Δεν ξέρω πόσοι από σας
είδατε χτες τον Βαγγέλα να καμαρώνει δηλώνοντας ότι "τώρα πλέον όλοι
παραδέχονται ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο" αλλά εγώ ήμουν τυχερός που δεν
είχα κοντά μου τασάκι και γλίτωσα από την δαπάνη αγοράς καινούργιας τηλεόρασης.
Ρε σεις, ο χοντρός, αν δεν μας δουλεύει χοντρά, βρίσκεται εκτός τόπου και
χρόνου! Κάποτε σηκώσαμε τα χέρια ψηλά και μπήκαμε υπό την επιτήρηση της τρόικας
με χρέος 120% του ΑΕΠ και σήμερα που το χρέος έχει εκτιναχθεί στο 180% του ΑΕΠ
είμαστε διαχειρίσιμοι; Θα τρελλαθούμε τελείως; Εν πάση περιπτώσει, στο χτεσινό
σημείωμα είπα ότι σήμερα θα μιλήσουμε επιστημονικά. Όχι τίποτ' άλλο αλλά για να
μη μας κατηγορούν ότι μιλάμε με αφορισμούς ή ότι αυτά που λέμε είναι ανεδαφικά.
Μάλιστα δε, θα μιλήσουμε με καπιταλιστικούς όρους ώστε να αποφύγουμε και την
κατηγορία πως τάχα μιλάμε με μαρξιστικές παρωπίδες. Πάμε, λοιπόν:
Πρώτο
δεδομένο: Όπως λέγαμε στα προηγούμενα, το ετήσιο ισοζύγιο του δημόσιου τομέα
δίνεται σχηματικά από την διαφορά Δαπάνες μείον Έσοδα (Δ - Ε).
Προφανώς, αν το υπόλοιπο της αφαίρεσης είναι αρνητικό, το ισοζύγιο παρουσιάζει
πλεόνασμα. Σε περίπτωση που το ισοζύγιο είναι θετικό (άρα ελλειμματικό), το
δημόσιο πρέπει να καλύψει την διαφορά με τραπεζικό δανεισμό.
Παρατήρηση:
Εφ' όσον τα δημόσια έσοδα προέρχονται αποκλειστικά από την φορολογία, η εμφάνιση
πλεονάσματος σημαίνει ότι το δημόσιο εισέπραξε από φόρους περισσότερα χρήματα
από όσα χρειαζόταν πραγματικά. Δηλαδή, πλεονασματικό ισοζύγιο σημαίνει
υπερφορολόγηση. Απλούστατον!
Δεύτερο δεδομένο: Τα χρήματα που διαθέτει
μια τράπεζα προέρχονται από Ιδιωτικές Καταθέσεις (ΙΚ). Κι επειδή η
τράπεζα είναι κερδοσκοπική επιχείρηση, δεν φυλάει αυτές τις καταθέσεις στα
συρτάρια της αλλά τις αξιοποιεί χρηματοδοτώντας είτε Ιδιωτικές Επενδύσεις
(ΙΕ) είτε το δημόσιο. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τράπεζα
διαθέτει για χρηματοδότηση του δημοσίου το υπόλοιπο της διαφοράς Ιδιωτικές
Καταθέσεις μείον Ιδιωτικές Επενδύσεις (ΙΚ - ΙΕ).
Συμπέρασμα: Από όσα
προαναφέραμε, καταλήγουμε σε μια βασική για τον καπιταλισμό σχέση, η οποία είναι
γνωστή σε κάθε πρωτοετή φοιτητή οικονομικής σχολής: ΙΚ - ΙΕ = Δ -
Ε. Φυσικά, αυτή η απλοποιημένη σχέση είναι καθαρά θεωρητική και
έχει υποδειγματική εφαρμογή σε μια κλειστή οικονομία. Όμως, όσο κι αν σε μια
ανοιχτή οικονομία υπεισέρχονται κι άλλες παράμετροι, η βάση της εξακολουθεί να
ισχύει.
Πάμε τώρα να δούμε μερικά από τα παράδοξα που
συμβαίνουν σήμερα.
(α) Σκοπός τής κυβέρνησης -λέει- είναι να πάρουν μπρος οι
επενδύσεις, δηλαδή να αυξηθεί το ΙΕ. Πώς να γίνει αυτό, όμως; Αφού η
ακολουθούμενη πολιτική υποχρεώνει τους πολίτες να σηκώνουν λεφτά από τις
τράπεζες αντί να καταθέτουν, το ΙΚ είναι αρνητικό σε ετήσια βάση. Κάπου
εδώ έρχεται η περίφημη "ανακεφαλαιοποίηση" (τί όρος, θεέ μου!) να μπαλώσει το
κενό. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι αυτή η ανακεφαλαιοποίηση αυξάνει
το Δ (την δημόσια δαπάνη), οπότε απαιτείται περαιτέρω μείωση
του ΙΕ για να διατηρηθεί η ισότητα στην σχέση. Με άλλα λόγια: όσο
το ΙΚ παίρνει αρνητικές τιμές, η βασική σχέση που αναφέραμε πιο πάνω
καταρρέει.
(β) Οι αρνητικές καταθέσεις (το αρνητικό ΙΚ) υποχρεώνουν
τις τράπεζες να μειώσουν το ΙΕ ώστε να διατηρήσουν την ισορροπία τους.
Δηλαδή, όσο οι πολίτες αδυνατούν να αυξήσουν τις καταθέσεις τους, τόσο οι
τράπεζες θα επιδιώκουν να εισπράξουν τα δάνεια που έχουν ήδη χορηγήσει αντί να
χορηγούν καινούργια. Άρα, όποιος ονειρεύεται αύξηση των επενδύσεων σε συνθήκες
λαϊκής φτώχειας, μοιάζει λιγώτερο λογικός από τον Δον Κιχώτη τού
Θερβάντες.
(γ) Όπως είπαμε πιο πάνω, η ύπαρξη πλεονασματικού ισοζυγίου
σημαίνει ότι η διαφορά Δ - Ε είναι αρνητική. Συνεπώς, ισόποσα αρνητικό
πρέπει να είναι και το πρώτο μέρος τής βασικής σχέσης, δηλαδή το ΙΚ -
ΙΕ. Ναι, αλλά αρνητικό ΙΚ - ΙΕ σημαίνει ότι οι τράπεζες διαθέτουν
για δανεισμό προς τις επιχειρήσεις περισσότερα χρήματα από όσα μαζεύουν από
καταθέσεις. Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι μακροπρόθεσμα απλώς αδύνατον, εκτός αν
βρεθεί κάποιος (π.χ. κυβέρνηση, EFSF, ΕΚΤ κλπ) και μπαλώσει το κενό. Άρα:
πλεονασματικό ισοζύγιο σε περίοδο ύφεσης (δηλαδή μείωσης των καταθέσεων)
σημαίνει επιδείνωση της κατάστασης για τις τράπεζες.
Θα μπορούσε κάποιος να
αντιτείνει σε όσα είπαμε ότι όλα αυτά τα θεωρητικά αφορούν το κεϋνσιανό μοντέλο
ενώ σήμερα ακολουθούνται νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σωστό μεν, αλλά:
(α)
Κεϋνσιανισμός, νεοφιλελευθερισμός κλπ δεν αποτελούν παρά διαφορετικά κοστούμια
τού καπιταλισμού. Το ποιο κοστούμι χρησιμοποιείται κάθε φορά εξαρτάται από τις
περιστάσεις και δεν αλλάζει σε τίποτε την ουσία τού συστήματος.
(β) Ενώ στον
κεϋνσιανισμό υπάρχουν κάποια θεωρητικά μοντέλα, στον νεοφιλελευθερισμό δεν
υπάρχει κανένα. Η θεωρία που στήριξαν οι Σουμπέτερ, φον Χάγιεκ, Φρήντμαν κλπ δεν
βασίζεται σε μοντέλα αλλά στην εικασία ότι όλα τα στραβά διορθώνονται αν δοθεί
στο κεφάλαιο απεριόριστη ελευθερία δράσης δίχως οποιαδήποτε παρέμβαση.
(γ) Τα
κεϋνσιανά μοντέλα έχουν δοκιμαστεί στην πράξη και έχουν βγει πολλά συμπεράσματα,
γι' αυτό και αναφερόμαστε σ' αυτά ακόμη και σήμερα. Αντίθετα, όπου εφαρμόστηκαν
στην πράξη οι εικασίες τού νεοφιλελευθερισμού , τα αποτελέσματα δεν δικαίωσαν
τους εμπνευστές τους. Φυσικά, οι τελευταίοι δεν παραδέχτηκαν ποτέ ότι οι θεωρίες
τους είναι λανθασμένες αλλά ισχυρίζονται ότι οι οποιεσδήποτε αστοχίες οφείλονται
στο ότι αυτές οι θεωρίες δεν εφαρμόστηκαν σωστά. Υπ' αυτή την έννοια, ο
νεοφιλελευθερισμός μοιάζει με θρησκεία: ο θεός έπλασε τέλεια τον κόσμο και όσα
στραβά συμβαίνουν οφείλονται στην πλημμελή τήρηση των εντολών του.
Δεν θέλω
να κουράσω περισσότερο τον αναγνώστη, αν και ελπίζω πως όσα είπαμε ως εδώ έγιναν
κατανοητά. Φαίνεται ότι αυτοί που διαχειρίζονται την καπιταλιστική κρίση έχουν
χάσει την μπάλλα και μοιάζουν παγιδευμένοι σε κινούμενη λάσπη: όσο παλεύουν για
να βγουν από το τέλμα τόσο βαθύτερα βουλιάζουν. Το γενικό συμπέρασμα είναι πως ο
καπιταλισμός έχει χάσει τον μπούσουλα και η κρίση του τον οδηγεί σε αυτοαναίρεση
και, τελικά, σε μεγαλύτερα αδιέξοδα. Το σύστημα μπάζει από παντού και η
οποιαδήποτε αλλαγή διαχειριστή δεν πρόκειται να το σώσει. Χρειάζεται γκρέμισμα
και χτίσιμο από την αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου