Ο
όρος «Αλβανοί» και οι άλλοι όροι
«Άλβανον», «Αλβανία» που αναφέρονται
στο έθνος των Σκιπετάρων είναι κατασκεύασμα
των λογίων. Κατά τους υστεροβυζαντινούς
χρόνους το «Άρβανον» έγινε «Άλβανον»
και το Αρβανίτης έγινε Αλβανίτης.
Για
τους εποικισμούς των Ελλήνων από το
Άρβανο, όπως και Σκιπετάρων στην Ελλάδα
γράφουν υστεροβυζαντινοί ιστορικοί
και ιστορικοί του 19ου αιώνα. Για τη χώρα
των Σκιπετάρων γράφει ο Γεώργιος
Ακροπολίτης κατά τον 13ο αιώνα. Πολλοί
ιστορικοί (Νικηφόρος Γρηγοράς (1292-1360),
Φραντζής, ΙωάνΑνης Κατακουζηνός, Γεώργιος
Χαλκοκονδύλης) κάνουν λόγο για Αρβανίτες
και Αρβανιτία. Είναι φανερό ότι οι
ιστορικοί αυτοί επηρεάστηκαν από την
ευρέως διαδεδομένη αρβανιτοφωνία των
εποίκων, κάνουν λόγο για Αλβανούς
(Σκιπετάρους), χωρίς να υποψιάζονται
ότι οι περισσότεροι από τους εποίκους
ήταν αρβανιτόφωνοι Ηπειρώτες.
Τα ίδια
επαναλαμβάνουν και οι ιστορικοί του
19ου αιώνα μιλώντας για Αλβανούς ή
Αλβανίτες ή Ιλλυριούς. Γενικά οι ιστορικοί
θεωρούν τους Αλβανούς αδελφικό φύλο
και στα γραπτά τους φανερώνουν και τα
προσωπικά τους αισθήματα συμπάθειας
προς τους Αλβανούς. Βέβαια, ο αλβανικός
λαός εντεύθεν του Γενούσου ποταμού,
χάρη στην υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού
είχε εξελληνιστεί σε μεγάλο βαθμό. Οι
Τόσκηδες έτρεφαν αισθήματα αδελφικής
αγάπης προς τους Έλληνες.
Να θυμίσουμε
ότι μέχρι τα χρόνια της Ελληνικής
Επαναστάσεως οι Αλβανοί δεν είχαν εθνική
συνείδηση. Χριστιανοί Αλβανοί μπήκαν
στην Ελλάδα και πολέμησαν για την
ελευθερία της. Ο Δημήτριος Υψηλάντης
το 1821 έγραφε στους ανδρείους Τόσκηδες:
«Εσείς, ω ανδρείοι Τόσκηδες, δεν κατάγεσθε
ούτε από τους μικροψύχους ανατολίτας,
ούτε από τους αδόξους Σκύθας· και τώρα
ενωθέντες με ημάς διά την ελευθερίαν,
θεωρείσθε ως αδελφοί μας· και αφού ο
Παντοδύναμος Θεός και πρώτος Υπερασπιστής
της ελευθερίας μας χαρίση αυτό το
ουράνιον καλόν, θέλομεν σας έχομεν
πάντοτε συμμετόχους και το όνομά σας
θέλει μείνει χωρίς αμφιβολίαν αθάνατον,
ακουόμενον και δοξαζόμενον εις όλα τα
βασίλεια της γης». (Λαμπρυνίδης Ν., Οι
Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την
Πελοπόννησο, 1907, σελ. 86).
Μετά την ευτυχή
κατάληξη της Ελληνικής Επανάστασης,
Αλβανοί μουσουλμάνοι μπέηδες παρακαλούσαν
τις πρώτες ελληνικές κυβερνήσεις να
βοηθήσουν στην απελευθέρωσή τους και
να ενσωματωθούν στην Ελλάδα. Πολλοί
ιστορικοί (Παπαρρηγόπουλος, Λαμπρινίδης,
Ασώπιος) θεωρούν συγγενική προς τους
Έλληνες την αλβανική φυλή. Ο Λ. Λεόντιος
(Λ. Λεόντιος, το Αλβανικό ζήτημα, 1897, σελ.
76) αναφέρει ότι οι Αλβανοί έχουν κοινά
με τους Έλληνες, όχι μόνο την καταγωγή,
τις παραδόσεις και την ιστορία, αλλά
και την ελληνική γλώσσα, αφού, εκτός από
τους Γκέκηδες, οι Τόσκηδες, οι Τσάμηδες
και οι Λιάπηδες, είναι δίγλωσσοι, μιλούν
και την αλβανική και την ελληνική.
Ο
Αλέξ. Μαμμόπουλος (Μαμμόπουλος Αλέξ., Ο
μύθος της αλβανικής συμβολής εις την
ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, 1963, σελ. 18) μας
δίνει παραστατικά την εικόνα των Αλβανών:
«Οι Αλβανοί, μαχηταί και ποιμένες,
γενναίοι και φιλότιμοι, ριψοκίνδυνοι
και υπολογισματικοί, περιπλέκονται εις
τον ελληνικόν κορμόν ως ο κισσός και
μετά των Ελλήνων συγχωνεύονται μάλλον
και μετά άλλων, μεταξύ των οποίων
διατηρούντες ζηλοτύπως και μετά πείσματος
τα χαρακτηριστικά των, έχουν την συνοχήν
σταγόνων ελαίου επί του ύδατος». Όσον
αφορά για τη χρήση του ελληνικού και
του λατινικού αλφάβητου να θυμίσουμε
ότι κατά τον 19ο αιώνα οι Γκέκηδες, με
την παρακίνηση των καθολικών Μιδριτών,
χρησιμοποίησαν το λατινικό αλφάβητο,
ενώ οι Τόσκηδες, ως τις αρχές του 20ού
αιώνα, χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά
το ελληνικό. Γνώριζαν ελληνική ανάγνωση
και γραφή και τις επιστολές, συμφωνητικά,
αποδείξεις πληρωμής και άλλα έγγραφα,
τα έγραφαν στα ελληνικά. Ο Αλή Πασάς των
Ιωαννίνων γνώριζε πολύ καλά την ελληνική
γλώσσα. Τα διατάγματα γράφονταν στην
ελληνική, όπως και τα έγγραφα που
στέλνονταν από αντιπροσώπους των
ευρωπαϊκών δυνάμεων, ήταν γραμμένα στην
ελληνική (Κ. Καραστάθης, Έλληνες από το
Άρβανον, 2014, σελ. 115).
Τα αίτια που
απομάκρυναν τους δύο λαούς, Έλληνες και
Αλβανούς, ήταν τα εξής: Με τη Συνθήκη
του Βερολίνου το 1878 ένα τμήμα της Ηπείρου
αναγνωρίστηκε ως τμήμα του ελληνικού
κράτους. Αυτή την εποχή, Αλβανοί
υποκινούμενοι από την Τουρκία, αγωνίζονταν
να αποδείξουν ότι οι Αλβανοί δεν έχουν
καμία σχέση με τους Ηπειρωτες. Το 1878
ιδρύθηκε ο «Αλβανικός Σύνδεσμος» με
σκοπό να αποφευχθεί η Ένωση της Ενιαίας
Ηπείρου στην Ελλάδα.
Τελικά όταν η
Αλβανία έγινε κράτος στις αρχές του
20ού αιώνα, οι ισχυροί της εποχής, Ιταλοί,
Αυστριακοί και Ούγγροι, οι οποίοι
ενδιαφέρονταν για τον έλεγχο της
Αδριατικής, αποφάσισαν διαφορετικά και
η εξέλιξη των πραγμάτων απέβη δυσμενής
για την Ελλάδα. Το χειρότερο ήταν ότι
πέτυχαν να δημιουργήσουν φανατική
εθνική συνείδηση και μεγαλοϊδεατισμό
στους Αλβανούς και εχθρικά αισθήματα
προς τους Έλληνες. Αυτό ήταν το δεύτερο
ρήγμα στις σχέσεις των δύο γειτονικών
χωρών. Το πρώτο και καίριο ρήγμα είχε
επιφέρει πολύ νωρίτερα ο βίαιος και
εκούσιος εξισλαμισμός του μεγαλύτερου
μέρους των Αλβανών (Καραστάθης, σελ.
121).
Αξίζει να αναφέρουμε όσα γράφει
ο Σ. Σπυρομήλιος (Σ. Σπυρομήλιος, Αλβανοί
και Αλβανιστές, 1914, σελ. 27), καθώς και για
την απογοήτευσή του για την αποξένωση
των δύο συγγενικών λαών: «Ημείς γεννηθέντες
εις την Βόρειον Ήπειρον, γείτονες των
Λιάπηδων και Τόσκηδων, χριστιανοί
ορθόδοξοι Έλληνες, ομιλούντες την
Ελληνικήν και γνωρίζοντες και την
Αλβανικήν, έχοντες μίαν μόνον συνείδησιν
από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως,
την ελληνικήν και πολεμήσαντες τον
κατακτητήν διά την συνείδησιν αυτήν,
ζώντες με τους Αλβανούς ως αδελφοί μέχρι
της Αλώσεως και με τους περισσοτέρους
εξ αυτών μέχρι της εποχής του Αλή Πασά,
ότι οι νότιοι ούτοι Λιάπηδες και Τόσκηδες
άλλαξαν θρησκείαν και εγένοντο
Μουσουλμάνοι. Ημείς είμεθα επί κεφαλής
της ιδέας ότι οι αδελφοί μας ούτοι παρ’
όλα τα σφάλματά των έπρεπε να ενωθώσι
μετά της μητρός μας Ελλάδας, αποκτώντες
την ελευθερίαν, την παιδείαν και τον
πολιτισμόν, χωρίς ν’ απολέσουν την νέαν
θρησκευτική των συνείδησιν. Τούτο
επιστεύομεν από συνειδότος και τούτο
εδιδάσκομεν εν Ελλάδι. Τούτο δε και πας
Έλλην εννοεί, καίτοι δεν έζη μεταξύ
Τουρκαλβανών. Είναι γνωστόν δε πόσον η
Ελλάς επροστάτευσεν πάντας δι’ όλων
των μέσων προστασίας, όσοι συνέπιπτε
φεύγοντες την τουρκικήν δίωξιν να
καταφεύγωσι προς αυτήν».
Πιστεύουμε
ότι σήμερα κανένας ιστορικός δεν θα
αποκαλούσε Ιλλυριούς ή Αλβανούς τους
αυτόχθονες Έλληνες της Βορείου Ηπείρου,
οι οποίοι από τις περιοχές Σπαθία,
Χιμάρα, Αγίους Σαράντα, Κοριτσά, Άρβανον,
κατηφορίζουν πρόσφυγες στην Ελλάδα για
να αποφύγουν και σήμερο τις βιαιοπραγίες
και καταπιέσεις, απόρροια της μισαλλοδοξίας
των Αλβανών.
ΝΙΚΟΣ
ΥΦΑΝΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου