισκόταν...ο βασιλιάς
του είπε πολλά, αλλά εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο πέρασε στον Γαλατά και εκεί
πέθανε ντροπιασμένος, μέσα στην πίκρα και στην περιφρόνηση» (σύμφωνα με άλλες
αναφορές, ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε από αρκεβούζιο, και υποσχέθηκε στον
Παλαιολόγο – ο οποίος παρατήρησε ότι το τραύμα του δεν ήταν τόσο σοβαρό, και
έκπληκτος τον ρώτησε τι κάνει: «αδελφέ, γιατί το έκανες αυτό; Γύρισε στη θέση
σου, δεν είναι τίποτε αυτή η πληγή!»- ότι θα επέστρεφε στη θέση του μόλις
φρόντιζε το τραύμα. Κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν ότι δεν πέθανε στον Γαλατά,
αλλά στη Χίο).
Η σύγχυση που επέφερε στους υπερασπιστές της Πόλης ο
τραυματισμός του Ιουστινιάνη έδωσε θάρρος στους Οθωμανούς, οι οποίοι
πραγματοποίησαν νέα έφοδο, κερδίζοντας τα τείχη. «Έγινε τόσο μεγάλο το πλήθος
των εχθρών που ανέβηκε πάνω, ώστε διασκόρπισε τους δικούς μας...έτσι είχαν τα
πράγματα όταν από μέσα και από έξω και από τα μέρη του λιμανιού ακούστηκε κάποια
φωνή: “έπεσε το φρούριο και πάνω στους πύργους έστησαν τα εμβλήματα και τις
σημαίες τους!” Αυτή η φωνή έτρεψε σε φυγή τους δικούς μας και έδωσε θάρρος στους
εχθρούς».
Επρόκειτο για το γνωστό «εάλω η Πόλις» - και
κάπου εδώ υπεισέρχεται και η ιστορία της Κερκόπορτας, η οποία φέρεται να είχε
χρησιμοποιηθεί για εξόδους/ επιδρομές εναντίον των πολιορκητών και, αν και είχε
φρουρούς, είχε ξεχαστεί ανοιχτή. Κατά την επίθεση, φέρεται να βρέθηκε από μια
ομάδα Οθωμανών στρατιωτών, οι οποίοι μπήκαν, σκότωσαν τους φρουρούς και
κατέλαβαν τον κοντινότερο πύργο, προκαλώντας πανικό, ενώ ταυτόχρονα έμπαιναν και
άλλοι εισβολείς μέσα, που προσπάθησε να σταματήσει μάταια ο Λουκάς Νοταράς.
«Όταν τα είδε αυτά ο δυστυχής βασιλιάς και αφέντης μου, με δάκρυα
παρακαλούσε τον Θεό και προέτρεπε τους στρατιώτες να δείξουν μεγαλοψυχία. Δεν
υπήρχε όμως καμιά ελπίδα συνδρομής ή βοήθειας. Κέντρισε, τότε, τον ίππο του και
καλπάζοντας έφτασε στο σημείο από όπου ερχόταν το πλήθος των ασεβών και από την
πρώτη συμπλοκή κατακρήμνισε τους ασεβείς από τα τείχη, γεγονός που ήταν παράξενο
και θαυμάσιο για όσους έτυχε να βρεθούν εκεί και να το δουν. Βρυχώμενος σαν
λιοντάρι και κρατώντας το γυμνό ξίφος στο δεξί χέρι του κατέσφαξε πολλούς από
τους εχθρούς, ενώ το αίμα έρρεε σαν ποτάμι από τα πόδια του και τα χέρια του»
γράφει ο Σφραντζής, εξιστορώντας τις τελευταίες στιγμές του τελευταίου
αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- και μνημονεύοντας παράλληλα τα
ανδραγαθήματα και άλλων μαχητών, όπως του δον Φραγκίσκο Τολέδο, του Ιωάννη
Δαλμάτη και του Παύλου και του Τρωίλου, των Ιταλών αδελφών.
«Έτσι λοιπόν
οι εχθροί κυρίευσαν όλη την Πόλη».
Το
τέλος μιας αυτοκρατορίας
Ακολούθησαν εκτεταμένες λεηλασίες και
σφαγές, με τον ιστορικό Κριτόβουλο, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, να
αναφέρει ότι δεν υπήρξε οίκτος και η Πόλη ερημώθηκε, καθώς ο Μωάμεθ Β' – ο πλέον
Πορθητής- άφησε τα στρατεύματά του για ένα διάστημα να επιδοθούν σε πλιάτσικο ως
ανταμοιβή για την κατάκτηση της Πόλης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για
την Πόλη η οποία προοριζόταν για πρωτεύουσα μιας νέας αυτοκρατορίας, οπότε μετά
την Άλωση, ο ίδιος έλαβε μέτρα για την αναζωογόνησή της. Η Κωνσταντινούπολη-
«Ισταμπούλ» πλέον, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα παρέμενε πρωτεύουσα, ενός
νέου κράτους, ως το 1922, ενώ η Άλωση θα έμενε χαραγμένη στις μνήμες και τις
παραδόσεις του Ελληνισμού, τόσο σε επίπεδο ιστορίας, όσο και πέρα από αυτήν, με
τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να αναδεικνύεται σε μια αθάνατη,
περιτριγυρισμένη από τις ομίχλες του θρύλου, φιγούρα- αυτήν του Μαρμαρωμένου
Βασιλιά, ο οποίος επέλεξε να μην εγκαταλείψει την αυτοκρατορία του την ύστατη
στιγμή της και περιμένει την ώρα και στιγμή που θα φτάσει το πλήρωμα του χρόνου
για να την αναστήσει.