Η κατοχή των Ιταλών και στη συνέχεια των Γερμανών την περίοδο 1941 - 1944 είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα και δυσκολίες στους κατοίκους της πόλης μας, τα Γιάννινα. Όλοι προσπαθούσαν να βρουν τρόφιμα και σιτηρά για να εξασφαλίσουν το φαγητό της οικογένειάς τους, γιατί η πείνα είχε εμφανιστεί και στην πόλη από έλλειψη αγαθών.
Επίσης, δυσκολίες παρουσιάζονταν και στο θέμα του ντυσίματος και της προμήθειας παπουτσιών των μελών των οικογενειών μας, γι' αυτό και οι μεταποιήσεις ρούχων και οι επισκευές και τα μπαλώματα παπουτσιών γίνονταν συνέχεια.
Ήταν περίοδοι της κατοχής που οι συναλλαγές γίνονταν είδος με είδος, γι' αυτό πολλές οικογένειες των Γιαννίνων έδιναν καλά ρούχα και έπιπλα σε κατοίκους των χωριών της περιοχής μας, που είχαν γεννήματα, για να πάρουν λίγα σιτηρά και όσπρια. Στο πάλεμα για την αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων της κατοχικής ζωής βοηθούσαν οι καλές ανθρώπινες σχέσεις των παλιών Γιαννιωτών κι ο ένας βοηθούσε τον άλλον με κατανόηση και αγάπη.
Έτσι, συνεχίζονταν οι επισκέψεις μεταξύ των συγγενών, φίλων και γειτόνων, για να κουβεντιάσουν, να φάνε ένα οπωρικό (φρούτο) το καλοκαίρι από τα οπωροφόρα δέντρα του μπαχτσιέ και να πιουν τον κριθαρένιο καφέ, πολλές φορές πικρό, μια και έλειπε η ζάχαρη. Η έλλειψη της ζάχαρης είχε σαν αποτέλεσμα οι Γιαννιώτισσες να μη μπορούν να κάνουν τα ωραία γιαννιώτικα γλυκά κι ιδιαίτερα τα γλυκά του κουταλιού, όπως το κούμπλο, το βύσσινο, το σύκο, το μελιτζανάκι, το κυδώνι και άλλα.
Μέσα στις κοινωνικές υποχρεώσεις ήταν και οι γάμοι. Έστω κι αν ήταν κατοχή και οι δυσχέρειες πολλές γάμοι γίνονταν, γιατί άλλοι ήταν αρραβωνιασμένοι και άλλοι λογοδοσμένοι και μερικοί ερωτεύονταν εκείνη την περίοδο κι έτσι αποφάσιζαν να ενώσουν τις φτώχειες τους και με τις οικογένειές τους να παλέψουν να ζήσουν μαζί κι αγαπημένοι. Τότε όμως γίνονταν και γάμοι συμφέροντος, για να μπορέσουν να ζήσουν αυτοί και οι οικογένειές τους πιο άνετα. Θυμάμαι δυο - τρεις τέτοιες περιπτώσεις.
Ο Γιώργος, λοιπόν, ήταν ένα εικοσιτετράχρονο παλικάρι, όμορφο, μελαχρινό και μετρίου αναστήματος. Κατοικούσε με τη χήρα μάνα του σ' ένα φτωχικό σπίτι στη συνοικία της πόλης μας, την Καραβατιά.
Σ' αυτό το φτωχικό σπιτικό είχε και τα σύνεργα του μπαλωματή και μπάλωνε με «φόλες» τα παπούτσια των φτωχών κυρίως γειτόνων, καθώς και των κατοίκων των άλλων γειτονιών των Γιαννίνων. Στις γειτονιές αυτές πήγαινε μόνος του και από όλες σχεδόν τις γνωστές του οικογένειες έπαιρνε τα χαλασμένα παπούτσια και, αφού τα επιδιόρθωνε, τα πήγαινε πάλι μόνος του. Με τον τρόπο αυτόν εξασφάλιζε πελατεία κι έτσι έβγαινε καλύτερα το μεροκάματο κι η ζωή κυλούσε με τη νοικοκυρά και ήρεμη μάνα του φτωχικά μεν, αλλά όχι με ιδιαίτερες δυσκολίες.
Ο Γιώργος ήταν ανοιχτόκαρδος και ευχάριστος τύπος, γι' αυτό και είχε πολλές παρέες. Εμείς στο σπίτι μας τον γνωρίσαμε, επειδή έκανε παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό Κώστα. Στη συνέχεια συνδεθήκαμε με οικογενειακή φιλία και με τη μάνα του την κυρά Φανή και ανταλλάσσαμε επισκέψεις. Περισσότερο έρχονταν στο σπίτι μας εκείνη όταν χρειάζονταν ζαρζαβατικά (λαχανικά) να πάρει από το μποστάνι μας, που ήταν στη γειτονιά του Άη - Γιώργη του Νεομάρτυρα.
Ερχομένη λοιπόν στο σπίτι μας, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας, έλεγε στη μάνα μου, πίνοντας τον καφέ ή τρώγοντας το γλυκό του κουταλιού, που της είχε προσφέρει, τον καημό της. Αυτός ήταν να παντρέψει το Γιώργο της με μια νοικοκυρά Γιαννιωτοπούλα και όχι με «τσάτσα» χωριάτσα. Η μάνα μου της έλεγε ότι υπάρχουν και καλά κορίτσια στα χωριά μας, που μπορούν να γίνουν καλές νύφες και γυναίκες στα γιαννιώτικα σπίτια, που έχουν παιδιά της παντρειάς. Εκείνη ήταν ανένδοτη, ήθελε για το Γιώργο της κορίτσι από τα Γιάννινα, για να την τιμήσει και να την αγαπήσει καλύτερα.
Ήρθε όμως η κατοχή. Τα πράγματα δυσκόλεψαν για όλους τους κατοίκους της πόλης μας, καθώς και για το Γιώργο και τη μάνα του. Η δουλειά του είχε λιγοστέψει πολύ και με δυσκολία «τα 'βγαζαν πέρα», έστω κι αν η κυρά - Φανή πήγαινε σε σπίτια κι έκανε θελήματα, για να βοηθήσει το σπίτι τους.
Σ' αυτή την περίοδο ένας γείτονάς τους, που κατάγονταν από κοντινό χωριό, πρότεινε στο Γιώργο να παντρευτεί μ’ ένα καλό κορίτσι του χωριού του, που ο πατέρας της είχε χωράφια και πρόβατα και με τα μπόλικα γεννήματα, το γάλα, τα τυριά, τις κότες, τα αυγά και άλλα θα σωθούν αυτός κι η μάνα του από την επερχόμενη στο σπιτικό τους πείνα.
Η πρόταση αυτή του Γιώργου του καλάρεσε, αλλά όταν το είπε στη μάνα του, εκείνη έγινε «θηρίο». Ύστερα ο Γιώργος το συζήτησε με τους συγγενείς και φίλους του κι αφού είδε και το κορίτσι, αποφάσισε να γίνει ο γάμος, γιατί έβλεπε ότι στο σπίτι τους δεν υπήρχε τίποτα σχεδόν από φαγώσιμα (λίμπες άδειες, που λέμε).
Η μάνα του ήταν ανένδοτη, κι όπου βρισκόταν κι όπου στέκονταν έλεγε για την απόφαση του γιου της να πάρει χωριάτσα: «Ακούς ο Γιώργος μου να θέλ' να παντρευτεί 'γκορτσιά'». Το έλεγε ίσως αυτό, γιατί οι γκορτσιές (αγριοαχλαδιές) βρίσκονται στα χωριά της περιοχής μας.
Η κυρά - Φανή δεν άλλαξε στάση κι όταν το σπίτι τους γέμισε από καλούδια του χωριού και ιδιαίτερα από σιτάρι, που ο Γιώργος πήγε ένα τσουβάλι στο μύλο του Σκαρβέλη και με το αλεύρι του χόρτασαν ψωμί, που ζύμωσε η νύφη.
Από τον αδελφό μου Κώστα μάθαμε ότι, ο γάμος θα γίνονταν αυτή την Κυριακή που μας έρχεται, το απόγευμα, στην εκκλησία του Αρχιμαντρειού, μεταξύ λίγων συγγενών και φίλων, λόγω κατοχής και του φερσίματος της μάνας του Γιώργου. Εκείνη τη μέρα εγώ και δύο άλλα γειτονοπούλα αποφασίσαμε να πάμε στο γάμο για να φάμε κανένα κουφέτο ή ζαχαρκό που θα ρίχνανε στο ζευγάρι με το ρύζι τη στιγμή του χορού του Ησαΐα, αν φυσικά είχανε βρει σε ζαχαροπλαστείο των Γιαννίνων.
Πλησιάζοντας στην κεντρική πόρτα του Αρχιμαντρειού ακούσαμε φωνές σαν μοιρολόγι. Ξαφνιασμένα σιμώσαμε πιο κοντά και είδαμε τη μάνα του Γιώργου καθισμένη στο πεζούλι της εξώπορτας της εκκλησίας να χτυπιέται και να φωνάζει μακρόσυρτα: «Γιώργουουου χαλασιά μ'», ενώ δύο γυναίκες προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν.
Μπροστά στο θέαμα αυτό και τις φωνές δεν μπήκαμε στην εκκλησία. Πάντως, ο γάμος του Γιώργου με τη χωριάτσα έγινε, έστω και με τη συνοδεία του: «Γιώργου χαλασιά μ'»!