Λουτφού Καραντάγ γεννήθηκε το 1914 στα Γιάννενα και ήταν 10 χρόνων την εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών. Το 1923-1924 ο Λουτφού, μαζί με άλλους 1.500 Τουρκογιαννιώτες πήρε το δρόμο της προσφυγιάς και από το λιμάνι της Πρέβεζας διεκπεραιώθηκε στην Πόλη. Μπουλέντ Κοτζάμεμι: 65 ετών, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών και γραφίστας στην επαγγελματική του ζωή. Γεννήθηκε στη Σμύρνη αλλά κατάγεται, από την πλευρά της μητέρας του, από παλιά οθωμανική οικογένεια των Ιωαννίνων.
Λουτφού Καραντάγ. 97 χρόνων. Πήγε σχολείο στα Γιάννενα.
Δύο άνθρωποι που είναι και αισθάνονται Γιαννιώτες. Ζουν αμφότεροι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γιάννης Παπαδημητρίου, κάτοχος του βραβείου Ειρήνης και Φιλίας Απντί Ιπεκτσί τους συνάντησε στην Ιστανμπούλ σε ένα ιστορικό οδοιπορικό για τους Τουρκογιαννιώτες.
ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
Η εμπειρία της προσφυγιάς και οι χαμένες πατρίδες της Μικράς Ασίας και του Πόντου κυριαρχούσε και κυριαρχεί στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Όχι βέβαια με το ίδιο διαχρονικά περιεχόμενο. Άλλη ήταν η νοσταλγία των προσφύγων πρώτης γενιάς, άλλη η προσπάθεια προσαρμογής των παιδιών τους και άλλη η σημερινή αναζήτηση των ριζών από τα εγγόνια τους. Οι απόγονοι των προσφύγων, που δημιούργησαν οι πόλεμοι του 20ου αιώνα και στη συνέχεια η συνθήκη της Λωζάννης με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, ανακαλύπτουν εκ νέου τους τόπους των παππούδων τους, ταξιδεύουν σ’ αυτούς και αναζητούν τα ίχνη της παρουσίας τους, γράφουν βιβλία και αναζητούν στην καταγωγή τους στοιχεία της σημερινής τους ταυτότητας. Η αναβίωση εξάλλου του ενδιαφέροντος για τις ρίζες, ακόμα και όταν εντάσσεται σε λάϊφ στάϊλ επιλογές ή επενδύεται με ιδεολογήματα «αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση», είναι ένα φαινόμενο, που ανθίζει σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Πολλές φορές όμως λησμονούμε ότι χαμένες πατρίδες δεν είναι μόνο οι δικές μας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως από τη Μακεδονία, την Κρήτη και την Ήπειρο, υπέφεραν τα ίδια δεινά, αναγκάστηκαν να εκπατριστούν και να αρχίσουν τη ζωή τους από το μηδέν κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Τα Γιάννενα είναι μια πόλη, η δημογραφική φυσιογνωμία της οποίας άλλαξε ριζικά με τη συνθήκη της Λωζάννης, όπως εξάλλου και με το Ολοκαύτωμα. Η αναζήτηση της ολοκληρωμένης ιστορίας της είναι λοιπόν απαραίτητο να επεκταθεί και στην προσφυγική εμπειρία των Μουσουλμάνων κατοίκων της, που αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν το 1924, αλλά και των σημερινών τους απογόνων. Με αυτές τις αρχικές σκέψεις αποφάσισα να αφιερώσω ένα μεγάλο μέρος της πρόσφατης επίσκεψής μου στην Κωνσταντινούπολη στους Τουρκογιαννιώτες και στους απογόνους τους.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Με τα πρώτα του βήματα στην Ιστανμπούλ των 16 και πλέον εκατομμυρίων ανθρώπων, ο σημερινός επισκέπτης, εκτός από το απαράμιλλο αστικό της τοπίο, εντοπίζει σαφή δείγματα βελτίωσης σε σύγκριση με παλιότερες επισκέψεις. Πολεοδομικές και συγκοινωνιακές αλλαγές, νέοι πολιτιστικοί χώροι και μουσεία (όπως και η ακμάζουσα τηλεοπτική βιομηχανία, την οποία ξέρουμε ήδη πολύ καλά !) δίνουν μια σαφή αίσθηση αναπτυξιακού δυναμισμού. Η Πόλη μοιάζει να χορεύει στο ρυθμό των γρήγορων ρυθμών μεγέθυνσης της τουρκικής οικονομίας και της διεύρυνσης του καταναλωτισμού και, παρά τα άλυτα πολιτικά της προβλήματα και τις τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις, να αποπνέει έντονο άρωμα αυτοπεποίθησης.
Την πρώτη μέρα της επίσκεψής μου οι εφημερίδες αφιέρωναν τα πρωτοσέλιδά τους στην εξαγγελία του Πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν για την κατασκευή διώρυγας στην Ανατολική Θράκη, ώστε να σταματήσει η διέλευση των πετρελαιοφόρων πλοίων από τα στενά του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου, που εγκυμονεί μεγάλες οικολογικές απειλές. Και όσο και αν η εξαγγελία αυτή γίνεται στο μέσο της προεκλογικής περιόδου, δεν παύει να αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για την τουρκική ελίτ, όπως εξάλλου και η υποθαλάσσια σιδηροδρομική σύνδεση Ευρώπης – Ασίας με το έργο «Μαρμαράϊ» (από τη σύμπτυξη του ονόματος της θάλασσας του Μαρμαρά και της λέξης ράϊ = τραίνο), η ολοκλήρωση της οποίας καθυστέρησε λόγω της ανακάλυψης του βυζαντινού λιμανιού του Θεοδοσίου και θα παραδοθεί τελικά το 2013.
Για το δικό μου όμως το στόχο περισσότερο ενδιαφέρον παρουσίαζε ο τρόπος, με τον οποίο η Πόλη ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2010. Είχα ακούσει ήδη τις περσινές εντυπώσεις φίλων για τη σοβαρότητα της διοργάνωσης, διαπίστωσα όμως και μόνος μου την βασική σύλληψη των διοργανωτών ως μιάς «πόλης-γέφυρας».
Μια ιδέα με σαφή αναφορά όχι μόνο στη γεωγραφία αλλά κυρίως στη γεφύρωση των διαφορών, το διάλογο και την πολυ-πολιτισμικότητα, όχι μόνο ως στοιχεία του παρελθόντος, όπου ξεπεράστηκαν ακόμη και παραδοσιακά ταμπού, όπως ο ρόλος του Βυζαντίου στην ιστορία της, αλλά και ως αξίες για το μέλλον, κάτι που ανταποκρίνεται και στις απαιτήσεις της τουριστικής βιομηχανίας. Το ευνοϊκό πλαίσιο και τις δυνατότητες της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας ήταν που εκμεταλλεύθηκε το Ίδρυμα Ανταλλαγέντων της συνθήκης της Λωζάννης και χρηματοδότησε την ίδρυση του μουσείου ανταλλαγής των πληθυσμών στην πόλη Τσατάλτζα. Όμως το Ίδρυμα θα το επισκεπτόμουν αργότερα. Προς το παρόν ανυπομονούσα για το πρώτο μου ραντεβού.
500 ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑΝΝΙΩΤΕΣ
Ο Μπουλέντ Κοτζάμεμι είναι 65 χρόνων, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών και γραφίστας στην επαγγελματική του ζωή, που δίδαξε παράλληλα και διαφήμιση στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά. Μετά από τη συνταξιοδότησή του άρχισε να καλλιεργεί το συγγραφικό του ταλέντο και μέχρι σήμερα έχει γράψει 4 βιβλία ενώ έχει μεταφράσει και άλλα 4 από τα Γαλλικά. Ο Μπουλέντ γεννήθηκε στη Σμύρνη αλλά κατάγεται, από την πλευρά της μητέρας του, από παλιά οθωμανική οικογένεια των Ιωαννίνων. «Θεωρώ τον εαυτό μου μισό Γιαννιώτη» σπεύδει ο ίδιος να διευκρινίσει, «αφού οι πρόγονοί μου εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα το 1456 (!) με εντολή του Μωάμεθ του δευτέρου (σ.σ. του Πορθητή)» και μου δείχνει σε επιβεβαίωση το γενεαλογικό του δέντρο. Από την ίδια οικογένεια κατάγεται και ο Εσάτ Πασάς, ο τελευταίος στρατιωτικός διοικητής των Ιωαννίνων και στη συνέχεια επικεφαλής του Τουρκικού στρατού στη μάχη της Καλλίπολης κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, πολιτικοί και πανεπιστημιακοί.
Η μητέρα του Μπουλέντ γεννήθηκε στα Γιάννενα, αυτή όμως που στην κυριολεξία βίωσε τον ξεριζωμό, ήταν η Τουρκογιαννιώτισσα γιαγιά του, στη μνήμη της οποίας εξέδωσε το 2008 το βιβλίο «Yanya'nın Gözyaslari» («τα δάκρυα των Ιωαννίνων»). Ο ίδιος διευκρινίζει ότι η μετάφραση και έκδοσή του στα ελληνικά είναι ελεύθερη για τους ενδιαφερόμενους εκδότες. Στο βιβλίο παραθέτει φωτογραφίες από τα Γιάννενα, από παλιότερες επισκέψεις του στην πόλη με τη συντροφιά δικών μας πανεπιστημιακών, τεκμήρια και μαρτυρίες από την διαδρομή της οικογένειάς του καθώς και βιογραφικά σημειώματα επιφανών Τουρκογιαννιωτών. Ο Μπουλέντ δεν μιλάει ελληνικά, θυμάται όμως τη γιαγιά του να τα χρησιμοποιεί μόνιμα, και μάλιστα και ως είδος κώδικα συνεννόησης με την κόρη της, όταν δεν ήθελαν να αντιληφθεί ο γαμπρός το περιεχόμενο της συζήτησης.
Η αγάπη της γιαγιάς προς τη γενέθλια πόλη αναβίωσε στην καρδιά του εγγονού. Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς αλλά χάρη στον άνθρωπο αυτό τα Γιάννενα διαθέτουν και blog στην τουρκική γλώσσα με τον τίτλο YANYA / IOANNINA / JANINA (http://yanyafbk.blogspot.com/). Το blog, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, δημιουργήθηκε για να επικοινωνούν οι Γιαννιώτες μεταξύ τους και να μοιράζονται τις αναμνήσεις τους και περιέχει πολλές πληροφορίες και ντοκουμέντα από το παρελθόν αλλά και αναφορές στη σύγχρονη ζωή της πόλης. Δεν λείπει η φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ, εξάλλου ο ίδιος δηλώνει κεμαλιστής και δεν παραλείπει να τοποθετηθεί στη βασική αντιπαράθεση της τουρκικής πολιτικής ζωής. Ο Μπουλέντ έχει μεταφράσει στα τουρκικά και το βιβλίο της Γκυ Σαντεπλέρ, συζύγου του Γάλλου προξένου το 1913, με τίτλο "Τα πολιορκημένα Γιάννενα" (La ville assiégée), που περιέχει τις αναμνήσεις της από την εποχή εκείνη, και σκοπεύει να γράψει και άλλα βιβλία. Προγραμματίζει να ξανάρθει σύντομα στα Γιάννενα και φιλοδοξεί να συμβάλει στη σύσφιξη των σχέσεων από τις δύο πλευρές των συνόρων.
ΤΙ «ΧΑΛΕΥΩ» ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΤΦΟΥ
Το ερχόμενο πρωί ο Μπουλέντ μου είχε κλείσει ραντεβού με ένα πρώτης γενιάς πρόσφυγα, γεννημένο στα Γιάννενα. Είναι αδύνατο να πιστέψεις ότι ο άνθρωπος, που βρίσκεται απέναντί σου είναι 97 χρόνων. Κι’ όμως ! Ο Λουτφού Καραντάγ γεννήθηκε το 1914 στα Γιάννενα και ήταν 10 χρόνων την εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο πατέρας του ήταν Διευθυντής στην Οθωμανική Αγροτική Τράπεζα, είχε στη δικαιοδοσία του ολόκληρο τον οικισμό της Δραγοψάς και ο Λουτφού πήγε σχολείο στα Γιάννενα. Είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί 3 φορές τη γενέθλια πόλη του και μάλιστα την τελευταία, το 2010, να ανακαλύψει και το σπίτι του στην οδό Ασωπίου, εκεί που σήμερα στεγάζεται η 6η Εφορία Νεωτέρων Μνημείων. Θυμάται πολύ καλά την τοπογραφία της περιοχής, το μουσουλμανικό νεκροταφείο (στο σημερινό Άλσος), το Ισλάμ τζαμί δίπλα του, στο σημείο συνάντησης πολλών δρόμων, αλλά και το σπίτι ενός Χριστιανού Δικηγόρου με το όνομα Νέστορας, που κάποτε υπεράσπισε αυτόν και την οικογένειά του από τους προπηλακισμούς Ελλήνων στρατιωτών.
Το 1923-1924 ο Λουτφού, μαζί με άλλους 1.500 Τουρκογιαννιώτες πήρε το δρόμο της προσφυγιάς και από το λιμάνι της Πρέβεζας διεκπεραιώθηκε στην Πόλη. Οι αρχές τους εγκατέστησαν για λίγους μήνες στο προάστειο Πεντίκ της ασιατικής ακτής της Πόλης, σχετικά κοντά στον τόπο που μένει ακόμα και σήμερα. Σταδιοδρόμησε επαγγελματικά στους τουρκικούς σιδηροδρόμους, όπου έφτασε μέχρι τη θέση του διευθυντή στο σταθμό του Χαϊντάρ Πασά.
Είναι αδύνατο να πιστέψω ότι ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου έχει συμπληρώσει 97 χρόνια ζωής. Δεν είναι μόνο η ζωντάνια και η υγεία του αλλά κυρίως η εκπληκτική διαύγεια του μυαλού του. Φυσικά μιλάμε αποκλειστικά στα ελληνικά με χαρακτηριστικές γιαννιώτικες εκφράσεις («μία βολά», «χαλεύω», «τσούπρα μου» κλπ.), τις οποίες εξάλλου μέχρι το θάνατο της μητέρας του χρησιμοποιούσαν καθημερινά, αφού αυτή ήταν η γλώσσα συνεννόησης στο σπίτι. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία ότι οι Τουρκογιαννιώτες, όντας σχεδόν αποκλειστικά αστικός πληθυσμός, απέφευγαν να συγχρωτίζονται με τους αγροτικής προέλευσης πρόσφυγες της Μακεδονίας και διατήρησαν ένα αίσθημα υπεροχής. Ο ίδιος θεωρεί την επίσκεψη στο πατρικό του σπίτι την πιο ευτυχισμένη στιγμη της ζωής του και μου δείχνει με περηφάνεια τη φωτογραφία από την υποδοχή, που του έκανε παλιότερα ο Δήμαρχος της πόλης Τάσος Παπασταύρος. Δεν ήταν πάντως η γενέθλια πόλη του αλλά η Δράμα αυτή που του απένειμε ειδικό βραβείο, με την ευκαιρία της εμφάνισης της χορωδίας του Ιδρύματος των ανταλλαγέντων, της οποίας ο Λουτφού είναι το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος.
Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ
Ένα κομβικό σημείο στην αφήγηση του Λουτφού είναι αυτό που ανιχνεύεται στις προσφυγικές εμπειρίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, και ασφαλώς και στην Ελλάδα, η αρχική εχθρότητα του ομόθρησκου τοπικού πληθυσμού και η αντιμετώπιση του πρόσφυγα ως ξένου, εν προκειμένω ως «ελληνόσπορου», στον τόπο εγκατάστασης. Η αντιμετώπιση αυτή αντικατοπτρίζεται και στη λογοτεχνία και συγκεκριμένα στην απωθητική φιγούρα του Τουρκογιαννιώτη Φαζίλ Μπέη, ο οποίος συνεννοείται στα ελληνικά και έτσι εξαπατά τους γύρω του, στο μυθιστόρημα «Πανόραμα» του Γιακούπ Καντρί, που εκδόθηκε το 1953 (Ηρακλή Μήλλα «Η ανταλλαγή στην ελληνική και την τουρκική λογοτεχνία: ομοιότητες και διαφορές» στο συλλογικό έργο «Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών» εκδ. Κριτική 2006)
Από εκεί και πέρα όμως, όπως έχει τεκμηριώσει η ακαδημαϊκή έρευνα των τελευταίων κυρίως δεκαετιών (βλ. στο παραπάνω συλλογικό έργο τις εργασίες των Onur Yildirim «Η ανταλλαγή του 1923. Πρόσφυγες και εθνικές ιστοριογραφίες στην Ελλάδα και την Τουρκία» και Λάμπρου Μπαλτσιώτη «Ανταλλαγές πληθυσμών και προσφυγιά στην Ελλάδα και την Τουρκία. Οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα δύο εθνικών αφηγήσεων» και για μια πιο συνοπτική παρουσίαση Erik-Jan Zȕrcher, «Greek and Turkishrefugees and deportees 1912-1924» Ιανουάριος 2003, http://www.transanatolie.com/english/turkey/turks/Ottomans/ejz18.pdf,) το προ-σφυγικό φαινόμενο πήρε διαφοροποιημένες μορφές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Και αυτό οφείλεται στις συγκεκριμένες συνθήκες της κάθε χώρας.
- Η Ελλάδα, χωρίς προηγούμενη εμπειρία μαζικής μετανάστευσης, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μετακίνηση 1,5 εκατομμυρίου χριστιανών της Ανατολίας, που αντιστοιχούσαν στο 20 % του τότε πληθυσμού της. Το σημαντικότερο ήταν ότι η ανταλλαγή συνδέθηκε με τη Μικρασιατική καταστροφή, μιάς μεγάλης κλίμακας δηλ. στρατιωτική ήττα και κρίση του πολιτικού συστήματος εξουσίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ανταλλαγή να κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο και μάλιστα με πολύ αρνητική φόρτιση αφενός, και να καλλιεργηθεί συστηματικά η νοσταλγία για τη χαμένη ζωή αφετέρου. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 παρατηρήθηκε στη χώρα μας μεγάλης κλίμακας ίδρυση σωματείων, έκδοση βιβλίων και αναβίωση της μικρασιατικής και ποντιακής κοινωνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς με σημαντικό το ρόλο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
- Στην Τουρκία τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι Μουσουλμάνοι που μετακινήθηκαν με τη συνθήκη της Λωζάνης, ήταν και λιγότεροι αριθμητικά αλλά κυρίως ένα μόνο από τα πολλά μεταναστευτικά ρεύματα των «μουχατζίρ», των προσφύγων δηλαδή, που ήδη από τον 18ο αιώνα οι πόλεμοι τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στα Βαλκάνια και τον Καύκασο και να καταφύγουν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Επιπρόσθετα η πολιτική γραμμή εθνικής ομογενοποίησης της Κεμαλικής επανάστασης αντιμετώπισε ως κατά βάση θετικό γεγονός την ανταλλαγή, ως το «αναγκαίο κακό» της ανεξαρτησίας, και δεν άφησε πολλά περιθώρια στη νοσταλγία, που περιορίστηκε στην ιδιωτική ζωή των προσφύγων και μόνο σπάνια απασχόλησε τον τύπο και τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αυτό άρχισε να αλλάζει ραγδαία τα τελευταία χρόνια κυρίως μετά από την ίδρυση του Ιδρύματος Ανταλλαγέντων της συνθήκης της Λωζάννης (LOZAN MȔBADILLERI VAKFI).
ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΩΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΝΤΩΝ
Η ιδέα ενός φορέα διάσωσης της Τουρκικής προσφυγικής κληρονομιάς ήταν παλιότερη, βρήκε όμως πρόσφορο έδαφος στην ατμόσφαιρα φιλίας και αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς, που δημιούργησαν οι καταστρεπτικοί σεισμοί του 1999. Η ίδρυσή του συντελέσθηκε τελικά το 2001 και σήμερα λειτουργεί με τη μορφή οικονομικά ανεξάρτητης μη κυβερνητικής οργάνωσης, που διοικείται από Συμβούλιο (η ιστοσελίδα του http://www.lozanmubadilleri.com/ ).
Τα γραφεία του Ιδρύματος βρίσκονται στην ιστορική συνοικία Μπέϊογλου, σ’ ένα δρόμο πλημμυρισμένο από τραπέζια μπαρ και καφέ. Ο Λουτφού αναλαμβάνει την ξενάγηση αλλά και τις συστάσεις με τον Γενικό Γραμματέα, τον καταγόμενο από τη (σημερινή) Νέα Απολλωνία της Θεσσαλονίκης Σεφέρ Γκιουβέντς. Στους τοίχους φωτογραφίες από την Ελλάδα, ανάμεσά τους και η κλασική της Παμβώτιδας με το τζαμί του Ασλάν Πασά, στον πίνακα ελληνικά ρήματα σε διάφορους χρόνους, απτές αποδείξεις των μαθημάτων ελληνικών, τα οποία διοργανώνει το Ίδρυμα και παρουσιάζουν τρομερή ζήτηση, όπως με πληροφορούν οι συνομιλητές μου.
«Ο νέος Δήμαρχος στα Γιάννενα είναι του ΚΚΕ;» με ρωτάει ο Σεφέρ. Τον πληροφορώ γελώντας ότι αυτά είναι τα προ δεκαπενταετίας δεδομένα και τον ενημερώνω για τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Ο ίδιος έχει θητεύσει στο παρελθόν στις οργανώσεις της Αριστεράς και έχει συνεργαστεί με τον Μιχρί Μπελλί, τη μυθική φιγούρα του «Καπετάν Κεμάλ», που πολέμησε στη Θράκη στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Ο Μπελλί ήταν από τους πρώτους στην τουρκική κοινωνία, που διατύπωσε από το 1940 κριτικό λόγο ενάντια στη συνθήκη της Λωζάννης και την υποχρεωτική ανταλλαγή.
Το Ίδρυμα καταδικάζει κάθε μορφή πολέμου αλλά κρατάει σαφείς αποστάσεις από τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και δραστηριοποιείται σε μια ευρεία θεματολογία πολιτιστικών ανταλλαγών, όπως η ιστορική έρευνα, η διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς και οι εκδηλώσεις μνήμης και συναδέλφωσης. Υιοθετώντας ευρεία ερμηνεία του όρου "ανταλλαγέντες", δέχεται στις τάξεις του όλους όσους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες ακόμη και πριν από την υπογραφή της συνθήκης, και έχει υπό την ομπρέλα της μια σειρά από περιφερειακές οργανώσεις προσφύγων σε διάφορες τουρκικές πόλεις. Έχει καθιερώσει την 30η Ιανουαρίου, επέτειο της συνθήκης της Λωζάννης, ως ημέρα μνήμης για όσους χάθηκαν στον πόλεμο και τους δρόμους της προσφυγιάς.
Οι εκδηλώσεις και τα συνέδρια έχουν πυκνώσει τα τελευταία χρόνια, τις περισσότερες φορές με συνεργασίες από τη χώρα μας. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η βράβευση του Ιδρύματος, από κοινού με το ελληνικό παράρτημα του ICOMOS, με το βραβείο πολιτιστικής κληρονομιάς Europa Nostra το 2006 για ένα πρόγραμμα προστασίας και ανάδειξης των μνημείων. Το πρόγραμμα, που αφορούσε χριστιανικά μνημεία στη Σινασό (Μουσταφαπασά) της Καππαδοκίας και ισλαμικά στο Ρέθυμνο, στόχευε στην ευαισθητοποίηση των πολιτών για τα μνημεία του «άλλου», αγαπημένο θέμα του υπογράφοντος για όσους θυμούνται τη βράβευσή του με το βραβείο Ιπεκτσί για την κοινωνική αντιμετώπιση των ισλαμικών μνημείων της πόλης μας. Γι’ αυτό και ο Σεφέρ μου αφιερώνει τον τόμο με τις επιστημονικές ανακοινώσεις του προγράμματος.
Τόσο οι εκδρομές του Ιδρύματος, κυρίως στις μακεδονικές χαμένες πατρίδες, όσο και οι αντίστοιχες των μικρασιατικών σωματείων της Βόρειας Ελλάδας στην Τουρκία γίνονται αφορμή για μεγάλες συναντήσεις και γλέντια. «Είμαστε οι μόνοι ξένοι τουρίστες που ενδιαφέρονται για την Πτολεμαΐδα ή τα Γρεβενά», επισημαίνει με έμφαση ο Σεφέρ. Δεν παραλείπει να θίξει κάποια προβλήματα καθυστέρησης αλλά και μεγάλου κόστους της βίζας, που δυσκολεύουν τις μετακινήσεις αυτές. Τα Γιάννενα μπαίνουν όλο και συχνότερα στο δρομολόγιο και η αποπεράτωση της Εγνατίας αναμένεται να πολλαπλασιάσει τις επισκέψεις όχι μόνο απογόνων των προσφύγων αλλά και πολλών άλλων.
Ειδική αναφορά απαιτεί η χορωδία του Ιδρύματος, που ιδρύθηκε το 2005 και διασώζει τη μουσική παράδοση όχι μόνο των προσφύγων αλλά όλης της Βαλκανικής Χερσονήσου. Η χορωδία, στην οποία όπως είπαμε συμμετέχει ο Λουτφού Καραντάγ, εκτός από τις επανειλημμένες εμφανίσεις της σε τουρκικές πόλεις έχει τραγουδήσει στη Βόρεια Ελλάδα, τη Λέσβο και την Κρήτη.
Τέλος η πιο πρόσφατη δραστηριότητα του Ιδρύματος είναι η λειτουργία του Μουσείου Ανταλλαγής στην πόλη Τσατάλτζα, 60 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, οι περισσότεροι κάτοικοι της οποίας είναι πρόσφυγες. Το Μουσείο, που διαθέτει και αρχείο και κέντρο τεκμηρίωσης, συγκεντρώνει προίκες, είδη σπιτιού και υφαντά, οπτικοακουστικό υλικό και μουσικά όργανα, μεταξύ των οποίων και ένα μαντολίνο από τα Γιάννενα, φωτογραφίες και γραπτά ντοκουμέντα. Η ίδρυσή του χρηματοδοτήθηκε από τον προϋπολογισμό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος από Γιάννενα ζει χωρίς να υποψιαζόμαστε την παρουσία του. Οι σποραδικές εκδρομές των Τουρκογιαννιωτών έμειναν χωρίς συνέχεια καθώς η προηγούμενη δημοτική αρχή είτε από στενοκεφαλιά είτε, το πιθανότερο, από προχειρότητα δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι εμφανές ότι οι ανταλλαγές είναι πιο προχωρημένες στην περίπτωση των μακεδονικών πόλεων, σαφής ένδειξη ότι κάποιες τοπικές αρχές και συλλογικότητες αντιλαμβάνονται τη σημασία τους και τις ενισχύουν.
Και όμως. Οι Τουρκογιαννιώτες, όπως και τα ισλαμικά μνημεία των Ιωαννίνων, θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε ένα ισχυρό πολιτιστικό κεφάλαιο για την πόλη, για την εμβέλεια και την ακτινοβολία της. Εξέλιξη με αναμφίβολα πλεονεκτήματα και στο οικονομικό επίπεδο, τα οποία επιβάλλεται να μην αγνοούμε, ακόμη και χωρίς τη συγκυρία της σημερινής κρίσης, την οποία περνάει η χώρα μας.
Σπεύδω να προλάβω τη διατύπωση του ερωτήματος «μήπως όμως έτσι ανοίξει θέμα επιστροφής περιουσιών». Σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης αλλά και τη μεταγενέστερη συνθήκη της Άγκυρας, που υπέγραψαν οι Βενιζέλος και Ατατούρκ, οι περιουσίες των ανταλλάξιμων πληθυσμών έχουν περιέλθει οριστικά στην κυριότητα του αντίστοιχου κράτους με στόχο την αποκατάσταση των προσφύγων. Συνεπώς έδαφος για καλοθελητές δεν υπάρχει. Μόνο από τα διάφορα μνημόνια κινδυνεύει η περιουσία του Δημοσίου.
Η επιστημονική έρευνα αναδεικνύει νέα πεδία συνεννόησης τα τελευταία χρόνια. Αριθμούν εκατοντάδες πλέον οι μεταπτυχιακοί φοιτητές ένθεν και εκείθεν των συνόρων ενώ πιο ενδεικτική είναι η περίπτωση Ελληνίδας ιστορικού, της Ειρήνης Μπανιά, που διδάσκει, Οθωμανική Ιστορία παρακαλώ, σε Πανεπιστήμιο της Πόλης (άραγε θα άντεχαν κάτι αντίστοιχο οι δικές μας ισορροπίες ;). Το ερευνητικό ενδιαφέρον της κάθε πλευράς για την άλλη αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς και από την άποψη αυτή οι πρωτοβουλίες του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων έχουν ήδη χαράξει το δρόμο. Δύο δραστήριες εκπρόσωποι της Τουρκικής ακαδημαϊκής κοινότητας, οι κυρίες Μελέκ Ντελίλμπασι και Φιλίζ Γενισεχιρίογλου, κατάγονται επίσης από τα Γιάννενα και θα μπορούσαν να συμβάλουν καθοριστικά στην άνθιση των ανταλλαγών.
Βεβαίως το κρίσιμο ερώτημα εξακολουθεί να αφορά όχι την επιστημονική κοινότητα αλλά την πόλη και την κοινωνία στο σύνολό της. Η γνώση για την κατασκευή της μνήμης του άλλου, για το πώς οι άνθρωποι επιβίωσαν μέσα στις ιστορικές περιπέτειες, για τον τρόπο που επούλωσαν και συνεχίζουν να επουλώνουν τα τραύματά τους, ανοίγει και τους δικούς μας ορίζοντες και οδηγεί σε ένα δρόμο με περισσότερη αυτογνωσία και λιγότερες εντάσεις και εθνικισμούς.
Οι χαμένες πατρίδες των δύο πλευρών, ανάμεσα στα αισθήματα και την ιδεολογία, μπορούν να γίνουν είτε βάραθρα μίσους και εχθρότητας είτε γέφυρες φιλίας και κατανόησης. Για να γίνει όμως το δεύτερο, πρέπει ο καθένας να κατανοήσει τη θέση του «απέναντι» και το συναισθηματικό του δικαίωμα στην ιδιαίτερη πατρίδα όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον.