Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Πανηγύρι στο Βραδέτο Ζαγορίου. Ταξίδι στην καρδιά της παράδοσης. ΒΙΝΤΕΟ

Ένα αξέχαστο πανηγύρι στο Βραδέτο Ιωαννίνων

Την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024, το γραφικό χωριό Βραδέτο στα Ζαγοροχώρια πλημμύρισε από ήχους, χρώματα και κέφι, καθώς πραγματοποιήθηκε το ετήσιο παραδοσιακό πανηγύρι του.
Η ημέρα ξεκίνησε με κατάνυξη, καθώς οι κάτοικοι και οι επισκέπτες παρακολούθησαν τη θεία λειτουργία στον ιερό ναό του χωριού. Στη συνέχεια, η πλατεία του χωριού μετατράπηκε σε ένα μεγάλο χορευτικό πάλκο, όπου όλοι ενώθηκαν στον ρυθμό της παραδοσιακής μουσικής.
Την ορχήστρα που ξεσήκωσε το πλήθος αποτελούσαν οι εξαιρετικοί μουσικοί: Γιώργος Γκούβας και Φώτης Παπαζήκος στο τραγούδι, Γιώργος Τσουμάνης στο κλαρίνο, Κώστας Καραπάνος στο βιολί, Μάριος Τούμπας στο λαούτο και Γιώργος Ζούμπας στο ντέφι. Οι μελωδίες τους ταξίδεψαν τους παρευρισκόμενους σε άλλες εποχές, ενώ ταυτόχρονα τους έδωσαν την ευκαιρία να γιορτάσουν το παρόν με χορό και τραγούδι.

Επισκέπτες από κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλά και ταξιδιώτες που βρέθηκαν στην περιοχή, έγιναν ένα με τους κατοίκους του Βραδέτου, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ζεστής φιλοξενίας και γνήσιας διασκέδασης.

Το πανηγύρι στο Βραδέτο δεν ήταν απλώς μια εκδήλωση, αλλά μια εμπειρία που αναβίωσε την παράδοση, ένωσε τους ανθρώπους και χάρισε σε όλους αξέχαστες στιγμές.

Παραγωγή: Greek Village Life


Ποιος ήταν ο Γιουσουρούμ και γιατί το όνομά του ταυτίστηκε με το παζάρι στο Μοναστηράκι

Είναι πολύ συχνό φαινόμενο, ολόκληρες περιοχές να παίρνουν - με το πέρασμα των χρόνων - το όνομά τους είτε από κάποια οικογένεια που κατοικούσε στο σημείο είτε από κάποιον που είχε δραστηριότητα εκεί. Στην Αθήνα τουλάχιστον τα παραδείγματα είναι πολλά με πιο γνωστά ίσως εκείνα των Εξαρχείων ή του Γουδή. Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με ένα όνομα που δεν συνδέθηκε μόνο με μία περιοχή αλλά έφτασε να γίνει ταυτόσημο με τα υπαίθρια παζάρια. Γιουσουρούμ.

«Ξεπουληθήκατε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ» έγραφε και τραγουδούσε ο Άσιμος σε μία από τις περιβόητες κασέτες τους στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με την έννοια γιουσουρούμ να έχει ταυτιστεί ήδη από τότε με τα παλιατζίδικα στο κέντρο της Αθήνας.

Τα πάντα άρχισαν στον 19ο αιώνα στα χρόνια του Όθωνα, όταν στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Καραϊσκάκη εγκαταστάθηκε ο Εβραίος έμπορος Μποχώρ Ισαάκ Γιουσουρούμ. Εκεί άνοιξε ένα εμπορικό κατάστημα στο οποίο πουλούσε ρούχα και παπούτσια, όλα μεταχειρισμένα, που στη συνέχεια πέρασε στα χέρια του γιου του Νώε. Μάλιστα στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν και άλλα καταστήματα με φθηνά προϊόντα ή ακόμη και παλαιοπωλεία.

Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αθηνάς βρίσκονταν τα πρακτορεία απ' όπου έρχονταν στην Αθήνα από την επαρχεία. Ήταν, δε, συχνό το φαινόμενο, όπως διαβάζουμε στον «Μικρό Ρωμιό», οι επαρχιώτες να ρωτούν πού βρισκόταν το κατάστημα του Γιουσουρούμ, για να αγοράσουν φθηνά μεταχειρισμένα ρούχα. Με την πάροδο του χρόνου η ονομασία καθιερώθηκε για την περιοχή και δεν είναι τυχαίο που ακόμη και σήμερα πολλοί αναφέρουν τα παλιατζίδικα της πλατείας Αβησσυνίας στο Μοναστηράκι, ως γιουσουρούμ.

Όλη η οικογένεια των Γιουσουρούμ ήταν παλαιοπώλες μάλιστα ένα μέλος της, ο Ελία, ήταν και ο πρώτος πρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών, που ιδρύθηκε το 1922.

Η υπαίθρια αγορά στο Μοναστηράκι ή γιουσουρούμ

Από τα αρχαία χρόνια η ευρύτερη περιοχή γύρω από το Μοναστηράκι φιλοξενούσε την κεντρική εμπορική και οικονομική κίνηση της πόλης. Έτσι, κατά τους αρχαϊκούς χρόνους υπήρχε η Αρχαία Αγορά, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους η Ρωμαϊκή αγορά ενώ κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας το Σταροπάζαρο και η Παλαιά Αγορά στην οδό Μητροπόλεως.

Σήμερα, τα περισσότερα καταστήματα στην οδό Ηφαίστου έχουν στραφεί στην πώληση μπρανταρισμένων, καινούργιων προϊόντων ενώ οι υπαίθριοι μικροπωλητές μεταχειρισμένων και παλιών, έχουν περιοριστεί στην πλατεία Αβησσυνίας, μια πλατεία που παζαρεύει αντίκες φορτωμένες με την αίγλη του παρελθόντος.

Σήμερα η υπαίθρια αγορά στο Μοναστηράκι ονομάζεται Υπαίθριο Δημοπρατήριο.

Σπύρος Βασιλείου

reader

https://www.tampouloukia.gr/

Οι Καλαρρύτες στα 1805 και 1814 από τους περιηγητές Leake και Pouqueville

Οι Καλαρρύτες βρίσκονται στις δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο, σε υψόμετρο 1200 μ. Εντάσσονται γεωγραφικά στην περιοχή των Τζουμέρκων. Το κύριο στοιχείο της περιοχής είναι οι ορεινοί όγκοι που περιβάλλουν την κοινότητα, δηλαδή του Περιστερίου (Λάκμος) 2285 μ. και των Τζουμέρκων (Αθαμανικά όρη) 2429 μ. Οι Καλαρρύτες είναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο, σε υψόμετρο 1200 μ.

Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από τον ψυχρό έως δριμύ και παρατεταμένο χειμώνα, σύντομη άνοιξη και από θερμό, πλούσιο σε Βροχές καλοκαίρι, με παρατεταμένο φθινόπωρο. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Καλαρρυτών είναι το ξηρό, χωρίς καθόλου υγρασία, κλίμα τους.


Ιστορική Αναδρομή

Οι δυτικές απόκρημνες πλαγιές της Πίνδου, και οι χαράδρες των παραποτάμων από τους αρχαιοτάτους χρόνους αποτελούν διόδους επικοινωνίας μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου. Πάνω από τη ζώνη των δασών, σε μεγάλο υψόμετρο, υπήρχαν και υπάρχουν εκτεταμένοι ορεινοί βοσκότοποι και κατάλληλες εκτάσεις για νομαδική κτηνοτροφία.

Οι δύο παραπάνω λόγοι ορίζουν και τη μοίρα των κατοίκων της περιοχής, κυρίως την ενασχόληση τους με τη νομαδική κτηνοτροφία. Οι εποχικές μετακινήσεις προσδιορίζουν την οικονομική και κοινωνική τους ζωή. Η νομαδική ζωή από τους αρχαιοτάτους χρόνους ωθεί τους κατοίκους ναεπιλέγουν καλές θέσεις μη μόνιμης εγκατάστασης, αφού είναι υποχρεωμένοι να καλύπτουν εκατοντάδες χιλιόμετρα και να μετακινούνται από τους ορεινούς βοσκότοπους σε παράκτια κυρίως χειμαδιά και αντίστροφα.
Ελληνόφωνοι πληθυσμοί κατοικούν κατά ομάδες και ασχολούνται με τον ημινομαδικό ποιμενισμό, ώστε να μοιάζουν πολύ με τους μεταγενέστερους ελληνόφωνους βλάχους. Οι κάτοικοι επιλέγουν οχυρές θέσεις, μεταξύ των οποίων και τη θέση που σήμερα κατέχουν οι Καλαρρύτες, για τον έλεγχο των εισβολών από την Αθαμανία (Τζουμέρκα) προς την Παρωραία (Βόρεια Πίνδο) ή προς το οροπέδιο των Ιωαννίνων.
Όταν οι επιδρομές των Σλάβων τον 7ο αιώνα θα ερημώσουν τις πεδινές περιοχές στην κεντρική Ελλάδα, οι κάτοικοι θα αναγκαστούν να αναζητήσουν μόνιμη κατοικία στα ορεινά.Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη βυζαντινή οικονομική διάρθρωση, από τον 12ο και 13ο αιώνα.
Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη από τα μέοα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα (1750-1821).
Τα προνόμια εξασφαλίζουν στους κατοίκους καλύτερη ποιότητα ζωής και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων και εμπορικών συναλλαγών, που συμβάλλουν στην πύκνωση του πληθυσμού με την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές.
Στο τέλος τους 18ου αιώνα οργανώνεται ένα πολύ καλό εμπορικό δίκτυο για τα προϊόντα στις ευρωπαϊκές αγορές, που διακινούν κυρίως Καλαρρυτινοί έμποροι. Στην Ιταλία ανοίγουν πολλοί εμπορικοί οίκοι: ο Γεώργιος Δουρούτης στην Αγκώνα και τη Νάπολη, ο αδελφός του Χρ. Δουρούτης στην Τεργέστη, οι αφοί Σταματάκη, οι αφοί Μπαχώμη και ο Κ. Παράσχης στο Λιβόρνο, οι αφοί Τουρτούρη στη Βενετία, η οικογένεια Σγουρού στο Λιβόρνο και στην Ισπανία, οί' αφοί Λάμπρου στη Νάπολη. Εκτός από το εξωτερικό, οι περισσότεροι έχουν και εμπορικά καταστήματα στα Γιάννινα.
Οι φτωχότερες οικονομικά τάξεις ασχολούνται με τη ραπτική. Οι περίφημοι τερζήδες, εφάμιλλοι των γιαννιωτών, κεντούν τις χρυσοποίκιλτες στολές της εποχής για Έλληνες και Τουρκαλβανούς και κατέχουν περίφανη θέση σ'αυτό το επάγγελμα. Παράλληλα ασχολούνται με τη ραπτική της κάπας και μένουν γνωστοί ως καποραφτάδες. Ένα τμήμα του πληθυσμού, που επίσης δεν έχει οικονομικά κεφάλαια για να ασχοληθεί με το εμπόριο, ασχολείται με την ασημουργία. Οικογένειες αργυροχόων όπως των Τσιμούρη στα Ιωάννινα και στους Καλαρρύτες, Μπάφα στη Ζάκυνθο, Παπαγεωργίου και Παπαμόσχου στην Κέρκυρα, Νέσση (Nessi) και Βούλγαρη (Bulgari) στην Ιταλία, είναι μερικές από τις πιο γνωστές έως σήμερα.
Καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η βιοτεχνική δραστηριότητα ακολουθεί πτωτική πορεία με μειωμένη παραγωγή σε ότι έχει σχέση με την κατεργασία του χρυσού και του αργυρού, της κεντητικής και υφαντικής μάλλινων ειδών.
Τα βοσκοτόπια, η μόνιμη και διαχρονική αξία του τόπου, είναι κάποια από τα αίτια που οι κτηνοτρόφοι οδηγούνται και πάλι στην ορεινή κοινότητα τους. Συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους στα θερινά και χειμερινά βοσκοτόπια της Ηπείρου και κυρίως της Θεσσαλίας και ζουν κυρίως από την πώληση των γαλακτοκομικών προϊόντων, σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή με εξαγώγιμα προϊόντα, των δερμάτων, του μαλλιού και του κρέατος των ζώων.
Από την πέτρα του τόπου γεννιέται και η αρχιτεκτονική του χώρου. Η δομή του οικισμού ακολουθεί το γενικό πρότυπο των ορεινών χωριών, που κυριαρχεί στην Ήπειρο με απλές γεωμετρικές γραμμές, προσαρμοσμένη στον ηπειρωτικό χώρο και κλίμα. Το έδαφος διαμορφώνει και αυτό τη μορφή του.
Η γκρίζα πέτρα είναι το κύριο υλικό δόμησης και το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών του χωριού. Χρησιμοποιείται άφθονη για την οικοδόμηση των σπιτιών, τις στέγες, τα δάπεδα στα κατώγια, τις αυλόπορτες και τις αυλές, το στρώσιμο στα καλντερίμια, την κατασκευή σκέπαστρων για τις βρύσες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων μεγάλων οικιών είναι οι πέτρινες καμάρες στο ισόγειο που στηρίζουν το όλο οικοδόμημα.
Την εξωτερική δωρική όψη της οικίας με την πελεκητή πέτρα και τα ξύλινα σενάζια αντισταθμίζουν τα τοξωτά ανοίγματα σε πόρτες και παράθυρα με τα χαρακτηριστικά «κιονό¬κρανα» εκατέρωθεν.
Πέτρινα επίσης κτίζονταν τα αλώνια, οι νερόμυλοι, οι εκκλησίες, και τα μοναστήρια με κυριότερο εκείνο της Κηπίνας λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, Πλαγιά στο μέσον της πλαγιάς του βουνού, που βρίσκεται στα δεξιά του Καλαρρυτινού χειμάρου μέσα σ' ένα άγριο τοπίο. Εκεί υπάρχει και το ομώνυμο σπήλαιο το οποίο θέλησε να επισκεφθεί το 1815 ο γάλλος περιηγητής και πρόξενος Francois Pouqueville ο οποίος τελικά δεν μπόρεσε να εισέλθει σε μεγάλο βάθος.
Το 1805, ύστερα από περιήγηση δεκατεσσάρων ημερών προς τα σουλιωτικά βουνά, ο Leake θα επιστρέψει στα Γιάννενα, όπου θα παραμείνει είκοσι περίπου μέρες. Στις 4 Αυγούστου ξεκίνησε για τους Καλαρρύτες, που μαζί με το Συρράκο ήταν δύο από τα μεγαλύτερα βλαχοχώρια, σε 500 τα υπολογίζει ο Leake, των βουνών της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας. «Το μεγαλύτερο βλαχοχώρι είναι, όπως λένε, το βλαχολίβαδο, κοντά στην Ελασσόνα κι ακολουθεί το Μέτσοβο».
Σ' αυτά τα βλαχοχώρια, γράφει ο περιηγητής, υφαίνονταν οι περίφημες μάλλινες κάπες, περιζήτητες στην Ιταλία και στην Ισπανία. Οι Βλάχοι επιδίδονταν με επιτυχία και στο εμπόριο. «Μοιράζονται με τους Έλληνες το εμπόριο των αποικιακών προϊόντων ανάμεσα σε Ισπανία ή Μάλτα και Τουρκία. Μερικοί ήταν καραβοκυραίοι και ιδιοκτήτες του φορτίου μαζί».

Καλαρρύτες

Οι πλουσιότεροι κάτοικοι ήταν οι έμποροι που έζησαν πολλά χρόνια στην Ιταλία, στην Ισπανία ή στις κτήσεις της Ρωσίας και της Αυστρίας. Ύστερα από μακρόχρονη απουσία ξαναγύριζαν με το συναγμένο βιός τους στα πατρικά κεφαλοχώρια, τα πλούτιζαν κι ως ένα βαθμό βοηθούσαν στον εκπολιτισμό τους. Σπάνια όμως ξαναγύριζαν για μόνιμη εγκατάσταση ως το τέλος της ζωής τους. Δυο τρία βιαστικά ταξίδια και τίποτα άλλο. Οι μεσαίες τάξεις ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο. Επειδή όμως δεν ξενιτεύονταν σε πολύ μακρινούς τόπους γύριζαν πιο συχνά και περνούσαν τα καλοκαίρια στα χωριά τους. Ήταν κυρίως μαγαζάτορες σε τούρκικες πολιτείες, τεχνίτες, οι πιο πολλοί ραφτάδες, και χρυσοχόοι, ασημοδουλευτάδες και χαλκωματάδες. Φημίζονταν για τις πιστόλες και τα μουσκέτα αρβανίτικου τύπου που κατασκεύαζαν. Δούλευαν επίσης με τέχνη τα ασημένια φλιτζάνια του καφέ και κεντούσαν αρβανίτικες φορεσιές. Οι φτωχότεροι νοικοκυραίοι ήταν κυρίως αγωγιάτες ή τσοπαναραίοι.
Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο είχαν πληθυσμό πέντε ως έξι χιλιάδες ψυχές χωρίς τους ξενιτεμένους που υπολογίζονταν στο ένα δέκατο του πληθυσμού. Κάθε χωριό είχε τον έμμισθο γιατρό και δάσκαλο του. Αλλά ο δάσκαλος σπάνια δίδασκε κάτι περισσότερο από τα στοιχειώδη, «γιατί οι αγράμματοι γονείς δε νοιάζονται διόλου να μορφώσουν τα παιδιά τους άχρηστα πράγματα, λένε. Εκτός αν πρόκειται να γίνουν παπάδες. Πραγματικά, τα γράμματα δεν τους πολύ βοηθούν για για την επιτυχία στη ζωή, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται».
Εντύπωση προκάλεσε στο Leake το αρχαίο πνεύμα της ανεξαρτησίας που χαρακτήριζε «τις κατώτερες τάξεις» στους Καλαρρύτες, αλλά και στα άλλα βουνίσια χωριά. Ήταν ένα καθαρά ελληνικό χαρακτηριστικό. Καμιά π.χ δε δεχόταν να γίνει υπηρέτρια. Οι νοικοκυραίοι που δεν ξενιτεύονταν είχαν τις συζύγους και τις θυγατέρες τους για τις δουλειές του σπιτιού.
«Ένας Κερκυραίος γιατρός που εγκαταστάθηκε στο χωριό, δεν έβρισκε για πολύ καιρό γυναίκα να τον περιποιηθεί επειδή συνήθιζε, όταν καλούσε την υπηρέτρια, να χτυπάει ένα κουδούνι.Τα κουδούνια του είπαν είναι για τις προβατίνες και τα τραγιά και όχι για τους ανθρώπους».
Ειρηνικοί άνθρωποι όπως ήταν οι Καλαρρυτινοί, γράφει ο Leake, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την ελευθερία τους. Δεν αντιστάθηκαν ή αντιστάθηκαν λίγο στον Αλή. Και εκείνος τους μεταχειρίστηκε ήπια γιατι το εισόδημα των Καλαρρυτών ανήκει στη βαλιδέ σουλτάνα. Ο Αλής απέφευγε τις περιπλοκές με τους ραγιάδες γιατι φοβόταν μήπως παραπονεθούν στον κεχαγιά της σουλτάνας. Μόλις όμως πάτησε το Σούλι πήρε θάρρος κι΄ ο τόπος άρχισε να υποφέρει από τις αγγαρείες. Κάθε τόσο ζητούσε χωριάτες και ζώα για το κάστρο της Κιάφας. Τα 14.000 πιάστρα που πλήρωναν παλιά οι Καλαρρύτες έγιναν σιγά σιγά 45.000. Τελευταία υποχρεώθηκε το χωριό να μεγαλώσει το δημόσιο χρέος κάπου 100 πουγκιά, που τα δανείστηκε από Γιαννιώτες Τούρκους με τόκο 15%. Ο σπιτονοικοκύρης του Leake λογάριασε πως πλήρωνε 170 πιάστρα το χρόνο άμεσο φόρο, δηλαδή 12-13 λίρες.
Κάθε Πέμπτη και Σάββατο γινόταν στους Καλαρρύτες παζάρι με τα προϊόντα του τόπου και διάφορες πραμάτειες από τα Γιάννενα.
Τα σπίτια ήταν όλα μικρά αλλά καθαρά, συγυρισμένα και καλοεπιπλωμένα σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις για τις ανέσεις του νοικοκυριού. Οι κρεμαστοί κήποι που χώριζαν τα σπίτια ποτίζονταν από ένα σωρό κεφαλάρια. Στο πρώτο πάτωμα των καλαρρυτιώτικων σπιτιών υπήρχε το χειμωνικό. Από πάνω βρισκόταν η κάμαρα υποδοχής με πρωτόγονα βενετσιάνικα τζαμλίκια στα παράθυρα.
Ο Leake κατέγραψε μια παροιμία που αποκαλύπτει την παλιά χωρογραφία της περιοχής: «Κάστρο Βηλιζά, χωριό Ματσούκι, Ακαλαρύτες μαχαλά, Συρράκο πέντε σπίτια».
Ο Leake παρατηρεί ότι η γοργή ανάπτυξη της βιοτεχνίας σ' αυτή τη βουνίσια περιοχή θα μπορούσε να εξασφαλίσει πλούτη και ασφάλεια στους κατοίκους. «Κι όμως δεν χάνουν ευκαιρία να προκαλούν την αρπακτικότητα των τυράνων τους με την αφροσύνη και τη ματαιοδοξία τους, με τις φιλοδοξίες τους, τα πείσματα τους». Ο πασάς παρακολουθούσε με τους σπιούνους του τα πάντα.
Σε επόμενο ταξίδι στη ίδια περιοχή, από τα Γιάννενα ο Leake πραγματοποίησε εκδρομές και συστηματικές εξερευνήσεις σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου.
Ταξιδεύοντας προς τους Καλαρρύτες έφτασε στο μοναστήρι του Αη Γιώργη όπου έσπευσαν να τον προϋπαντήσουν οι Αρχές και οι πρόκριτοι της κομώπολης με επικεφαλή τον κυρ. Κ.Τουρτούρη, που εκπροσωπούσε ως κοτζαμπάσης τον αδερφό του. Τους συνόδευε ο Αλβανός σούμπασης. Προπορευόταν μια ορχήστρα γύφτων μουζικάντηδων, ενώ οι Καλαρυτιώτες κουβαλούσαν ένα ψητό αρνί, κρασί, ψωμί και σαλάτα.
Το τραπέζι στρώθηκε αμέσως. Οι υπηρέτες άπλωσαν ένα πανί καταγής στη γαλαρία του μοναστηριού, έκοψαν το κρέας και το σκόρπισαν εδώ κι εκεί. Μερικοί κάθισαν πάνω σε χαλιά, άλλοι στο λιθόστρωτο. Οι γύφτοι άρχισαν να παίζουν τα όργανα τους. Ήταν τέσσερα νταούλια, δυο μεγάλα και δυο μικρά, δυο βιολιά, ένα είδος όμποε, ένα μεγάλο πνευστό και μια φλογέρα.
Τα τραγούδια που συνόδευαν τους μουσικούς συναγωνίζονταν τα όργανα σε δυσάρεστους διαπεραστικούς ήχους, γράφει ο 'γγλος περιηγητής.
Ύστερα από το γεύμα άρχισαν τα κλέφτικα τραγούδια. Αναφέρονταν στα ηρωικά κατορθώματα των Σουλιωτών και του Κατσαντώνη που σκότωσε τον «περίφημο μπουλούκμπαση Βεληγκέκα». Τα ηρωικά τραγούδια ακολούθησαν τα τραγούδια της αγάπης που συνοδεύονταν με επιφωνήματα «πω ,πω , πω». Ύστερα σηκώθηκε ο Αλβανός σούμπασης κι΄ έσυρε γυμνοπόδαρος το χορό.
Οι Καλαρρύτες είχαν σημειώσει μεγάλη ανάπτυξη μετά υο 1805. Και στα πλούτη και στην καλοζωία. Κάθε χρόνο χτίζονταν καινούρια σπίτια από τους ξενιτεμένους εμπόρους που γύριζαν στη γενέτειρα τους. Οι οικογένειες που είχαν εγγραφεί στα φορολογικά κατάστιχα ήταν 620 και χωρίζονταν σε τρείς κατηγορίες. Της πρώτης πλήρωναν 800 πιάστρα το χρόνο, της δεύτερης 400 και της τρίτης 200. Οι πάμπτωχες οικογένειες απαλλάσσονταν. Κάπου 70.000 πιάστρα (4.000 στερλίνες) συγκέντρωνε ο βεζίρης από τους Καλαρρύτες. Η κωμόπολη είχε δημόσιο χρέος 250 πουγκιά κι έπρεπε, εκτός από τον κανονικό φόρο να πληρώνει και το διάφορο. Όταν ο Αλής ήθελε να ενισχύσει κάποιον ευνοούμενο τον έστελνε μ' ένα μπουγιουρντί στους Καλαρρύτες προστάζοντας τους προεστούς να το δεχθούν, θέλοντας και μη, το δάνειο που τους πρόσφερε ο απεσταλμένος, με υποχρεωτικό τόκο 12%2 .
Το χτίσιμο σπιτιού στους Καλαρρύτες ήταν μια πολύ δαπανηρή υπόθεση. Οι πέτρες μεταφέρονταν από το λατομείο, ένα μίλι μακριά, από γυναίκες-υποζύγια.

kalarrites4

Το ταξίδι του Γάλλου πρόξενου Pouqueville
Στις 29 Αυγούστου του 1814 ο Pouqueville ταξίδεψε στα βλαχοχώρια της Πίνδου γράφει λοιπόν στο πολύτομο περιηγητικό του έργο. Η βιοτεχνία της κάπας, είδος περιζήτητο ανάμεσα στους τσοπαναραίους της Αρβανητιάς και τους ναυτικούς της Αδριατικής, βρισκόνταν σε μεγάλη ακμή. Μέσα σε μισό αιώνα, από το 1760, κατόρθωσαν οι μαγαλοβλαχίτες από τους Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Μέτσοβο, τον Ασπροπόταμο και το Ζαγόρι να δημιουργήσουν αγορές στο εξωτερικό. Για την μεταφορά των προιόντων τους ναύλωναν γαλαξιδιώτικα καράβια. Έτσι στέριωσαν εμπορικούς οίκους στη Νεάπολη, στο Λίβανο, στη Γένοβα, στη Σαρδηνία, στο Κάδιξ, στη Σικελία, στη Μάλτα. 'λλοι εγκαταστάθηκαν στη Βενετία, στο Τριέστι, στη Αγκόνα, στη Ραγούζα. Μερικοί εγκαινίασαν συναλλαγές με τη Βιέννη, την Πόλη και τη Μόσχα, και διάφορες εταιρίες που δημιουργήθηκαν αποτόλμησαν ανάμιξη σε τραπεζικές επιχειρήσεις.
Στα τελευταία χρόνια κάμποσοι έμποροι ασχολήθηκαν με το εμπόριο των αποικιακών. Αλλά επειδή βρέθηκαν σε ξένο χώρο χρεοκόπησαν χωρίς όμως να καταστραφούν οικονομικά. « Έτσι στην Πίνδο, όπως και αλλού, λένε πως ο τάδε πλούτισε από μια ή περισσότερες χρεωκοπίες». Αυτή όμως ήταν η τυχοδιωκτική πλευρά. Στο φυσικό τους εμπόριο αλληλοϋποστηρίζονταν με εντιμότητα.
Στους Καλαρρύτες μπορούσε κανείς να πληροφορηθεί για τις τιμές των χρηματιστηρίων των μεγαλύτερων πόλεων της Ευρώπης. Οι έμποροι παρακολουθούσαν τη διεθνή αγορά και κυρίως την κίνηση των ειδών που τους απασχολούσαν. Ο μεγαλύτερος τζίρος γινόταν στα μπαμπάκια της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, που εξάγονταν κυρίως στην Αυστρία, στα μετάξια της Αγιάς και του Βόλου, στα λαγοτόμαρα και αρκουδοτόμαρα, που εξάγονταν στη Νεάπολη όπου ανταλλάσσονταν με γαϊτάνια και χρυσοσύρματα, και τέλος στο εμπόριο ρωσικών γουναρικών.
Η λαϊκή τάξη που δεν έχει κεφάλαια ασχολείται με έναν κλάδο της βιοτεχνίας πολύ προσοδοφόρο στην Αλβανία. Είναι η κατασκευή χρυσών κοσμημάτων και αντικειμένων από χρυσό και ασήμι. Όσοι από τους Βλάχους δεν είναι υπάλληλοι στις υφαντουργίες και τα διάφορα άλλα βιοτεχνικά εργοστάσια, γίνονται χρυσοχόοι και αργυροχόοι. Κι αν δεν είναι εφοδιασμένοι με καλά μοντέλα εργάζονται ωστόσο, αρκετά καλά το χρυσό και το ασήμι.
Στα έργα τους δεν βάζουν τίτλους και φίρμες των κατασκευαστών κι ακόμα επωφελούνται και από το ότι χρησιμοποιούν άγνωστα μέχρι τώρα μέταλλα, για να νοθεύσουν τα υλικά τόσο, όσο τους επιτρέπει η πλεονεξία τους.
Οι ταξιδεμένοι Βλάχοι μιλούν αρκετές ξένες γλώσσες, έχουν καλές βιβλιοθήκες με πολλά βιβλία στα γαλλικά και ιταλικά, έχουν περιποιημένες και καλαίσθητες εκδόσεις των Ελλήνων κλασικών. Ένας ξένος βρίσκει σ΄ αυτές τις βιβλιοθήκες τέτοια φιλολογική βοήθεια, που είναι δύσκολο να τη φέρει μαζί του στα ταξίδια. Το πιο καταπληκτικό είναι να παρατηρήσει κανείς και να δεί το πνεύμα της τάξης και της νοικοκυροσύνης, που βασιλεύει στις οικογένειες και στις βλάχικες πόλεις.
Οι Καλαρρύτες είναι μια πόλη με σύγχρονη κατασκευή και δεν προσφέρει τίποτα το αξιόλογο στην περιέργεια και το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Μερικά από τα σπίτια τους είναι μεγάλα και όλα είναι χτισμένα με τέτοιο τρόπο που να αντέχουν στις κακοκαιρίες και τις θύελλες. Η θέση στην οποία είναι χτισμένη αυτή η πόλη δεν επιτρέπει να βαδίζει κανείς στους δρόμους παρά με μεγάλη προφύλαξη και με σιδερένιο μπαστούνι για να μη γλιστρήσει. Το χειμώνα φορούν παπούτσια από κετσέ, για είναι τα πόδια τους πιο ζεστά , και στις σόλες τους έχουν καρφιά για να τους προφυλάνε να μη γλιστρούν στον πάγο.
Αυτά όμως τα μέτρα δεν εμποδίζουν πάντα το να κατρακυλούν και να πέφτουν ακόμα στο βάθος της αβύσσου άνθρωποι και προ παντός παιδιά, όπου και χάνονται.
Στην Πίνδο τα πρώτα χιόνια πέφτουν ύστερα από τις καταιγίδες, που ξεσπούν κατά τέλος Σεπτεμβρίου. Προς τα μέσα Οκτωβρίου αρχίζουν να ασπρίζουν από τα χιόνια οι κορυφές της Κακαρδίτσας και των Τζουμέρκων. Σε κάθε αλλαγή της Σελήνης και στην αλλαγή των ατμοσφαιρικών συνθηκών έρχονται καινούρια χιόνια που φτάνουν μέχρι τον Πολυανό.
Προνοητικοί, καθώς είναι οι κάτοικοι, κάνουν έγκαιρα προμήθειες και μερικά καταστήματα, που κάνουν αυτές τις προμήθειες, για να εξασφαλίσουν τους φτωχούς Βλάχους που δεν μπόρεσαν να κάνουν έγκαιρα τις προμήθειες τους, τα βλέπουμε να αψηφούν τις άσχημες καιρικές συνθήκες και οι βιοτεχνία τους να ανθίζει και με τους πάγους. Περισσότερο συγκεντρωμένοι το χειμώνα γνέθουν το μαλλί και υφαίνουν τα χοντρά υφάσματα, που είναι η πηγή του πλούτου τους. Το χρυσάφι και το ασήμι παίρνουν διάφορα σχήματα με το σφυρί του χρυσοχόου και ο χρόνος αξιοποιείται σωστά και οικονομικά.
Η οικονομική άνθιση των Καλαρρυτών αντιμετώπιζε σκληρές δοκιμασίες εξαιτίας των ληστρικών αξιώσεων του Αλή. Πριν ενταχθούν στο πασαλίκι του οι Καλαρυτιώτες πλήρωναν 1.400 πιάστρα το χρόνο στη βαλιδέ σουλτάνα, τη βασιλομήτορα. Το 1814 έπρεπε να καταβάλουν 50.000 πιάστρα στο βεζίρη. Η κοινότητα ήταν βυθισμένη σε βαριά χρέη (300.000 φράγκα με τόκο 10%). Ωστόσο το γεγονός ότι ήταν αυτόνομοι, κι ότι η παρουσία του δυνάστη ήταν σκιώδης (ένας σούμπασης χωρίς μεγάλες δικαιοδοσίες) τους έδινε ελπίδες πως με την εργατικότητα τους θα ξεπερνούσαν τις δυσκολίες.
Από πατριωτική ευαισθησία ελάχιστα αντικείμενα αγόραζαν από το εξωτερικό. Οι σοφάδες και τα χαλιά τους ήταν εγχώριας κατασκευής. Οι γυναίκες, ακολουθώντας παλιούς νόμους εναντίον της πολυτέλειας, συνήθιζαν να φορούν ρούχα του αργαλιού. Και τα μοναδικά τους καλλωπίσματα ήταν δυο μεταξωτά μαντήλια που φορούσαν για στολίδι στις επίσημες μέρες. Απαγορευόταν να φορέσουν κεντητά φορέματα, γαϊτάνια ή μπρισίμια, σάλια και γούνες όπως συνήθιζαν όλες οι γυναίκες της Ανατολής. Η παράβαση αυτού του κανόνα ισοδυναμούσε με ατίμωση του συζύγου. Αλλά και οι άντρες απέφευγαν την επίδειξη πλούτου. Αν κάποιος τολμούσε να φορέσει χρυσοκέντητη και ακριβή αρβανίτικη φορεσιά έχανε την εκτίμηση των συμπατριωτών του. Είχαν επίσης επιβληθεί περιορισμοί στις προίκες.
Οι Βλάχοι της Πίνδου ήταν χειροδύναμοι, καλοδεμένοι και μεγάλης αντοχής πραγματικά θεριά στη δουλειά. Οι άλλοι Έλληνες τους ονόμαζαν γι αυτό βουβάλια. Οι γυναίκες συναγωνίζονταν στην εργατικότητα τους άντρες. Όταν έφταναν σε κάποια ηλικία ασκούσαν το επάγγελμα του χαμάλη σ' όλες τις Πολιτείες της Ηπείρου. Έτρεχαν στις πιο βαριές δουλειές, κουβαλούσαν μεγάλα φορτία, δούλευαν χτίστες, δέχονταν και την πιο κουραστική απασχόληση αρκεί να κερδίσουν χρήματα. Δεν έμοιαζαν διόλου με τις άλλες Ελληνίδες. Είχαν φαρδιές πλάτες, μεγάλο στήθος, μεγάλη ρωμαλέα προορισμένα για το μόχθο, χαρακτηριστικά όχι όμορφα. Κι όπως έλεγαν, ο σουλτάνος δε διάλεξε ποτέ οδαλίσκες για το χαρέμι του από τα βλαχοχώρια της Πίνδου.

Οι Καλαρρυτιώτες χρυσοχόοι φημίζονταν και για τα έμμετρα επιγράμματα που χάραζαν στους μαστραπάδες και τα κρασοπότηρα.

Καλαρύττες

Η επιγραφή του μαστραπά: «Καλαρρυτιώτες χαίρεται και πιέται με υγύαν Κρασί γλυκόν και κόκονο, π 'εφρένει την καρδίαν».

Σύγχρονος Τουρισμός στους Καλαρρύτες
Τα μνημεία της Ελληνικής Ορθοδοξίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Εθνικής κληρονομιάς και αποτελούν αξιόλογο πόλο έλξης επισκεπτών. Οι Βυζαντινές και οι μεταβυζαντινές εκκλησίες με την εικονογράφηση τους, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τις σπάνιες εικόνες, τα ξωκλήσια, τα προσκυνήματα της υπαίθρου, τα μοναστήρια, μαρτυρούν την επίμονη προσήλωση στις παραδόσεις και τη διασύνδεση της τέχνης με τη θρησκευτική λατρεία. Οι Καλαρρύτες είναι ένας μικρός παράδεισος με ατελείωτα στοιχεία ιστορίας βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία εξαιρετικής τέχνης, πολιτισμού και ξεχωριστής ομορφιάς.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΚΗΠΙΝΑΣ-ΚΑΛΛΑΡΡΥΤΕΣ

Τέτοια μνημεία είναι:
Το μοναστήρι της Κηπίνας,
το Μοναστήρι της Βύλιζας,
ο Άγιος Γεώργιος,
η Αγία Παρασκευή,
ο Προφήτης Ηλίας,
η Παναγιά,
ο Άγιος Χριστόφορος,
ο Άγιος Αθανάσιος και η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Η περιήγηση θα ανταμείψει πλουσιοπάροχα τον σύγχρονο ταξιδιώτη που ζητά την φυσική ομορφιά και θα γεμίσει την ψυχή του που διψά για πνευματική στήριξη.
Βιβλιογραφία
1. F.C.H,L Pouquelle, Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος, μετάφραση Παν. Κώτσου, εκδ. Τολίδης.
2. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810 και 1810-1821, Αθήνα 1997, 1999 εκδόσεις ΣΤΑΧΥ.
3. Μαίρη Ζαγή - Μπόζιου, Καλαρρύτες, οδηγός κοινότητα Καλαρρυτών 2005.
4. Η Φωνή των Καλαρρυτών, φυλ.3 έως 23.
5. Καλαρρύτες της Πέτρας και τ' ασημιού, φύλλο 127. 

Χριστίνα Πολέζε                                                                                                                                                                                      
www.imlarisis.gr                                                                                                                                     http://www.vlahoi.net/                                                     

Η ξεχασμένη πατόζα του Κοσμά . Βίντεο: Ανδρέας Κουτσοθανάσης

Αναβίωση ξεφλουδίσματος κοντόροκας μετά από 70 χρόνια με την πατόζα του Κοσμά 

Πριν το 1950 και ίσως αργότερα, το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού γινόταν με τα χέρια. Μαζεύονταν οι οικογένειες, φίλοι και γνωστοί και σε μια γιορτινή ατμόσφαιρα ολονυχτίς ξεφλούδιζαν/καθάριζαν το καλαμπόκι για το ψωμί της χρονιάς. Αργότερα ήρθαν οι μηχανές που αντικατέστησαν την ανθρώπινη εργασία. 

Στον ορεινό Βάλτο του Δήμου Αμφιλοχίας, βρήκαμε ένα τέτοιο μηχάνημα, που ακόμη και σήμερα λειτουργεί για το σκοπό αυτό. Η πατόζα, είναι μία μηχανή που δουλεύει με τη βοήθεια ενός τρακτέρ ενώ τροχοί και ιμάντες μεταδίδουν κίνηση σε όλο το μηχανισμό της. 

Η κοντόροκα -αποτελούσε την κυρίαρχη άλλοτε καλλιέργεια που ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση των νοικοκυριών. Από εδώ παράγεται το καλαμποκίσιο αλεύρι άκρως υγιεινό και πλούσιο σε διατροφικές αξίες. Σπανίζει σήμερα ο παραδοσιακός τρόπος παρασκευής του και είναι ελάχιστοι όσοι διατηρούν ακόμη την καλλιέργεια παλιάς ποικιλίας καλαμποκιού. 

Ο Κοσμάς κτηνοτρόφος και γεωργός της ορεινής Ελλάδας, κρατάει την παράδοση και μας δείχνει πώς βγαίνει το καλό και υγιεινό καλαμποκίσιο αλεύρι...


Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Νεκρός ο 58χρονος που καταπλακώθηκε από το τρακτέρ

Χρίς τις αισθήσεις του ανασύρθηκε ο χειριστής του τρακτέρ που καταπλακώθηκε από το βαρύ γεωργικό μηχάνημα χθες το απόγευμα στην περιοχή Πετσάλια που βρίσκεται κοντά στο Κομπότι αλλά ανήκει στα διοικητικά όρια της Αιτωλοακαρνανίας.

Για τον απεγκλωβισμό του επιχείρησαν οχήματα και πυροσβέστες από την Πυροσβεστική Υπηρεσία της Άρτας.

Μετά τον απεγκλωβισμό ο 58χρονος διακομίσθηκε στο Νοσοκομείο της Άρτας όπου εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατός του.

https://www.epiruspost.gr/

Ο λαός και τα λυπητερά τραγούδια του

 
Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Και ποιός δεν έχει ακούσει συνήθως από τους γέρους: "παιδάκι μ' αν μπορούσαμε να πάμε κάθε μέρα σένα νεκροταφείο ή σε ένα νοσοκομείο πόσο θα άλλαζε η ζωή μας." Και πραγματικά αν το φιλοσοφήσουμε ενοικιαστές είμαστε σε τούτο τον απάνω κόσμο.

Θα σας διηγηθώ κάτι από την ζωή μου. Παιδί στα δεκαοχτώ ένα Σαββάτο αφού πήραμε το βδομαδιάτικο πήγαμε να ξοδέψουμε το χαρτζιλίκι μας εκεί στα σπιτάκια με τα κόκκινα φανάρια στο Μεταξουργείο.  Αφού κάναμε και την απαραίτητη τσάρκα καταλήξαμε στα κλαρίνα που δεν το συνηθίζαμε πώς μας ήρθε εκείνη την ημέρα. Θυμάμε σαν τώρα εμείς παιδιά με ακούσματα εκείνη την εποχή με Μπιτλς, Άλ Μπάνο και Τζόνι Χαλιντέι που μεσουρανούσαν στα πάρτυ που να ακούσεις κλαρίνα, "βλάχο" θα σε ανεβάζανε "τσοπανο -φλογέρα "θα σε κατεβαζανε να κατέβουμε εκεί στο υπόγειο στην πλατεία Βάθη, στο Σούλι το θυμάμαι σαν τώρα. Μπραχόπουλος και η γυναίκα του η Ελπίδα και ένας μερακλής να παραγγέλνει τον [ χάρο] χορεύοντας αργά νωχελικά σαν κάπου να τον περιμένει εκείνη την ώρα τα βλέπει όλα ίσιωμα εχει εξοικειωθεί με το πεπρωμένο με ένα γλυκό παράπονο στο πρόσωπο. Σκέφτηκα τι ντερτια και καημούς μπορεί να έχει αυτός ο άνθρωπος.

Ένα βράδυ βγήκε ο χάρος πάει να βρει βιολιά.                                               

 Πάει να πιει και να γλεντήσει στην φτωχολογιά

 φάτε πιέτε και γλεντάτε όλοι ρε παιδιά

 όποιος πάει στον άλλο κόσμο δεν ξαναγυρνά


 Και ξάφνου σταματά και δίνει άλλη παραγγελιά .

Πού σαι καημένε Ντάικο να δεις τον γιόκα σου

 πως μένει μεθυσμένος έξω από την πόρτα σου 

Βλέπεις ο λαϊκός στιχουργός τα συμπόλιασε έτσι που δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια να μην σκεφτείς ότι εδώ είμαστε περαστικοί. Δεν ξέρω κάτι μπορεί να διδάχτηκα από αυτό το τραγούδι. Βλέπετε η λαϊκή μας παράδοση έχει πολλές φορές αγγίξει τον θάνατο: 

"τούτον τον κόσμο τον καλό 

άλλοι τον είχαν πρώτα

 σε μας τον παραδώσανε

 και άλλοι τον καρτεράνε."                                                  

Ίσως αυτά τα τραγούδια εκεί στην ελαφρά μέθη μας φέρνουν στην πραγματικότητα από την αρχαιότητα οι πρόγονοί μας τιμούσαν τους νεκρούς. Αλλά και στα μέρη μας με ένα μοιρολόι ξεκινάμε το γλέντι και με αυτό το κλείνουμε. Θοδωρή Κέκκο νάσε καλά που έκανες και έκλαψε όλο το χωριό στο πανηγύρι του με την παραγγελία που έδωσες στα όργανα που χόρευε ο πρόσφατα θανών πατέρας σου και φίλος μου ο Γιώργος να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει και να είναι σίγουρος εκεί από ψηλά που μας βλέπει πάντοτε θα χορεύω την παραγγελιά του.     



Γιώργος Γιαννάκης  

Απόδημος Κραψίτης                                                                                                       

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Η πείνα τον οδήγησε στη μακρινή Αυστραλία | 55 χρόνια μακριά από την πατρίδα

 Η ιστορία του κύριου Θωμά, του μετανάστη που δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του.

Στο γραφικό Μεγάλο Χωριό της Ευρυτανίας, συναντήσαμε τον κύριο Θωμά, έναν άνθρωπο που η ζωή του μοιάζει με παραμύθι. Μετανάστης στην Αυστραλία για 55 χρόνια, επέστρεψε στην πατρίδα του για να ξαναδεί τους αγαπημένους του. Μας μίλησε για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τότε που η Ελλάδα μαστιζόταν από τη φτώχεια και την πείνα.

Σε μια εποχή που οι δουλειές ήταν είδος πολυτελείας, ο κύριος Θωμάς, για να στηρίξει την επταμελή οικογένειά του, αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς. Με δάκρυα στα μάτια, θυμάται τον οδυνηρό αποχωρισμό από τους δικούς του ανθρώπους. Μια βαλίτσα με μια κουρελού από τη μητέρα του, ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο ήταν τα μόνα υπάρχοντά του.
Το ταξίδι με το καράβι προς την Αυστραλία κράτησε έναν ολόκληρο μήνα. Για τον κύριο Θωμά, όμως, ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του, καθώς μέσα στο καράβι μπόρεσε επιτέλους να χορτάσει την πείνα του. Φτάνοντας στην Αυστραλία τον Μάιο του 1969, έπιασε αμέσως δουλειά, από το χάραμα μέχρι το βράδυ. Τον ήλιο της Αυστραλίας τον είδε για πρώτη φορά στις 24 Δεκεμβρίου, όπως θυμάται χαρακτηριστικά.

Για να επιβιώσει, έκανε κάθε είδους δουλειά, από εργάτης σε εργοστάσιο μέχρι υπάλληλος σε καταστήματα. Για 9 χρόνια, είχε μάλιστα και δικό του εστιατόριο, όπου σέρβιρε ψάρια. Στην Αυστραλία γνώρισε και τη γυναίκα της ζωής του, με την οποία παντρεύτηκε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια.
Ο κύριος Θωμάς τονίζει ότι η Αυστραλία προσφέρει ευκαιρίες για δουλειά, αλλά ο τρόπος ζωής είναι διαφορετικός από αυτόν στην Ελλάδα. Γι' αυτόν τον λόγο, δεν έπεισε ποτέ κανέναν συγγενή του να τον ακολουθήσει στην μακρινή ήπειρο. "Γεννήθηκα Έλληνας, ζω σαν Έλληνας, αλλά θα πεθάνω σαν Αυστραλός", μας λέει με νόημα. "Μείνετε στην Ελλάδα, ακόμα κι αν η ζωή είναι πιο δύσκολη, γιατί είστε κοντά στους αγαπημένους σας", συμβουλεύει.

Συνταξιούχος πλέον, ο κύριος Θωμάς αφιερώνει τον χρόνο του στην ελληνική κοινότητα, συμμετέχοντας ενεργά στις εκδηλώσεις που διοργανώνονται. Όποτε του δίνεται η ευκαιρία, επισκέπτεται την πατρίδα του για να δει τους συγγενείς του. Εύχεται τα παιδιά και τα εγγόνια του να τον θυμούνται για την αγάπη που τους έχει χαρίσει.
Η ιστορία του κύριου Θωμά είναι μια ιστορία αγάπης, θυσίας και νοσταλγίας. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε και ποιοι είναι οι πραγματικά σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή του.

Παραγωγή: Greek Village Life

Τρακτέρ καταπλάκωσε αγρότη στο Κομπότι Άρτας

 Στην περιοχή Πετσάλια Κομποτίου Δήμου. Νικ. Σκουφά καταπλακώθηκε άντρας απο τρακτέρ. 

Μεταβαίνουν τρία οχήματα και επτά πυροσβεστικοί υπάλληλοι από την ΠΥ Αρτας.

Επιβολή διοικητικού προστίμου σε κάτοικο της Ράχης Άρτας

Σήμερα Δευτάρα 09 Σεπτεμβρίου επιβλήθηκε διοικητικό πρ/όστιμο ύψους 2062,50 ευρώ εσ ημεδαπό άνδρα στην Τ.Κ. Ράχης Άρτας του Δήμου Αρταίων, λόπγω καύσης φυτικής βλάστησης σε σωρούς εντός γεωργικής έκτασης

Χωρίς αποζημίωση πρόβατα άνω των 6 ετών, ζητούν πίσω χρήματα από παραγωγούς

Δείτε τι καταγγέλλει ένας κτηνοτρόφος:

Πήγαμε σήμερα ΕΛΓΑ να ρωτήσουμε τι γίνεται με την εξόφληση των αποζημιώσεων για τα πνιγμένα ζώα από τις πλημμύρες Daniel και μάθαμε πως 80 πρόβατα από τα 200+ που είχαμε δηλωμένα δεν τα καλύπτει η ασφάλιση επειδή ήταν πάνω από 6 χρονών. Από ότι μας είπαν υπάρχει νόμος που λέει ότι αν χάσεις από κάποια φυσική καταστροφή πρόβατα τα οποία ήταν 6+ χρονών δεν παίρνεις λεφτά για αυτά.

Αυτά τα 80 πρόβατα και ζωοτροφές τρώγανε, και γάλα έδιναν και γεννούσαν κανονικά. Αλλά ο γελοίος αυτός νόμος θεωρεί ότι δεν αποζημιώνονται επειδή είναι ας πούμε γερασμένα ενώ ένα πρόβατο μπορεί να φτάσει και 10-11 χρονών. Πρώτα μάθαμε για τον νόμο που θα δίνανε αποζημίωση με τιμές που ίσχυαν πριν 13-14 χρόνια δηλαδή 85€ το κεφάλι και τώρα μαθαίνουμε ότι δεν θα πάρουμε καθόλου λεφτά για τα ζώα που ήταν 6+ χρονών.

Κάνουν τα πάντα για να δώσουν όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα γίνεται σε αποζημιώσεις στους κτηνοτρόφους.. Σκεφτείτε πόσοι άλλοι χιλιάδες κτηνοτρόφοι είχαν πρόβατα 6+ χρονών στο κοπάδι τους και δεν θα πάρουν λεφτά για αυτά. Ενώ και τα τάιζαν και παραγωγικά ήταν. Κανένα κίνητρο και καμιά ουσιαστική βοήθεια για να ξανά ασχοληθεί κάποιος που έχασε τα ζώα του με αυτό το επάγγελμα.

Μεγάλη απογοήτευση για τους δικούς μου που περίμεναν την εξόφληση των αποζημιώσεων για να αγοράσουν και άλλα πρόβατα για να αυξήσουν το κοπάδι”.

Παράλληλα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Agronewsbomb, υπάρχουν περιπτώσεις παραγωγών που πήραν προκαταβολή για ζώα άνω των 6 ετών και τώρα τους ζητείται να καταβάλλουν πίσω χρήματα.

Κτηνοτροφικοί φορείς έχουν αποστείλει και σχετικό έγγραφο στο ΥπΑΑΤ ζητώντας να αλλάξει αυτή η άδικη διάταξη.

https://agronewsbomb.gr

Όταν τα παιδιά του χωριού μου πήγαν για πρώτη φορά στην πόλ΄ (στα Γιάννενα).......


Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Ο Γραμματέας τού χωριού κόλσε ένα χαρτί στουν τοίχου Αυτό το χαρτί έγραφτε να πάν τα μεγαλύτερα παιδιά στα Γιάννενα για να περάσουν περιουδεύουν

"Πήγα κι ηγώ να δω και ρώτησα για να πάω φεύγα τσακής από δω μου λέει ο γραμματκός εσύ είσαι αμάλιαγος ακόμα"

Πήγαν τα μεγαλύτερα αφού πήραν τα τρουβάδια τσ γκλίτσες και γραμμή για την Πόλ.
Αφού τσ κοίταξε η Πατρίδα και ήταν άξιοι να υπερετήσουν θα τους ξαναφώναζαν σε δυο χρόνια. Εγώ λέει ου Πάνο Κίτσιους θέλω να γένω δεκανέας γιατί ου πατέρα σμ με εχ ντίπ για άχριστο, και να τ λέου Δεκανέας έγινα πατέρα έχου μια σαρδέλα στου μανίκ τρείς φαντάρς νύχτα μέρα τους προετοιμάζω για την νίκ. Τα παιδιά κάπου είχαν ακούσει για κινηματόγραφο αλλά δεν ξέραν τι πράμα είναι αυτού νου.


Τραβάγαν ίσια απάν πέφτουν σε ένα παγωτατζή εκεί ήταν μια κουπέλα σαν νεράιδα έμοιαζε.
Δεν ήταν θκιά μας να ήταν Φρατζέζα να ήταν Ιγγλέζα να ήταν Ταλιάνα δεν ξέρω
Φόραγε ένα πανταλόν σαν του θκώμ του βρακί κουντό Πέρν το παγουτό και λέει ουκέυ κι τσ λέει ου παγουτατζής τι καίει μώρ καψαρή δεν σ παγώσαν τα δόντια σ. Πέρασε ένας και μας λέει κύριοι το οκέι θα πει εντάξει καταλάβατε;.Ωρέ λέι ου Κώτσιο Βήτας πρώτ βουλά με λέν κύριο και μάθαμαν και μια ξέν κουβέντα του ουκέυ ίσον εντάξ


Ε να μην πολυλογάμε φτάκαμαν στού σινεμά ήταν ένα μεγάλο κτήριο τέσσερες φορές σαν το σχολειό, εκεί στ πόρτα ήταν ένας άξουργος με γραβάτα μας έκοψε τα εισιτήρια πληρώσαμαν, ήρθε και μια με του φακό  μας έδειξε που να κάτσουμε γιατί ήταν σκουτάδ.
Κάποια ούντα βγαίνουν κάτ μαντραχαλαίοι με κάτ άλογα θηρία με κάτ μαλιά κάτ γένια σαν ανταρτες τσ Ζέρβα ήταν.


Εκει γίνκε ένας σαμαντάς επεσαν και κατι μπάτσες καβάλσαν αυτά τα παλιομούλαρα ωρέ και ερχώταν καταπάνω μας. 
Εμείς κρυφτήκαμαν πίσω απ τα καθίσματα και τσ πολεμάγαμε, όσα απίδια είχαν οι τροβάδες τς ρίξαμαν. Κάπια ούντα ακούγετε ου Νασιο ΄Παγγούρας: "τσ κλίτσες παίδια τσ κλίτσες". Εγέμψε ου τόπος απο απίδια και εκείνος ο διάολος η οθόν γκλίτσες 
Γένεται ένας σαμαντάς ανάβουν τα φώτα έρχετε ένας και μας λέει
-Εδώ κύριοι μας κάνατε ζημιά μου σχίσατε το πανί. 
-Πανί είναι αυτό δεν το ξέραμε να του βάλουμε μια τσαρμαμπύρα και μη ξουδέψουμε τα απίδια, τέλος πάντων πλήρωσαν τα παιδιά αλλά για πόλη ούτε να ξανακούσουν.




Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Η απίθανη σπαζοκεφαλιά που μπήκε σε σχολείο και έγινε viral


Μερικές από τις απαντήσεις των μαθητών ήταν καταπληκτικές, όμως δεν έλειψε και η κριτική στην απόφαση του δασκάλου να θέσει τέτοια ερώτηση στους μαθητές.

Την ευκαιρία να ανοίξουν το... μυαλό τους ακόμη περισσότερο, προκειμένου να δουν το δάσος και όχι μόνο το δέντρο, είχαν 5 μαθητές στη Νατσόνγκ της Κίνας, όταν ο δάσκαλός της τάξης τους έβαλε μία σπαζοκεφαλιά σε μορφή τεστ.

Συγκεκριμένα τους ρώτησε: «Πόσο χρονών είναι ο καπετάνιος ενός πλοίου, ο οποίος έχει 24 πρόβατα και 10 κατσίκες;», με μερικές από τις απαντήσεις να είναι καταπληκτικές.
Όπως για παράδειγμα αυτή που έλεγε: «Ο καπετάνιος είναι 36 ετών. Είναι πολύ νάρκισσος και για αυτό επέλεξε το συγκεκριμένο αριθμό, προκειμένου να αντικατοπτρίζει την ηλικία του», ενώ ένας άλλος μαθητής απάντησε: «Θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 18 ετών, καθώς δεν επιτρέπεται σε ανήλικους να κουμαντάρει ένα πλοίο».
Ένας όμως έπιασε απολύτως το νόημα της ερώτησης, γράφοντας: «Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ηλικία του καπετάνιου. Το πόσα πρόβατα και πόσες κατσίκες έχει, δεν έχει καμία σχέση με το πόσο ετών είναι».
Αφού η συγκεκριμένη ερώτηση έγινε viral, πολλοί κατέκριναν τους υπεύθυνους του σχολείου για την περίεργη ερώτηση που έθεσαν στα παιδιά, λέγοντας πως ήταν παραπλανητική, όμως οι δάσκαλοι ξεκαθάρισαν πως έγινε, προκειμένου οι μαθητές να αποκτήσουν κρίση και να βλέπουν λίγο πιο μακριά...

Το κλέψιμο.«Κλέφ’καν μωρ’ κόσμε. Κλέφ’καν. Έφ’γαν. Σιαπού πήγαν δεν ξέρω. Ποιος να ξέρ’ πού θα σαλαμαντριάζονται.»


Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Κλέφ’καν μωρ’ κόσμε. Κλέφ’καν. Έφ’γαν. Σιαπού πήγαν δεν ξέρω. Ποιος να ξέρ’ πού θα σαλαμαντριάζονται.» Συνηθισμένα λόγια της κουτσομπόλας . Επί κλεψίματος. 

Δεν μιλάμε για κλέψιμο αρνιών. Την πράξη αυτή την αποτύπωσε η λαϊκή μούσα. «Κλέφτες μπήκαν στο μαντρί, κλέψανε το λάγιο αρνί».

Μιλάμε για ζευγάρια. Τα αίτια του κλεψίματος ήταν πολλά. Αρχικά, γιατί τα παιδιά «είχαν καλαφατιαστεί». (Καλαφατιάζω ή καλαφατίζω σημαίνει βουλώνω τρύπες και τις κάνω στεγανές και, αλληγορικά, κάνω την πράξη της συνουσίας. «Την καλαφάτιασε και τον ανάγκασαν να την παντρευτεί.» Πολλές φορές η κοπελιά φοβόταν τον πατέρα της. «Μην το μάθ’ ο πατέρας μ’ και θα με ξετομαριάσ’». Και συνωμοτικά αποφάσιζαν και «αλληλοκλέβονταν». Χώνονταν απάνω στα ρουπάκια και στις ρεματιές, ώσπου «να πιάσ’ η ανησυχία τον πατερα» κι έστελναν χαμπέρ’ στ’ν μάνα. Η μάνα «Ω, πωπώ! Θα γίνουμε σιόρ’ σ’ όλο τον κόσμο. Θα γιλάει ο κόσμος κι ο ντουνιάς». Τι να ‘κανε; Το ‘λεγε στον αφέντη. Είχε τον τρόπο της. Έπρεπε να το πει με τρόπο «μην αμπουριάσ’ για τα καλά και τούρθ’ φωτοκαϊά».

Κι ο αφέντ’ς αφού αλύχταε όλο το βράδ’, την ημέρα συμφωνούσε με την κυρά. 

-Τι λες κυρά, δε μαζεύονται τώρα. Σκούπρο έγιναν ούλα. Να κ’τάξουμε να τους παντρέψουμε. 

-Καλά λες αφέντ’. Καλά λες. Να τ’ς παντρέψουμι. Πού να τα βρούμι όμως. Ποιος ξέρ’ πού θάνι χωμένα, σε ποια μπιστούρα. Ωχ, μάνα μ’. Μας έκαναv σουργούν’. 

-Σουργούν’, ξεσουργούν’ δεν κρύβουντι αυτά. Αχ, και τ’ν πιάσω στα χέρια μ’ θα τ’ν αφαλοκόψω. 


Κι έτσι από δω κι έτσι από κει, μόλις ξεκάμπαγε «το ζεύγος» είχαν έτοιμα και τα στεφανοχάρτια. Ο γάμος γινόταν σε σπίτι ή σε καμιά καλύβα, λόγω εκτάκτου γεγονότος… Πού εκκλησία και τέτοια. Απαγορεύονταν. Για να μπει κάποιος στην εκκλησία έπρεπε να είναι «αμόλυντος», η δε γυνή «αγνή Παρθένος». «Στέφεται ο δούλος του Θεού…» και πάνε καλιά τους. Καλούς απογόνους… 
«Κοίτα να δεις», έλεγαν οι κουτσομπόλες. «Κοίτα σαν καρλάφτα γίδα κάν’. Κατεβασμένα τάχ’ τα αυτιά. Όταν βατεύονταν δεν σκέφτονταν τίποτις;» Και απαντούσε η άλλ’. «Μπα, δεν π’στεύω εγώ. Αμάλαγη είναι. Τέτοιος σιαπέρας που είναι αυτός… Ντ’φικιές στον αέρα ρίχν’.»



Άλλη περίπτωση κλεψίματος ήταν, όταν δεν ευοδωνόταν το προξενιό. Τα παιδιά «αλληλογουσταριζόταν», αλλά εμπόδιο ήταν ο πατέρας του γαμπρού, ο πεθερός. Αδιάλλακτος στο ύψος της προίκας. Αληθινό τσιόκ’. Τα παιδιά όμως δεν κρατιόνταν, όσο κι αν η μάνα έμπαινε στη μέσ’. «Σταθείτε, ορέ, σταθείτε. Τι σας πήρε το νερό στ’ αυλάκ’; Τέτοια φωτοκαψούρα έχετε;» Ζιματ’σμένα έφευγαν. Για πού; Άντε μέχρι το διπλανό χωριό. Ξεπέζευαν και ξενύχταγαν σε κανένα ξωκκλήσ’. Ξημερώματα γινόταν η επιστροφή. Και κάθονταν ο πατέρας του γαμπρού και μέτραγε πόσες λίρες έχασε και πόσες κανούτες γίδες θα ‘παιρνε για προίκα του κανακάρη του, «άμα το δ’κό μ’ το ψοφίμ’ δεν έπιφτι στ’ν λούμπα και τ’ς χάλαγε τη σαμπρέλα. Αλλιώς ήξερα ιγώ να τα σιάξω τα πράγματα.»


Κι άρχιζε το τραγούδ’. 
Ωρέ διαβαίνω από την πόρτα σου,
σε βλέπω πικραμένη
και στο δεξί το μάγουλο ήσουν ακουμπισμένη.
Εράγισε η καρδούλα μου, ώσπου να σε ρωτήσω,
Τι πίκρα έχεις στην καρδιά, να σε παρηγορήσω.
Ωρέ –ν- όσες φορές επέρασες από τη γειτονιά μου,
Τόσα κομμάτια έκαμες τη δόλια τη καρδιά μου.
Με πήρε το ξημέρωμα να κλαίω πικρά για σένα,
Που παύεις πια να μ’ αγαπάς και δεν πονάς για μένα.
Ωρέ ποιος στο ‘πε περιστέρα μου,
Ποιος στο ‘πε κρύα βρύση,
Που θα χωρίσει η λεμονιά από το κυπαρίσσι;

Κι αποκρίνονταν η κυρά του: «Αυτά έλεγες σε μένα και με καπάκωσες. Πού τα θ’μήθ’κες τώρα; Ήμουνα στραβή και δεν τάβλεπα. Μ’ είχε πιάσ’ γκαβωμάρα τρομάρα μ’. Αλλά άμα σε γκρεμίσ’ τ’ άλογο, εσύ τράβα το καπίστρ’».
   


 Χρήστος Α. Τούμπουρος