Πόσο
σημαντικό είναι να βρίσκουμε γραφές-
καταγραφές σαν αυτή της Μαρίας Γαβαλά,
για θέματα που είναι πολύ δύσκολα κι
ευαίσθητα όπως αυτό του «Κόκκινου
σταυρού» από τις εκδόσεις Πόλις. Εμείς
το πιάσαμε στα χέρια μας μέσω ενός
μεγάλου φιλοσοφικού ταξιδιού που
συνεχίζεται με την μορφή της αναζήτησης
του φωτός σε σκοτεινές και δύσβατες
εποχές και αποφασίσαμε να συζητήσουμε
με τη συγγραφέα του βιβλίου, Μαρία
Γαβαλά.
1.Πώς φτάσατε
να γράψετε μια τόσο δύσκολη ιστορία σαν
αυτή που μας αφηγείστε στον «Κόκκινο
σταυρό»;
Μετά από
αρκετούς δισταγμούς και πολλή σκέψη.
Είδα την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη,
της Συλλογής Πρίντσχορν, που περιλαμβάνει
έργα ζωγραφικής των παραφρόνων
καλλιτεχνών, τους οποίους εξόντωσαν οι
Ναζί με τη μέθοδο της ευθανασίας και με
αιτία θανάτου την εξολόθρευση άχρηστων
ζωών. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη. Δεν
τολμούσα όμως να κάνω το επόμενο βήμα,
μη γνωρίζοντας σπουδαία πράγματα, ούτε
για την εποχή ούτε για το συγκεκριμένο
ζήτημα. Μέχρι που άρχισα να διαβάζω
σχετικά βιβλία, Ιστορίας και Ιστορίας
της Τέχνης. Το ένα βήμα φέρνει το άλλο.
Άρχισα την έρευνα, με τον τρόπο ακριβώς
που το επιχειρεί και η ηρωίδα μου μέσα
στο μυθιστόρημα. Επώδυνη δουλειά,
χρονοβόρα, με πολλούς λαβύρινθους στην
πορεία, αλλά και απολαυστική συνάμα,
κυρίως επειδή με οδηγούσε σε τόπους
αδιανόητους, ως τώρα, σε μένα. Διαβάζοντας
κείμενα, προσεγγίζοντας αρχεία, βλέποντας
ντοκιμαντέρ ή ξαναβλέποντας γερμανικές
ταινίες της περιόδου της Βαϊμάρης,
άρχισα να κατανοώ, σε μεγαλύτερο βάθος,
και το ζήτημα του Ναζισμού, όλον αυτόν
τον παραλογισμό του εγκλήματος, στην
ολότητά του.
2. Επειδή
βασίζεται σε μια πραγματική ή μάλλον
δυο πραγματικές ιστορίες μιας και
εμπλέκεται και η ζωή της αφηγήτριας
πόσο περίπλοκη είναι αυτή η γραφή,
αφήγηση και διαχείριση μιας τόσο δύσκολης
ιστορικής στιγμής;
Νομίζω πως
χωρίς τη σημερινή ιστορία, της ζωής της
σύγχρονης ηρωίδας, των σπουδών της, του
τρόπου που κινείται γύρω από αυτές,
κυρίως όμως της ιδιαιτερότητας του
διπλού δικαιώματος αίματος που φέρει
(είναι Ελληνίδα, από μητέρα, και Γερμανίδα,
από πατέρα), δεν θα υπήρχε και η «κάθοδος»
στις εποχές της Βαϊμάρης και της
ναζιστικής διακυβέρνησης στη Γερμανία.
Ούτε και στις περιόδους των δύο Παγκοσμίων
Πολέμων. Η σημερινή ηρωίδα, η Αριάδνη
Χόπε, μια τριαντάχρονη μεταπτυχιακή
σπουδάστρια στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης,
με καταγωγή από την Ελλάδα, αναζητεί
την πραγματική της ταυτότητα, ερευνά
μεταξύ άλλων και το «πού ακριβώς ανήκει»
η ίδια, τα όρια της ελευθερίας της ως
ατόμου και ως πολίτη. Ενδεχομένως, λόγω
του γερμανικού αίματός της, κουβαλά και
ψήγματα ενοχών, παρά το γεγονός πως
καταδικάζει απροκάλυπτα τον Ναζισμό,
σε όλες τις εκφάνσεις του, σε όλες τις
εποχές, απ’ όπου κι αν προέρχεται αυτός.
Οι δυσκολίες να διαχειριστεί τέτοιου
είδους καταστάσεις, όταν έρχεται σε
αμεσότερη επαφή με το θέμα της έρευνάς
της, όπως και με τη σημερινή πολιτική
και κοινωνική κατάσταση στην καρδιά
της Ευρώπης, νομίζω πως δένονται άρρηκτα
και με τις δικές μου δυσκολίες διαχείρισης
παρόμοιων προβλημάτων, στο επίπεδο του
μυθιστορήματος πλέον. Κι εγώ είχα ενοχές,
διαφορετικού τύπου όμως. Γύρω από το
πόσο ήμουν ή δεν ήμουν παρείσακτη μέσα
στα πάθη αυτών των ανθρώπων. Το ότι
εύρισκα ομοιότητες ανάμεσα στις δύο
εποχές, τη σημερινή και την εποχή της
εξολόθρευσης αυτών των ανθρώπων, με
βοηθούσε να νιώθω λιγότερο «εισβολέας»
σε γεγονότα και καταστάσεις που δεν
αποτελούσαν αμιγώς δικά μου βιώματα.
3.Πιστεύετε
στη ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης
ακόμη και αν ξεκινά μέσα από κάποιο
ίδρυμα όπως της συγκεκριμένης ζωγράφου;
Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, τα πράγματα
είναι συγκεχυμένα, αμφίσημα, και
χρειάζεται πολλή σκέψη κι άλλη τόση
συζήτηση για να απαντηθεί αυτό το
ερώτημα. Υπάρχουν τεκμηριωμένες απόψεις,
από ειδικούς, ότι η τέχνη των παραφρόνων,
η «καλλιτεχνία των παραφρόνων», όπως
ονομάστηκε, είναι κάτι διαφορετικό από
την τέχνη ανθρώπων που δεν έχουν διαλυμένο
εγώ, αλλά συμμετέχουν σε αυτό το οποίο
φτιάχνουν με ακεραιότητα συνείδησης.
Έχουν γραφτεί άπειρες σελίδες πάνω σε
αυτά τα θέματα. Σε πολλούς παράφρονες
δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει, καμιά δυνατότητα
ελευθερίας, όχι μόνο επειδή ζουν
ιδρυματοποιημένοι, αλλά και επειδή
περιβάλλονται διαρκώς από εχθρούς και
δεσμοφύλακες, με τους εσωτερικούς
δαίμονές τους να έχουν την πρωτοκαθεδρία.
Επομένως, οφείλουμε να επισημαίνουμε
δύο ειδών «ιδρύματα-ειρκτές». Το κτίριο
εγκλεισμού, ως χώρος θεραπευτικής αγωγής
αλλά και χειραγώγησης των ασθενών, από
τη μία, και τον ίδιο τον ψυχικό κόσμο
των εγκλείστων, από την άλλη, την ψυχική
ασθένεια αυτή καθαυτή. Οι παράφρονες,
πολύ συχνά, ζωγραφίζοντας, αμύνονται,
απέναντι σε εξωτερικούς και εσωτερικούς
εχθρούς. Εδώ δεν ξέρω, πόση ελευθερία
μπορεί να υπάρχει ακριβώς.
4.Υπάρχουν
όρια στην Τέχνη; Υπάρχει καλλιτεχνικό
περιεχόμενο, υπάρχει καλλιτεχνική
έκφραση ακόμη και πίσω από τα κάγκελα;
Θα ξανάλεγα
όσα πράγματα λέω και στην προηγούμενη
ερώτηση. Επιπλέον, οφείλω να επισημάνω
και τις διαφοροποιήσεις που ενδεχομένως
παρατηρούνται στο σύνολο των έργων που
αποτελούν την γενική «τοπιογραφία» της
καλλιτεχνικής δραστηριότητας των
ιδρυματοποιημένων ασθενών. Σε άλλα έργα
παρατηρούμε μεγαλύτερο ταλέντο
(διασωζόμενο μέσα στην άβυσσο της
ασθένειας) και σε άλλα λιγότερο. Δύσκολο
να απαντήσει κανείς, χρειάζεται να
δώσεις ιδιαίτερη προσοχή, σε κάθε
περίπτωση ξεχωριστά. Νομίζω ότι η διαφορά
εγγράφεται στο τι ορίζουμε ως καλλιτεχνικό
και μη-καλλιτεχνικό. Ας πούμε, ένα εντελώς
ασυνάρτητο κατασκεύασμα ενός παράφρονα,
θέλει άλλη αντιμετώπιση, από κάποιο
άλλο έργο, ψυχοπαθούς, ο οποίος δίνει
μια περισσότερο διαυγή, αναπαραστατική
ή αφηρημένη, εικόνα-ζωγραφιά.
5.Ποιά είναι
η δική σας πορεία μέχρι να φτάσετε στον
«Κόκκινο σταυρό» και πώς σκέφτεστε να
συνεχίσετε;»
Είχα γράψει
κι άλλα μυθιστορήματα, πολλά κείμενα
κριτικής για τον κινηματογράφο, κυρίως,
και στο παρελθόν σκηνοθέτησα ταινίες
μυθοπλασίας, μικρού και μεγάλου μήκους,
με προορισμό τις κινηματογραφικές
αίθουσες. Επίσης έχω να επιδείξω και
μερικά δείγματα δουλειάς, στον τομέα
της τηλεόρασης. Το τελευταίο διάστημα,
γράφω αποκλειστικά λογοτεχνία, ή (ως
διάλειμμα) και κάποια κείμενα για
κινηματογραφικές ταινίες. Στο νέο μου
μυθιστόρημα, με απασχολούν παρόμοια
ζητήματα. Πάντα με συγκινούν οι
ανθρωπιστικές τραγωδίες, σύγχρονες
αλλά και παρελθόντων εποχών, όπως επίσης
κι ο τρόπος που μπορεί να τις προσεγγίσει
ο κοινός ανθρώπινος νους. Επίσης με
ενδιαφέρει η λειτουργία της μνήμης,
πάντα σε σχέση και με το πώς συλλαμβάνουμε,
σε κάθε εποχή, αυτό που θα ονομάζαμε
ανθρώπινη υπέρβαση, τον ηρωισμό της
αδυναμίας, με άλλα λόγια. Ασήμαντοι,
απλοί, αδύναμοι χαρακτήρες, που κατορθώνουν
να γίνουν «ήρωες», χωρίς να αναγράφεται
πουθενά επισήμως το όνομά τους. Μιλάω
για όλους αυτούς, για τους οποίους
θα’πρεπε να υπάρχει μια μικρή γωνιά
στη συλλογική μνήμη των επιζώντων ή των
μελλοντικών γενεών. Παρόμοια πρόσωπα
με ενδιαφέρουν, αυτά που δεν θα τα
συμπεριλάβει καμιά επίσημη Ιστορία.
Ποιά είναι
η Μαρία Γαβαλά
Η
Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε στο Κορωπί
Αττικής το 1947. Σπούδασε Ιστορία και
Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Μέλος της συντακτικής επιτροπής του
περιοδικού "Σύγχρονος Κινηματογράφος"
(1980-84) δημοσίευσε πολλά κείμενα για τον
κινηματογράφο. Κινηματογραφικά κείμενά
της υπάρχουν επίσης δημοσιευμένα σε
διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες. Έγραψε
σενάρια, γύρισε ταινίες μικρού μήκους,
ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και
σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες:
"Περί Έρωτος" (1981). - Τιμήθηκε με
βραβείο στο "Φεστιβάλ Γυναικείου
Κινηματογράφου" της Φλωρεντίας, το
1983, "Άρωμα βιολέτας" (1985) και "Το
μαγικό γυαλί" (1989) - Τιμήθηκε με Κρατικό
Βραβείο Κινηματογράφου, την ίδια χρονιά.
Δόκιμη πεζογράφος, μετά το 1994, έχει στο
ενεργητικό της επτά μυθιστορήματα ("Η
υπηρέτρια των αγγέλων", 1994, "Η κυρία
του σπιτιού", 1996, "Παραθαλάσσιο
θέρετρο το χειμώνα", 1999, "Στη δροσιά
των κήπων μου", 2001, "Ακραία καιρικά
φαινόμενα", 2003, "Τα κορίτσια της
πλατείας", 2006, "Ο λεμονόκηπος",
2012) και μία συλλογή διηγημάτων ("Από
γυαλί", 2011). Έχει δημοσιεύσει διηγήματα
σε περιοδικά και εφημερίδες. Επίσης,
έχει μεταφράσει θεωρητικά κείμενα για
τον κινηματογράφο και σύγχρονα
μυθιστορήματα, πάντα από τη γαλλική
γλώσσα.
Κατερίνα Σχισμένου