Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Τι κάνεις εδώ ρε διολόσπεαρμα που τρώς το ψωμί και πάει χαμένο, δεν σου είπα να πάς να φέρεις τα γίδια από τον λόγγο και μετά να φορτώσεις τον γάιδαρο ξύλα να τα έχουμε έτοιμα να τα στυβανιάσουμε για την πόλη. Δεν ήταν πρώτη φορά κάθε τόσο το ίδιο βιολί.
Έπαιζα και γω με τα παιδιά. Τα παιδιά έχουν πατέρα ενώ εσένα σε θρέφω εγώ. Καλά ο πατριός ο Στέφος ήταν καθίκι, εκείνη η μάννα του σκύλα ποιό κακιά από αυτόν. Είχε αποκτήσει δύο παιδιά από τον δεύτερο γάμο της και τον ειχε παραπεταμένο, ο έρμος ήταν από τον πρώτο γάμο και ήταν καρπός του Νικόλα. Και καθώς λένε αυτή δεν τον αγάπαγε καθόλου τον έρμο τον Νικόλα, καυγάδες και πάλι καυγάδες, ώσπου ο δόλιος έβγαλε το κακό σπυρί και πέθανε και γι αυτό δεν χώνεψε και τον Ζήση τον σπόρο του Νικόλα.
Όσο ζούσε η φουκαριάρα εκείνη η βάβω έτρωγε λίγο καθάριο ψωμί αλλιώς αυτά που δίνουν στα σκυλιά έτρωγε. Θα τελειώσω το σχολείο και μετά αν με ξαναδείτε γράψτε μου λέει το παιδί και έτσι έγινε . Τώρα τι θα κάνω που είμαι σαν την καλαμιά στον κάμπο, ξάφνου του ήρθε μια ιδέα θα πάω στο χάνι εκεί στον μπάρμπα Λάμπρο. Ο Ζήσης θυμάται το νόστιμο τας κεμπάπ που του έδινε ο μπάρμπα Λάμπρος όταν του πηγαίναν τα ξύλα, δεν ήταν μόνο αυτός όποιος φουκαράς πέρναγε από εκεί έτρωγε μια χαψιά φαΐ, είχε ταίσει τα μισά χωριά. Τότε τα χάνια είχαν τους πελάτες τους, από τα χωριά του Μετσόβου πηγαίναν στον Γατσιανη, εκεί κοντά στο κάστρο απέναντι στο Γυαλί καφενέ πηγαίναν τα χωριά της Ζίτσας στο χάνι του Μπατσάρα και εδώ στον μπάρμπα Λάμπρο από Δωδωνοχωρια και τα χωριά της Ντουσκάρας.
Θα κάνω μια παρένθεση για να πω για αυτόν τον πραγματικό άνθρωπο που ακόμη και τώρα πίνουν νερό στο όνομά του. Προσέφερε πολλά αλλά άτυχος, ο καλός καλό δεν βλέπει, πήρε φωτιά και κάηκε το χάνι. Τον θυμάμαι εκεί στα τελευταία του που δεν του έλειπε το καλαμπούρι για να δείξει ότι δεν μπορεί και γέρασε, φώναζε στην γυναίκα του αδερφή μου Ρίνα γιατί κοιμόμαστε μαζί.
Αλλά ας ξαναέρθουμε στον Ζήση. Έτσι πήγε στο χάνι ο Ζήσης, εκεί ο μπάρμπα Λάμπρος τον συμβούλεψε έχω ένα γατάκι θα σε βάλω εκεί και μετά θα βρούμε μια δουλίτσα να τακτοποιηθείς. Έτσι και έγινε, μετά από δέκα μέρες ο Ζήσης στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης. Εκεί κάθε μέρα ερχόταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων αφήνοντας πάντοτε ένα παχουλό χαρτζιλίκι. Μια μέρα φώναξαν το αφεντικό και ρωτησαν τα πάντα για τον Ζήση. Ο Κύρ Παναγιώτης το αφεντικό τους εξήγησε ότι το παιδί δεν έχει πατέρα, αλλά περισσότερα θα πάτε στο χάνι του μπάρμπα Λάμπρου εκεί αυτός θα σας πει.
Έτσι και έγινε, πηγαίνουν στον μπάρμπα Λάμπρο και του εξηγούν: άκουσε να σου πώ πατριώτη εμείς είμαστε Βορειοηπειρώτες έχουμε μεγάλη προκοπή στην Αμερική αλλα δεν μας έδωσε ο Θεός παιδιά του λέει ο κύριος Βίκτωρας. Μαθαμε πόσο καλό παιδί είναι ο Ζησης και θέλουμε να τον υιοθετήσουμε.
Ακούστε αυτό το παιδί είναι κατατρεγμένο, είναι ορφανό από πατέρα και είμαι σίγουρος ότι δεν θα βρεις καμία δυσκολία λέει ο μπαρμπα Λαμπρος.
Έτσι και έγινε έρχεται η μάννα του, άλλο που δεν ήθελε, πήγαν ετοιμάσαν όλα τα χαρτιά και σε λίγο ο Ζησης στην Αστόρια στην Αμερική Εκεί οι θετοί γονείς είχαν πέντε φούρνους, ο Ζήσης μεγάλος και τρανός καθώς εκτός από τους φούρνους ασχολείται και με το εμπόριο αλεύρων. Εκεί έκανε οικογένεια παιδιά κάποτε σκέφτηκε τι μπορεί να κάνει για το χωριό και ας ήταν πικραμένος με τους δικούς του.
Πιάνει και γράφει στον γραμματέα του χωριού: Από εδώ και πέρα όποιο κορίτσι παντρεύεται από το χωριό θα πηγαίνει στην τράπεζα και θα παίρνει τα λεφτά που δικαιούται από την δωρεά μου, όποιο παιδί πάει για σπουδές και αυτό το ίδιο όλα τα έχω κανονίσει τι θα παίρνουν. Σου στέλνω μια επιταγή να ανακαινίσετε το σχολείο. Αλλά θέλω και εγώ μια χάρη, όταν πεθάνω τα οστά μου να τα βάλετε δίπλα από του πατέρα μου Έτσι και έγινε, ο Ζήσης θάφτηκε στην Αστόρια, αλλά τα οστά μετά από καιρό ήρθαν στην πατρίδα εκεί στο χωριό του δίπλα στον πατέρα του που δεν τον χόρτασε ποτέ του και μαζί να αγναντευουν τα βουνά της Ντουσκάρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου