Γράφει
η Κατερίνα Σχισμένου.
Εκείνο
το βράδυ της Άνοιξης στο Μονοπλιό θα
ήταν τελείως διαφορετικό από κάθε άλλο.
Η οδός Κουμουνδούρου είχε δύο γειτονιές
. Από τη δεξιά έμεναν οι Χριστιανοί και
από την αριστερή οι εβραϊκές οικογένειες.
Δεν υπήρχε όριο αλλά δεσμοί αγάπης
και συνύπαρξης. Μια πιστολιά το βράδυ
της 24 Μαρτίου το 1944 θα άλλαζε όμως όλη
την ήρεμη ζωή των ανθρώπων αυτών.
Μαζεύτηκαν οι Γερμανοί πρωι στο Μονοπλιό
και με μια πιστολιά μπήκαν στα σπίτια
της Εβραϊκής συνοικίας βγάζοντας τους
ανθρώπους από τα κρεβάτια τους μικρούς
μεγάλους και μεταφέροντάς τους στον
Ορφέα και απο κει σε διαδρομές θανάτου
που ελάχιστοι από αυτήν την κοινότητα
κατάφεραν να επιστρέψουν πίσω και να
ξαναβρούν την ρημαγμένη τους ζωή.
Στην
Κουμουνδούρου μαγαζί είχε ο Γεράσιμος
Κατσαούνος που θυμόταν όλες αυτές τις
ιστορίες πολύ καλά, ο προπαππούς. Μιλούσε
όταν και όσο έπρεπε και τις περισσότερες
φορές ούτε καν.Έμειναν άγνωστες πολλές
, υπήρξαν όμως και μερικές που κατάφεραν
να ξεγλιστρήσουν από την σκόνη της
ιστορίας και να βγουν στο φως με τη
βοήθεια των παιδιών που τις άκουγαν
συχνά μέσα στο σπίτι μιας και μέχρι εκεί
ήταν το όριο. Έτσι κι αυτή που μας
διασώθηκε.
Ο
αδερφός του ο Γιάννης Κατσαούνος, ένας
τολμηρός αρτινός δεν άντεχε την ιδέα
του τι συνέβη και κατάλαβε την εξέλιξη
των πραγμάτων , γνωστός και γι άλλα
ανδραγαθήματα, ξεκίνησε μετά από λίγο
μ΄ένα σχέδιο στο μυαλό του. Να σώσει τον
φίλο του τον «Γκίνο» που έμενε ακριβώς
απέναντι. Θα το τραβούσε από τα σύρματα
του Ορφέα που είχε εντοπίσει το βράδυ
ακολουθώντας όλη αυτή την πομπή.
Όσο
ο Γερμανός είχε στραμμένη την πλάτη του
πήγε κρυφά να τραβήξει το γειτονόπουλο,
ένα παιδί,τον φίλο του, να σώσει μια ζωή
γιατί έτσι σώζεις και τον κόσμο όλο. Ο
Γερμανός τον κατάλαβε, έπεσε με όλη του
τη δύναμη το όπλο του πάνω στο πρόσωπό
του με αποτέλεσμα μια σπασμένη μύτη του
Γιάννη που θα έφερε βαρέως τη
αποτυχημένη αυτή προσπάθειά του.
Στις
24 Μαρτίου μαζευόμαστε και πάλι να
τιμήσουμε το παιδί, τους ανθρώπους που
κάποτε πέρασαν από δω και άφησαν το
στίγμα τους, τον πολιτισμό τους, δούλεψαν
και δημιούργησαν σ΄αυτήν την πόλη
συνύπαρξαν με τους δικούς μας προγόνους
και συμπορεύτηκαν μαζί τους όσο τους
επέτρεψε αυτός ο πόλεμος που αφάνισε
τα πάντα.
Εμείς
κάθε φορά αισθανόμαστε την πόλη μας πιο
πλήρη πιο γεμάτη με αυτό της το κομμάτι
που χάθηκε στην ιστορία και δεν θέλουμε
να ξαναχαθεί ούτε να τους ξαναχάσουμε.
Γιατί η συμπόρευση και γνώση μόνο στο
δικό μας χέρι βρίσκεται, στην καρδιά
και το νου. Τους καλωσορίζουμε για άλλη
μια φορά και στην δική τους πόλη, στην
πόλη και των δικών τους παππούδων αλλά
και παιδιών και εγγονών.
Κατερίνα Σχισμένου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου