Τι να πρωτογράψω για την Μάρω, γι αυτή την
ανδρογύναικα που όταν την φέρω στο μυαλό μου δέος και θαυμασμό μπορώ να νιώθω!
Όχι μόνο εγώ, όλο το χωριό! Μιλάμε για μιά γυναίκα θηρία, είχε δυό
χέρια σαν φτυάρες, κάτι στηθάρες λες και έβλεπες τα δυό βουνά του
Τόμαρου!
Όταν πήγαινε στο λάκκο να πλυν' τις βελέτζες και
τα τσόλια αναστέναζε ο κόπανος και το ρέμα! Μια φορά χρειάστηκε να φέρει εκείνη η έρμη μάνα της κούτσα κούτσα άλλον κόπανο γιατί τον άλλον τον έσπασε η Μάρω! Ο
μπάρμπα Θύμιος έσφαξε ένα παλιοκρίαρο, ήταν βαρύ το ρημάδι ποιός θα το
σήκωνε; Φωνάζει: "ω Μάρω φώναξε μωρή κάνα άντρα να κρεμάσει το
κριάρι στο τσιγκέλι".
"Ω Μπάρμπα τι τον θέλεις τον
άντρα; έρχομαι εγώ!" το τσακώνει η Μάρω το κριάρι κατευθείαν στο
τσιγκέλι!
Θυμάμαι μια άνοιξη έριξε έναν απότομο κατακλυσμό, κατέβασε εκείνο το ρέμα του Μουρλά, βούιζε και κατέβαζε ότι έβρισκε μπροστά του. Η βάβω να φωνάζει και να ουρλιέται και να σταυρώνει και τα χέρια: "Ούιι πάει εκείνο το παλιόπαιδο μαζί με τα μανάρια κάτω στο ποτάμι θα διαβούν και δεν έχω και κανέναν να τον σώσει"! Εγώ βόσκαγα κάτι μαναράκια εκεί στην Αι Τριάδα, βλέπω την Μάρω με μια κάπα, κώλωσε σε μια κοτρώνα: "Έλα Γάκο να σε πάρω γκότσια!" Με πήρε και με πήγε απέκει και μετά τα μανάρια μου. "Ώρε έλεγε ο πάππους θα βρεθεί άντρας να την κάνει ζάπη αυτό το θηρίο; Γυναίκα είναι ετούτη ή δυό άντρες μαζί;"
Έδωσε ο Θεός και έστρεξε της Παύλαινας της προξενήτρας το προξενιό με έναν καμπίσιο γαμπρό. Αφού κοντόφθασε ο γαμπρός με το σόι του στο χωριό πήγε η Μάρω να τους προϋπαντήσει στο δρόμο. Τους σταματάει μια ούντα και τους λέει "τον βλέπετε αυτόν τον κόραδο, αυτός ο κώλαρος τον έκανε αυτόν τον κόραδο και τουρλώνοντας και δείχνοντας τον πισινό της!" Μάρω ήταν αυτή, δεν είχε βγάλει δα και κανένα κολέγιο, ότι της ερχόταν έλεγε! Του μέλλοντα πεθερού του άρεσε, "Ωρέ γερή, τι γυναίκα είναι αυτή;" Ήρθαν οι συμπεθέροι καθήσαν εκεί στην σπιτομάνα, εκεί στην ταύλα να φάνε κρέας με τραχανά. Η Μάρω μεγάλη κρεατοφάγος κατέβαζε το κρέας σαν γατοκέφαλα, κάπου ο πεθερός που δεν είχε πάρει ούτε λεπτό τα μάτια από πάνω της της λέει: "Φάει νύφη τραχανά", "Καλά και τα κοψίδια!" του λέει του πεθερού!
Τελικά τα βρήκαν με τους καμπήσιους και παντρευτήκαν. "Ωρέ, λέει ο πάππους, πάει καταστράφηκε ετούτη η τσούπρα [ανιψιά από πρώτο ξάδερφο]. Τι διάοψέλνεις ώρε γέρντα; Να λέω για αυτόν το καμπήσιο τον γαμπρό, τον είδα στο σοκάκι του Καραχάλιου σαν ασβός είναι σκόρεσμα πως θα την καταφέρει αυτήν εκείνου του χαμένου; Έχει να δώσει πολύ ψωμί στους κλέφτες! Τι λες μωρέ να σε μάσει η Λιώρας! Πέντε τσούπρες είναι, ο ξαδερφός σου μαρκάλαγε για να βγάλει παιδί και η Ρίνα όλο κορίτσια έβγαζε! Την Μάρω την φουκαριάρα την είχαν πισέγκι και για όλες τις δουλειές. Αυτοί θέλαν χαμάλη και όχι νύφη!
Εκείνος ο χαμένος ο ασβός που έλεγε και ο πάππους όλη μέρα στα μπακαλιά μπεκρόπινε και έπαιζε κολτσίνα! Πέρασε ο καιρός η Μάρω γύρισε στο χωριό να δει τους γονιούς της! Την βλέπει η μάνα το κορίτσι που είναι μαραζωμένο και την ρωτάει: "Τι έχεις παιδάκι μου και είσαι έτσι;". Τι να σου πω μώρ μάνα όπως έφυγα έτσι ήρθα, ούτε που με ακούμπησε. Τι λες μωρή σκύλα και τώρα τι κάνουμε; Τι να σου πω μώρ τι ξέρω εγώ μάνα. Άκου τι σκέφτομαι, η Νικόλαινα έχει έντεκα παιδιά τα δυό τελευταία είναι διπλάρκα, τώρα γέννησε μαξούμια είναι! Έχουν φτώχεια με το τσουβάλι θα της πώ να μας δώκει το ένα, λεφτά έχουμε θα της δώκουμε και θα κρατήσει το μυστικό, είμαι σίγουρη γιατί είμαστε φίλες και να σου πω εκεί που ζεις εσύ έξω από το χωριό δεν θα μαθευτεί με τίποτα, αλλά για καλό και για κακό βάλε και ένα μαξιλάρι στην κοιλιά να φαίνεσαι ότι είσαι αγκαστρωμένη. Έτσι και έγινε, όλα κυλούσαν ομαλά το παιδί μεγάλωσε κάποια μέρα πως το έφερε ο διάολος και βρέθηκε στο παζάρι του χωριού η μαμή που το ξεγέννησε. Κουβέντα στην κουβέντα με άλλους χωριανούς κατάλαβε ότι της κρύβουν λόγια. Εκεί που έπαιζε το παιδί βλέπει ένα σημάδι στο λαιμό α λέει αυτό είναι της Νικόλαινας το διπλάρκο, εγώ το ξεγέννησα και έμοιαζε και με το κορίτσι το διπλάρκο που είχε ξεγεννήσει! Το έμαθε όλο το χωριό, τι έγινε δεν περιγράφεται όχι ότι δεν είχαν υποψίες οι χωριανοί αλλά τώρα το μάθαν από πρώτο χέρι! Που να βρει η Μάρω τρύπα να κρυφτεί αφού το παιδί το ξένο το παρουσίασε για δικό της.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Μάρω βρέθηκε κρεμασμένη σε ένα πλάτανο
ξεπλένοντας την ντροπή της αλλά και του χωριού, γιατί ξέραν περισσότεροι το
κουσούρι του Αποστόλη.
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου