Για έναν ιστορικό τα ίχνη αυτής της αποτυχίας
μπορούν να εντοπιστούν πολύ παλιότερα. Σε ένα παλιό (1996) αλλά επίκαιρο για την
εποχή του
ακαδημαϊκό άρθρο ο καθηγητής
Μίκαελ Μπάουν προτείνει
μια εναλλακτική ερμηνεία για τους λόγους που η Ευρωπη φτάνει μέχρι την υπογραφή
της συνθήκης του Μάαστριχτ το 1991. Αντί για αποτέλεσμα της Ευρωπαϊκής
ενοποίησης (χωρίς αυτό να την εξαιρεί από την συνολική ανάλυση), ο Μπάουν εξηγεί
γιατί το Μάαστριχτ ήταν αποτέλεσμα της αντίδρασης των ευρωπαϊκών κρατών στη
γερμανική ενοποίηση (Νοέμβριος του 1989) και το τέλος του ψυχρού πολέμου. «Πολύ
περισσότερο πρόκειται για το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης μεταξύ των δυο
σημαντικότερων κρατών της Ε.Ε., της Γαλλίας και της Γερμανίας. Οι οποίες
αντιλήφθηκαν τη συμφωνία ως ένα μέσο για την εξασφάλιση ζωτικών εθνικών
συμφερόντων τους». Σε αυτό το ιστορικό σημείο και στη φύση της συνθήκης ως
προϊόντος «υψηλής πολιτικής» ο Μπάουν εντοπίζει την αναχώρηση από την ευρωπαϊκή
πολιτική μεθοδολογία των τριών προηγούμενων δεκαετιών και το μετασχηματισμό των
στόχων της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που σταδιακά θα μετατραπεί σε πλατφόρμα
ενδο-ευρωπαϊκών «εθνικών» ανταγωνισμών.
Σε τι συμφώνησαν όμως τότε Γάλλοι
και Γερμανοί; Στην ουσία οι Γάλλοι αποδέχθηκαν τη γερμανική ενοποίηση, εφόσον οι
Γερμανοί ήταν έτοιμοι να αποχαιρετίσουν το μάρκο για το νέο ενιαίο ευρωπαϊκό
νόμισμα. Αυτή ήταν η απαραίτητη ευρωπαϊκή εμβάθυνση ώστε η αναγέννηση του
γερμανικού γίγαντα να είναι ελεγχόμενη, ή έτσι πιστέψαν τότε οι Γάλλοι. Πάνω σε
αυτήν την ανομολόγητη σε μεγάλο βαθμό συμφωνία γεννήθηκε η Ευρωζώνη της οποίας
οι τεράστιες ανεπάρκειες είναι αποτέλεσμα του ότι βασίσθηκε σε εθνικές
προτεραιότητας και όχι σε μια πραγματική προσπάθεια εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής
ενοποίησης.
Μπορεί και πρέπει να καταλογίσει ακόμη ένα σφάλμα κανείς
στους Ευρωπαίους πατέρες εκείνη την εποχή. Την αποτυχία ή την επιλογή τους, αφού
η αλήθεια βρίσκεται πάντα κάπου στην μέση, να προχωρήσει η διάλυση της
Γιουγκοσλαβίας. Ας αφήσουμε τα αίτια (πάντα υπάρχουν πολλά και όσοι δεν θέλουν
να κουβεντιάσουν ουσιαστικά την πολιτική της εποχής πάντα καταλήγουν μετά από
λίγο να λένε για τα προαιώνια μίση των Βαλκανίων) και ας κοιτάξουμε λίγο στις
αφορμές.
Στις 23 Δεκέμβρη του1991 η Γερμανία αναγνώρισε ως ανεξάρτητα
κράτη, μονομερώς και αγνοώντας τις αντιρρήσεις των ευρωπαίων εταίρων της, την
Κροατία και τη Σλοβενία. Σε σχέση με την εξωτερική πολιτική συναίνεσης που
ακολουθούσε μεταπολεμικά η Γερμανία, αυτή ήταν μια πρωτοφανής απόφαση που εν
μέρει, και όχι στο όλον, σφράγιζε τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας. Είναι πολύ
δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς απόλυτα τέτοιες πολιτικές αποφάσεις ακόμα και
δυόμισι δεκαετίες μετά, αλλά είναι βέβαιο ότι την αναγνώριση υπαγόρευσαν σε πολύ
μεγάλο βαθμό εσωτερικά συμφέροντα που στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έβλεπαν τη
δημιουργία νέων αγορών που θα απορροφούσαν τη δυναμική της ενοποιημένης
γερμανικής οικονομίας μετά την εξαφάνιση ενός τεράστιου ανταγωνιστή στην
Ανατολή. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν τεράστιο λάθος εάν αναλογιστεί κανείς
πως ακόμα ένας ισχυρός παίκτης θα άλλαζε τις ισορροπίες ισχύος στην Ευρωπη και
θα διεύρυνε τη ανάγκη για πραγματική ενοποίηση. Και η επιλογή της έγινε ακριβώς
γιατί τις στρατηγικές ήδη από τότε δεν υπαγόρευε το ευρωπαϊκό όραμα αλλά τα
επιμέρους εθνικά συμφέροντα. Αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι ο Χέλμουτ Κολ είχε
κλείσει τη συμφωνία του Μάαστριχτ μόλις είκοσι ήμερες νωρίτερα, 9 και 10
Δεκέμβρη (η υπογραφή έγινε στο ίδιο μέρος στις 7 Φλεβάρη του επόμενου έτους).
Είναι ειρωνικό λοιπόν να ακούει κανείς τόσα χρόνια μετά τις εκκλήσεις
του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, ο οποίος μάλιστα
ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα το 1991 ως νομικός σύμβουλος στο κρατίδιο του
Ανόβερου, για διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Η κυριαρχία που
εκπροσωπεί, που παραδόξως είναι ο μόνος ευρωπαϊκός παράγοντας που έχει πετύχει
την υπερεθνική του πραγμάτωση σε τέτοιο βαθμό μέσα στην Ευρωπη, δεν διακατέχεται
από τέτοιες ευαισθησίες. Τα αφεντικά του Στάινμαγιερ και της Κάθριν Άστον έχουν
ξεπεράσει προ-πολλού το θέμα του ποια Ευρωπη θέλουν, και έχουν μάλιστα φροντίσει
αυτή η κουβέντα να μη γίνει μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Πρόκειται άλλωστε
για βλαβερό προβληματισμό.
Εάν κοιτάξει κανείς τα πρακτικά της συνόδου
κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών στις 19-20 Δεκεμβρίου θα αντιληφθεί από την
1η σελίδα πώς ακριβώς βλέπουν αυτοί το μέλλον της
Ευρώπης. Το κείμενο ξεκινάει έτσι...
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η άμυνα
είναι σημαντική. Μία αποτελεσματική Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και άμυνας
συμβάλλει στην ενίσχυση της ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών και συνεισφέρει στην
ειρήνη και τη σταθερότητα στη γειτονιά μας και στον κόσμο γενικότερα. Ωστόσο, το
στρατηγικό και γεωπολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης μεταβάλλεται ταχύτατα. Οι
προϋπολογισμοί για την άμυνα στην Ευρώπη συρρικνώνονται, οπότε περιορίζονται οι
δυνατότητες για εξέλιξη, ανάπτυξη και διατήρηση στρατιωτικών δυνατοτήτων. Οι
κατακερματισμένες ευρωπαϊκές αμυντικές αγορές θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα
και ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας άμυνας και ασφάλειας στην
Ευρώπη».
Και καταλήγει σε μια πλήρη αναβάθμιση του ρόλου της «Κοινής
Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας» (CSDP) και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Άμυνας,
προβλέποντας δισεκατομμύρια ευρώ για την ανάπτυξη μιλιταριστικών εξοπλισμών
μέχρι το 2025. Αυτά αρχές του 2014 όταν πάνω από το 20% του ευρωπαϊκού πληθυσμού
ζει σε
συνθήκες αποκλεισμού και φτώχειας.
Στο κείμενο
της συνόδου κορυφής μπορεί να συνοψίσει κανείς τις προτεραιότητες του οράματος
για την Ευρώπη ως μια αιχμαλωσία από εθνικές πολιτικές ελίτ που πειθήνια
υπακούουν σε ό,τι υπαγορεύουν τα συμφέροντα του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Σε
συνθήκες παγκόσμιας κρίσης ο μιλιταρισμός, απολογητής του οποίου σε αυτή την
περίπτωση είναι η Άστον, ως οικονομική πολιτική υπήρξε για τα ευρωπαϊκά έθνη
κράτη, και όχι μόνο, μια εύκολη επιλογή. Πολύ περιέργως και εντελώς συμπτωματικά
η δημοσιονομική προσαρμογή υπήρξε παρομοίως δημοφιλής πάνω κάτω τις ίδιες
εποχές, τουλάχιστον κάτι τέτοιο γράφει ο Καρλ Πολάνυι στο 'Μεγάλο
Μετασχηματισμό'. Ομολογουμένως θα είχε πολύ ενδιαφέρον μια κουβέντα πάνω στο εάν
υπάρχει σχέση αίτιου και αιτιατού πάνω σε αυτό.
Πάντως και στις δυο
περιπτώσεις είναι αναγκαία μια κάποια υποκρισία ώστε μπροστά από τα ερείπια που
αφήνει πίσω της αυτή η πολιτική να χωράνε οι επικλήσεις του ευρωπαϊκού
κεκτημένου και των αξιών του. Όπως η Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων Μάλμστρομ
παρουσιάζει την Ευρώπη - φρούριο
ως εργαλείο
σωτηρίας προσφύγων, έτσι και η Άστον εργάζεται εντατικά για την ελευθερία
του λαού της Ουκρανίας από τον πρώην εγκληματία και νυν πολιτικό ηγέτη, ανήμπορη
να διακρίνει μεταξύ πολιτών, οργανωμένων συμφερόντων και
χιτλερικών.
Αυτού του είδους η αδιακρισία, εν ονόματι αδίστακτων
συμφερόντων και πολιτικού πραγματισμού, είναι που μετατρέπει το ευρωπαϊκό μέλλον
μας σήμερα σε μια φυλακή. Ο διάλογος για το τι είναι σήμερα η Ευρώπη δεν
πρόκειται να ξεκινήσει. Τουλάχιστον όχι εάν δεν τον ξεκινήσουμε εμείς βάζοντας
το θέμα καθαρά. H μεταπολεμική ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προδοθεί και έχει γίνει
αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η τυφλή προσήλωση στον αγνό ευρωπαϊσμό αρνείται ότι
αυτός οδηγεί την ΕΕ σε αδιέξοδο και στην ουσία τρέφει την άνοδο του
ευρω-σκεπτικισμού. Δεν ωφελεί να αναζητά κανείς φιλολογικούς όρους διαλόγου αφού
η ευρωπαϊκή ελίτ, ανήμπορη να υπερβεί το ένστικτο της επιβίωσης και τα λάθη του
πρόσφατου παρελθόντος, αγρεύει συνομιλητές και πιόνια μόνο σε χώρους που
προθυμοποιούνται να σπρώξουν την δική της ατζέντα.
Ούτε να αναρωτιέται
κανείς τι συμβαίνει ξαφνικά επειδή...
όταν
ο Ολεγκ Τιαγκνιμποκ, αρχηγός του νέο-ναζιστικού Σβόμποντα στην Ουκρανία, απλώνει
το χέρι του να χαιρετίσει τον Χίτλερ... του το αρπάζει η Καθριν Άστον και το
σφίγγει.