Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος
«Μια οποιαδήποτε διαδρομή μέσα στα χωριά μας, ένας περίπατος κάτω από έλατα και καστανιές, ένα διάλειμμα σε μια ραχούλα, ρεματιά ή τον Αχελώο, θα είναι μοναδική εμπειρία. Ονειρεμένες βραδιές με το φεγγάρι να παίζει στα φύλλα των δένδρων και τσίπουρο στα καφενεία των οικισμών είναι ανεπανάλητες».
Μια διαδρομή στην ιστορία του Τετράκωμου και Καψάλων Άρτας, ένας περίπατος στα Τζουμερκοχώρια, μια γλαφυρή αναπόληση -γενικά- της Τζουμερκιώτικης ζωής. Ένα Τζουμερκιώτικο σεντόνι ξεδιπλώνεται κεντημένο με την εξαίσια και ατόφια Τζουμερκιώτικη λαλιά. Ένα τρισάγιο στους χωριανούς του κλίνοντας ευλαβικά το γόνυ, μια περιδιάβαση στα σοκάκια του χωριού και της Τζουμερκιώτικης «κατάντιας» -τότε και τώρα- μια συγκινητική αφιέρωση: «Αφιερώνεται το βιβλίο, στους απανταχού Τετρακωμίτες και Καψαλιώτες και τους φίλους των χωριών μας. Ευχή μου, τώρα που τα σπίτια μας είναι δύσκολο να έλθουν πάλι κοντά, να έλθουν τουλάχιστον οι καρδιές μας».
Αυτή είναι η συμπερίληψη τού βιβλίου, του εξαίρετου καθηγητή,
Χρυσόστομου Γ. Μποκογιάννη «Μήγερη και Μηγερίτες - Ιστορία Τετράκωμου και Καψάλων Άρτας».
Μια κατάθεση ψυχής, ενός «παθιασμένου» με τον τόπο του Τζουμερκιώτη, ενός ανθρώπου μπουχτισμένου από γνώσεις και «κολημμένου» με το Τζουμέρκο. Προκαταβολικά ένα μεγάλο ΕΥΓΕ!
…………………………
Καρπός πολύτιμος πολυετούς έρευνας και βιωματικής σχέσης είναι το βιβλίο του Χρυσότομου Γ. Μποκογιάννη «Μήγερη και Μηγερίτες». (Ιστορία του Τετράκώμου και Καψάλων Άρτας).
Διακόσιες πενήντα τέσσερις σελίδες μεγέθους Α4 γεμάτες Τζουμέρκο, κατάθεση ψυχής για τον τόπο μας από τον Χρυσόστομο, μια δυνατή φωνή: «Ας τα επισκεπτόμαστε (τα χωριά μας) όλοι πιο τακτικά και να περνούμε σ’ αυτά μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας ανάλογα με τις δυνατότητες».
Αρχικά ερμηνεύει το όνομα «η Μήγερη» ή «το Μήγερι» ή «το Μιερι» καταφεύγοντας στον Σεραφείμ Ξενόπουλο και καταλήγοντας στην άποψη ότι «η προέλευση του ονόματος, (είναι) πιθανότατα ξενική».
(Τετράκωμο)
Συνεχίζει με ιστορική περιήγηση. Μας εξηγεί ότι η περιοχή Τετρακώμου - Καψάλων κατοικείται από την αρχαία εποχή. Το χωριό παρέμεινε στο αρματολίκι των Τζουμέρκων και ήταν κτήμα της μητέρας του Σουλτάνου. Τα προνόμια καταπάτησε ο Αλή Πασάς, όταν το 1816 άρπαξε με τη βία 935 χωριά. Ένα απ’ αυτά ήταν και η Μήγερη. Τελευταίος ιδιοκτήτης της Μήγερης ήταν ο Αβραάμ Πασάς Καρακεχαγιάς.
Οι Μηγερίτες προς το τελος του 18ου αιώνα 1750 - 1800 αναγκάστηκαν σε ομαδική φυγή προς το Βάλτο και άλλοι σε άλλα μέρη (Παλιοκαριά Τρικάλων, Κερασιά Καρδίτσας). Ετσι, λοιπόν δικαιολογείται γιατί η περιοχή δεν είναι πυκνοκατοικημένη. Συνεχίζει με αναφορά στους Σουλιώτες και τη δράση τους στην περιοχή.
(Τερπνάς Καψάλων)
Παρουσιάζει αναλυτικά τη συμμετοχή των κατοίκων στην επανάσταση του 1821, του 1854, 1866 και 1878. Ένα σπουδαίο έγγραφο, το υπ’ αριθμ. 2771/19-10-1884 (Συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Άρτας Κωνσταντίνου Ι. Βάλα), είναι το συμβόλαιο εξαγοράς του χωριού και το οποίο ο συγγραφέας το παραθέτει αυτούσιο.
Η Μήγερη περιήλθε (15 Σεπτερμβρίου 1888) στην ιδιοκτησία του Καραπάνου. (Να σημειώσουμε πως ο συγγραφέας τώρα ασχολείται με τη συγγραφή της δράσης των Καραπαναίων). Μαθαίνουμε ακόμη για την προσφορά των Μηγεριτών στον Μικρασιατικό πόλεμο. Τέλος, παρουσιάζει τη δράση του στρατιωτικού και πολιτικού ανδρός Λεωνίδα Σπαή (1892 – 1980), άξιο τέκνο της Μήγερης. «Με τον πολιτικό Σπαή μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί ο καθένας μας. Αυτό δε μειώνει το μεγάλο ρόλο που έπαιξε στη νεότερη Ελληνική Ιστορία. Η δράση του ήταν επωφελής για την Ελλάδα και το λαό της. Με τον στρατιωτικό Σπαή, όλοι συμφωνούσαν, ότι ήταν ένα εξαίρετο μυαλό, με καθαρή σκέψη και γενναιότητα απαράμιλλη».
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου επιγράφεται «Περιήγηση στα χωριά μας». Εξαίρετες φωτογραφίες από το Τετράκωμο και τα Κάψαλα συνοδεύουν εύστοχα διευκρινιστικά σχόλια. Εξήντα δύο έγχρωμες φωτογραφίες μας οδηγούν στο Τετράκωμο και τα Κάψαλα και τα σχόλια μας κάνουν κοινωνούς της Μηγερίτικης ζωής. Χάρτης της περιοχής από δορυφόρο, φωτογραφίες που εικονίζουν τη Τζουμερκιώτικη ομορφιά, όλες τις εποχές του έτους.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου «Οι Οικογένειες της Μήγερης» περιλαμβάνονται όλες οι οικογένειες που μένουν, έμειναν ή πέρασαν από τη Μήγερη. Παρατίθενται πίνακες γενεαλογικών δέντρων, (σπουδαία και κατατοπιστική για όλους δουλειά).
Και τέλος, ένας επίλογος- μια συγκινητική πρόσκληση επίσκεψης στα Τζουμερκοχώρια.
«Η ηρεμία και ξεκούραση προσφέρεται απλόχερα. Η καλοσύνη και φιλοξενία όσοι επιμένουν να ζουν μόνιμα στην όμορφη γωνιά μας είναι μοναδική.
Το μειονέκτημα των διάσπαρτων οικισμών και σπιτιών, τώρα με τους δρόμους και τα αυτοκίνητα είναι πλεονέκτημα. Απολαμβάνεις τη φύση και την ηρεμία κάτω από την κληματαριά της αυλής σου και όποτε θέλεις θα βρεις μια καλοσυνάτη παρέα στις πλατείες και τα καφενεία.
Ας τα επισκεπτόμαστε όλοι πιο τακτικά και να περνούμε σ’ αυτά μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας ανάλογα με τις δυνατότητες».
(Τετράκωμο. Λαογραφικό Μουσείο)
Τη διόρθωση έκανε ο ιερέας Δημήτρης Μπόκος. Τη σύνθεση εξωφύλλου, την ηλεκτρονική σελιδοποίηση η γραφίστρια Ελένη Χ. Μποκογιάννη. Η εκτύπωση και η βιβλιοδεσία έγινε στην ΛΥΧΝΙΑ Α.Ε. Οι φωτογραφίες είναι του συγγραφέα.
Εν κατακλείδι:
Το έγραψα και θα το ξαναγράψω:
Μιαν Απριλιάτικη βραδιά, μια νύχτ’ αστερωμένη
ψηλά στου Πίνδου τα βουνά μονάχος μου καθόμουν
κι’ εκύτταζα στον ουρανό, κι’ εκρυφοσυλλογιόμουν
Πώς ζει ο δόλιος άνθρωπος, πώς ζεί και πώς πεθαίνει.
κι’ εκύτταζα στον ουρανό, κι’ εκρυφοσυλλογιόμουν
Πώς ζει ο δόλιος άνθρωπος, πώς ζεί και πώς πεθαίνει.
Κώστας Κρυστάλλης
(Αγέρωχα, περήφανα τα χιλιοτραγουδισμένα Τζουμέρκα)
Μέσα στη φθισικιά «ενεργητικότητα» της Αθήνας, παρέα με τον πανζουρλισμό που μεταφράζεται σε χαράτσια, δόσεις, κουτσουρεμένες συντάξεις, ενέργειες, μετενέργειες και προβλήματα μέχρι «τω δόξα πατρί», «αγωνία» για το αν θα έλθει ή όχι η ΤΡΟΪΚΑ και πώς θα φύγει, καλούμαστε να χαμογελάσουμε, και να συλλογιστούμε: «Πώς ζει ο δόλιος άνθρωπος, πώς ζει και πώς πεθαίνει».
Με τη διευκρίνιση ότι αυτός ο συλλογισμός δε γίνεται μόνο τον Απρίλη, όπως λέει και ο βουκόλος Ηπειρώτης – Τζουμερκιώτης ποιητής, Κώστας Κρυστάλλης, δεν είναι απλά μηνιάτικο φαινόμενο, είναι καθημερινό, αφορά τη στιγμή και το δευτερόλεπτο. Έτσι τα καταφέραμε…
Και κάπου - κάπου εμφανίζονται οάσεις. Οάσεις αναψυχής, απάντησης και απαντοχής. Απαντοχή για κάτι καλύτερο, τιμιότερο και αγνότερο. Απάντηση ζεστή, ηπειρώτικη, ντόμπρα και καθαρή. ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΙΚΗ.
Κι όσοι την αποζητούν, ευθέως συνιστώ να διαβάσουν το βιβλίο του Χρυσόστομου Ι. Μποκογιάννη: «Μήγερη και Μηγερίτες».
Μια κατάθεση ψυχής για τα Τζουμέρκα, ενός παθιασμένου, ατόφιου, αγνού και πιστού Τζουμερκιώτη.
Σε ευχαριστούμε Χρυσόστομε!!!
Καλή αντάμωση στα χωριά μας. Εκεί για να τραγουδήσουμε και να πλαντάξουμε με τον καημό της βοσκοπούλας στη βρύση, την κρυόβρυση…
(Στην βρύση την κρυόβρυση, στην βρύση την κρυόβρυση που ‘ναι το κρυονέρι μια βλαχοπούλα πήγαινε με το ασκί στο χέρι. Βουργαρέλι 1944)
Θεέ μου, βρέξε, χιόνισε, κάνε βαρύ χειμώνα,
για να σαπούνε τα σχοινιά, να πέσουν τα κουδούνια,
να χάσ’ ο νιος τα πρόβατα, να χάσ’ η νια τα γίδια,
να χάσ’ ο νιος τα πρόβατα, ναρθεί στην αγκαλιά μου.
Δημοτικό Τραγούδι Τζουμέρκων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου