Οι
εξοπλισμοί, τα σκάνδαλα και οι σκοπιμότητες.
Οσο προχωρεί σε
βάθος η ανάκριση για τη διαπλοκή στα εξοπλιστικά, γίνεται ολοφάνερο ότι αν δεν
υπήρχε η Τουρκία κάποιοι θα έπρεπε να τη δημιουργήσουν. Διότι, στο όνομα της
απειλής της, γέμισε με πακτωλό χρημάτων δεκάδες, ίσως εκατοντάδες και χιλιάδες
«πατριωτών» που οικειοποιήθηκαν το δημόσιο χρήμα στο όνομα της θωράκισης της
χώρας.
Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να διερωτώμεθα αν το
πραγματικό μέγεθος της τουρκικής απειλής είναι αυτό που διατυμπανίζουν εντός της
χώρας. Οταν ο Σάμιουελ Τζόνσον στα μέσα του 18ου αιώνα έλεγε ότι «ο πατριωτισμός
είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων» δεν φανταζόταν ασφαλώς πόσο θα
δικαιωνόταν, δυόμισι αιώνες μετά, στη χώρα μας.
Βέβαια σε όλα αυτά
βοήθησε και η Ιστορία: Βαλκανικοί πόλεμοι, Μικρασιατική Καταστροφή, ανταλλαγές
πληθυσμών, Σεπτεμβριανά, Γρίβας, Αττίλας, δημιούργησαν το απαραίτητο άλλοθι που
αξιοποιήθηκε στο έπακρον. Περισσότερο όμως βοήθησε η διδαχή της Ιστορίας στα
ελληνικά σχολεία. Μετά τις ανταλλαγές το 1923 με κριτήριο τη θρησκεία, όταν 1,5
εκατομμύριο πρόσφυγες συνέρρευσαν στην Ελλάδα, πολλοί μάλιστα από την Ανατολία,
όπου αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα, η διδαχή της Ιστορίας προσέδωσε στην Τουρκία
το ρόλο του «άλλου», δηλαδή του υπέρτατου εχθρού, με απώτερο σκοπό τη διαμόρφωση
εθνικής συνείδησης.
Διότι όπως υποστηρίζει ο Χένρι Στέιτεν, η δημιουργία
μιας ταυτότητας προϋποθέτει τον ορισμό μιας διαφοράς, και όπως επικροτεί η
Σαντάλ Μουφ, «στο πεδίο των συλλογικών ταυτοτήτων επιζητούμε τη δημιουργία ενός
"εμείς", το οποίο μπορεί να υπάρξει μόνο αν διαχωριστεί από ένα "αυτοί"». Διότι
δεν υπάρχει «εμείς» χωρίς «αυτούς». Αλλά όταν αυτή η εθνική ανάγκη εκπληρώθηκε,
η ιστορική αλήθεια δεν αποκαταστάθηκε, σε σημείο ώστε το 2007 το υπουργείο
Παιδείας απέσυρε το βιβλίο Ιστορίας της Στ' Δημοτικού διότι προσέγγιζε
περισσότερο την αλήθεια και απάλυνε την εικόνα του «άλλου». Σήμερα πληρώνουμε τα
επίχειρα και αυτής της μονόπλευρης αντίληψης περί Ιστορίας.
Πριν από
τρία χρόνια περίπου, ο Ερντογάν, μιλώντας στο πανεπιστήμιο «Πιρί Ρεΐς», είχε
αποδώσει την οικονομική κρίση της χώρας μας στις δαπάνες για τους εξοπλισμούς.
Είχε πει χαρακτηριστικά: «Επί χρόνια ξόδεψαν ό,τι είχαν και δεν είχαν στους
εξοπλισμούς. Σε τι ωφέλησε αυτό; Η τεχνολογία των όπλων και η αμυντική
βιομηχανία αλλάζει και αναπτύσσεται συνεχώς. Οταν ξοδεύετε τα χρήματα αυτά,
υποθηκεύετε και το μέλλον της χώρας σας».
Και πρόσθεσε: «Στο παρελθόν υπήρχε η έκφραση ότι η
Τουρκία είναι περιστοιχισμένη από τρεις πλευρές από θάλασσα και από τέσσερις
πλευρές από εχθρούς. Επί χρόνια δεν κάναμε αυτά που έπρεπε, αλλά ξοδεύτηκαν η
ενέργεια και η ελπίδα της χώρας μας στο όνομα των φανταστικών εχθρών. Η Τουρκία
ασχολήθηκε επί χρόνια με τους φανταστικούς εχθρούς που κατασκευάστηκαν στο
εσωτερικό και το εξωτερικό και δεν κατάφερε να αφιερώσει χρόνο στο μέλλον της».
Κακώς λοιπόν δαπανήθηκαν τόσα χρήματα για εξοπλισμούς; Γιατί
εξοπλίζονται οι δύο χώρες; Μήπως θα πρέπει να εξετάσουν από κοινού την
πραγματική διάσταση των εθνικών τους συμφερόντων, απαλλαγμένες από το «δέλεαρ»
των εξοπλισμών;
Διότι όταν ένας, π.χ., υπουργός Αμυνας πλουτίζει από
τους εξοπλισμούς είναι αυτονόητο να υπονομεύει τις σχέσεις των δύο χωρών. Αν
όμως η διάσταση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων είναι πραγματικά αυτή που μας
παρουσιάζουν οι κυβερνήσεις και επιβάλλει τον εξοπλισμό της χώρας μας απέναντι
στην τουρκική επιβουλή, τότε ο πλουτισμός εις βάρος της αξιοπιστίας των
εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν περιορίζει τις κατηγορίες στη δωροδοκία και στο
ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, αλλά τις επεκτείνει, συμπεριλαμβάνοντας και την
κατηγορία της εθνικής προδοσίας.
Βέβαια σε όλα αυτά συνέβαλε και ο
δικομματισμός, που είχε καταστήσει τις κυβερνήσεις ανεξέλεγκτες και οδήγησε τη
χώρα όχι μόνο στην οικονομική κρίση, αλλά και στην αμυντική αποδυνάμωσή της,
αφού ο χρηματισμός προείχε της ποιοτικής αξιολόγησης των εξοπλισμών.
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό των σκανδάλων δικαιούμαστε να πληροφορηθούμε
τι μας προσέφεραν οι εξοπλισμοί πέραν των σκανδάλων. Διότι αν ανατρέξουμε στο
ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων, θα διαπιστώσουμε ότι αυτός ήταν κυρίως πολιτικός,
ρυθμιστικός των εσωτερικών εξελίξεων, αφού μεταπολεμικά μόνον ήττες μπορούμε να
απαριθμήσουμε έναντι της γείτονος:
Να θυμηθούμε την απόσυρση της
ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο ύστερα από αξίωση της Αγκυρας, ή την ανοχή
απέναντι στους Αττίλα 1 και Αττίλα 2; Αντίθετα, οι «επιτυχείς» παρεμβάσεις στις
εσωτερικές εξελίξεις ήταν συνεχείς: Ξεχάσαμε τη βία και νοθεία στις εκλογές του
1961;
Τη δικτατορία το 1967; Τις παρεμβάσεις στα εσωτερικά της Κύπρου
που οδήγησαν στην κυπριακή τραγωδία, ή το Πολυτεχνείο; Δεν δικαιούμαστε λοιπόν
να πληροφορηθούμε τη σχέση μεταξύ εξοπλισμών, σκανδάλων και
σκοπιμοτήτων;
Του Δημήτρη Μακροδημοπούλου, πολιτικού,
μηχανικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου