Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Το Πωγώνι του Χριστόφορου Μηλιώνη


Tου αείμνηστου  συγγραφέα, φιλόλογου Χριστόφορου Μηλιώνη 

Λένε πώς όλα τά χέλια του κόσμου ξεκινούν άπό λίμνες καί ποταμούς, διασχίζουν ώκεανούς διαβαίνουν στεριές καί έπιστρέφουν στή θάλασσα τών Σαργασσών γιά νά γεννήσουν καί νά πεθάνουν. Ή κανούρια γεννιά θά κάνη άντίστροφα τό δρόμο τής προηγούμενης ύπακούοντας σ’ ένα άνεξήγητον άταβιστικό νόμο...

"Εναν τέτοιο νόμο άκολουθούν κι’ οί Πωγωνήσιοι (κοινόν άλλωστε στούς πιό πολλούς Ήπειρώτες) χρόνια καί χρόνια τώρα πού άλλοτε έσερνε τό ρεύμα γιά τήν Πόλη καί τή Βλαχιά, καί τώρα πρός τά μεγάλα άστικά κέντρα τής Ελλάδος κι έξω άπ’ αύτήν Αύστραλία Αμερική.
Δέν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο νά μιλώ γιά τό Πωγώνι μακρυά άπ’ αύτό. Τό Πωγώνι είναι πάντα καί μονάχα άνάμνησι καί νοσταλγία.
Τά παιδικά μας χρόνια χαμένα μέσ’ τούς μεγάλους ίσκιους τών βουνών μέ τά σκληρά όνόματα, άνάμεσα Μουργκάνα, Νεμέρτσικα, Κασιδιάρη κι Άκροκεραύνεια. Βουνά, πού οί άνθρωποι μιά καί δέν είναι άναγκασμένοι νά φιλιωθούν μαζί τους, τά παρακάμπτουν καί προτιμούν τις μικρές κοιλάδες καί τις ύπώρειες. Οταν όμως γέρνη νά βασιλέψη ό ήλιος μακρυά πρός τό Αργυρόκαστρο, πίσω άπό τ’ ’Ακροκεραύνεια, άπλώνουν οί ίσκιοι τών βουνών καί κάθονται πλάκωμα πάνω στό στήθος, Κι άντίκρυ, στόν κάμπο τής Δερόπολης τά νερά του Δρίνου στέλνουν άνταύγειες άπό τό ήλιοβασίλεμα, πρώτο έρέθισμα στήν παιδική φαντασία πού τ’ άπλώνει τά κάνει θάλασσα κι άπάνω ρίχνει τά καράβια τής φυγής.

Οχι γιά τήν περιπέτεια. Πριν ώριμάσουν τά παιδιά έχουν κιόλας άποχτήσει τήν σκυθρωπή σοφία του γέρου χωρίς νάχουν περάσει άπό τό στάδιο τής έξαλλης όρμής. Καί θά τήν κρατήσουν σ’ όλη τους τή ζωή τή βαρύτητα στό ύφος. Ισως νάναι αύτός ό ίσκιος τών βουνών, ίσως τά σκαμμένα πρόσωπα τής καθημερινής συναναστροφής, ίσως άκόμη τούτος πού σέρνεται σέ κάποιο φαράγγι - όλος νοσταλγία, συγκρατημένο παράπονο καί στέρηση. 
«Γιώργο μέ πήρε ή άνοιξι, 
πήρε τό καλοκαίρι 
χώρα φουντώνουν τά κλαριά 
καί κλειούν τά μονοπάτια 
Γιώργο καί σύ δέ φαίνεσαι 
δέν κούγεσαι γιά νάρθης».
Τά παιδικά μας χρόνια νανουρίστηκαν μ’ αύτό τό παράπονο τής μάννας πού ζή δίχως τόν άντρα, μέ ιστορίες γιά ληστές, Αρβανίτες καί Καστρινούς μπέηδες. Ακόμα τις θυμούμαστε: Οπως έκείνη γιά τό Βασίλη Δούκα, πού τή δεύτερη μέρα τού γάμου του, τού ζήτησε ό μπέης τή νύφη, τάχα γιά νά ζυμώση τό ψωμί του...
Μπέη μου του άπάντησε, άκόμα δέν τήν είδα έγώ καί θά τή στείλω στό σπίτι σου;
Καί τήν άλλη μέρα βρήκαν τό Βασίλη Δούκα στή μέση του δρόμου μ’ ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο στό στήθος - τριαμερίτικος γαμπρός.
Η τήν άλλη γιά τό άλογο του γέρου Χρήστου, πού ήταν ρούσο κι όμορφο κι ό μπέης τόχε βάλει στό μάτι κι όλο τό άγγάρευε γιά νά πηγαινοέρχεται στό γονικά του κάστρο ώσπου ό γέρος δέν άντεξε πειά κι ένα πρωί άντί νά τό στολίση μέ χάμουρα καί τραχηλιέο, του φερε μιά στό κούτελο μέ τό τσεκούρι, τάνοιξε στά δυό τό κεφάλι καί τό ξάπλωσε έκεί στή μέση τής αύλής του, νά μή μπορή πειά κανείς νά τού τό πάρη... Κι όταν τόν ρώτησε ό μπέης γιατί τόκανε, του άπάντησε πώς ήταν καιρός νά τό χαρή κι αύτός λίγο....

Θυμούμαστε βέβαια καί τούς παστρικούς όντάδες, κάποιον άγέρα άρχοντιάς στήν ψυχή πειό πολύ καί στά φερσίματα, θυμούμαστε πειό πολύ άκόμα τούς Πωγωνίσιους χορούς μέ άργό βάδισμα, τάσπρα σεγκούνια μέ τά χρυσά κουμπιά καί έκείνες τις όμπόλιες άπό ζοφρανισμένο μετάξι... Καί γύρω στό χορτάρι τούς γερόντους καί τούς ξενητεμένους πού είχαν γυρίσει μέ μιά χρυσή καδένα στό γιλέκο καί τό (τζάνουμ) πρόθυμα πάντα, πού δήλωνε πλούσια καρδιά πειό πολύ, παρά πουγκί.

Κι υστέρα ήρθε ό πόλεμος κι ή κατοχή μέ τό άντάρτικο πού μάς έξοικείωσε μέ άλλα πράματα πού ώς τότε δέν τά ξέραμε: τις καθημερινές μάχες (αύτές οί σφαίρες είναι τροχιοδεικτικές, αύτός ό κρότος ντουφεκιού είναι άπό μάουζερ, τό πολυβόλο πού κροταλίζει είναι Μπρέν), τό θάνατο, τή φωτιά, τούς καπνισμένους τοίχους, καί τήν έλονοσία πού στεφάνωνε τά μάτια μέ μαύρους κύκλους καί έκανε τά κορμιά νά ριγούν στόν Αύγουστιάτικο ήλιο, ξαπλωμένα στή μέση του δρόμου. Μή μου ζήτάτε νά μιλήσω γιά τις καμένες σάρκες...
















Λέγαμε πώς πειά δέν θά ξανάρθη Ειρήνη. Κάποτε ήρθε, μά δέν μάς βρήκε. Είχαμε φύγει έμείς. Λίγοι τώρα μένουν έκεί. Κυρίως αύτοί πού περιμένουν σειρά νά κοιμηθούν. Ωστόσο ώσπου νά τούς έρθη ή ώρα κρατούν άνοιχτό τό σπίτι φτιάχνουν τούς δρόμους καί καθαρίζουν τίς αύλές γιά νά μήν κλείσουν άπ' τούς άρκουδόβατους. Γιατί τό καλοκαίρι θά ρθούν τά παιδιά γιά δέκα μέρες νά χορέψουν καί νά τραγουδήσουν Πωγωνήσια τραγούδια στόν τόπο τους...

Ά, τά Πωγωνήσια τραγούδια! Ποιός ξένος μπόρεσε νά τά νοιώση; Κανείς πού δέν είδε ν’ άρχίζη μέ μοιρολόγι γεμάτο πάθος (άλήθεια τί άντινομία) καί νά τελειώνει μέ μοιρολόγι, πού δέν άκουσε τούς μσκρόσυρτους συρτούς ν’άνταλλάσωνται άνάμεσα στό χορό τών άντρών καί τό χορό τών γυναικών, όταν γυρνούν άπό τά μακρυνά ξωκκλήσια:
"Τόν άμμον ά— ή μαύρη έγώ 
τόν άμμον άμμο πήγαινα 
κι άγνάντευα τή θάλασσα."
Τό άκουσα τούτο τό τραγούδι, χαμηλόφωνα, ένα βράδυ κάτω άπό τά φοινικόδεντρα, στήν παραλία τής Βηρυτού.’Ηταν ένας γέρος μέ στεγνό πρόσωπο άκουμπισμένος σ’ έναν τοίχο τού λιμανιού.
Πήγα καί στάθηκα δίπλα του, άρπαξα τόν γνώριμο σκοπό καί συνέχισα μέ βαθύτερη φωνή:
«θάλασσα πι ή μαύρη έγώ
θάλασσα πικροθάλασσα 
τί μούκανες τόν άντρα μου».
Υστερα άπό λίγη ώρα ό γέρος άπό τά ριζά τής Νεμέρτσικας είχε άκουμπήσει στόν ώμό μου πάνω άπ’ τό τραπέζι μέ τά δυό ποτήρια, μιλούσε μέ φωνή πού έτρεμε καί μου ζητούσε νά τού πώ μοιρολόγια. Χάΐ—χάϊ είπε ύστερα, δέ βαστώ άλλο, θά γυρίσω...
—Καιρός είναι τού είπα.
Ό νόμος πού σάς ελεγα είχε άρχίσει νά γίνεται έπιτακτικός μέσα του.
Πήγαινε ν’ άναπαυθή...

Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα "Φωνή του Πωγωνίου" - Φύλλο 651

www.adelfotitavissanis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: