Τις επόμενες ημέρες μία προσφυγή
στις κάλπες, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του κοινού εγχειρήματος, που
ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950, στον απόηχο της καταστροφής του Δευτέρου
Παγκοσμίου πολέμου. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος «εντός ή εκτός» της
ΕΕ στη Βρετανία, στις 23 Ιουνίου είναι βέβαιο ότι θα αφήσει βαθύ το
αποτύπωμά της στο κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Ωστόσο δε χρειάζεται να αναμένει
κανείς το τελικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για να διαπιστώσει ότι
και μόνο η διεξαγωγή του συνιστά καθοριστικό γεγονός με συνέπειες
διαρκείας, έστω κι αν ουδέποτε η Βρετανία αντιμετώπισε την ΕΟΚ, και
μετέπειτα την ΕΕ, ως κάτι περισσότερο από πεδίο για τις βρετανικές εξαγωγές.
Τα ζητήματα που έθεσε αυτή η προεκλογική εκστρατεία, εντός κι εκτός
Βρετανίας, σε σχέση με το ευρωπαϊκό εγχείρημα, δεν πρόκειται να κλείσουν
μετά από τις 23 Ιουνίου, είτε επικρατήσει το exit είτε όχι.
Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το βρετανικό δημοψήφισμα σηματοδοτεί
μια νέα φάση, εκείνη της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων, με χώρες
να ζητούν ειδική μεταχείριση à la carte (όπως συνέβη με το πακέτο
μέτρων που απέσπασε τον περασμένο Φεβρουάριο ο πρωθυπουργός Κάμερον προκειμένου
να διασφαλίσει το ιδιαίτερο καθεστώς της χώρας του εντός της ΕΕ). Και αν πριν
από 25 χρόνια, στις 23 Μαρτίου 1991, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας, Τζων
Μέιτζορ, δήλωνε "It is because we care for lasting principles that
I want to place Britain at the heart of Europe", σήμερα, κανείς ηγέτης του
Συντηρητικού κόμματος δεν θα προσυπέγραφε κάτι τέτοιο. Είτε πρόκειται για τον εν
ενεργεία πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον, (υπέρ της παραμονής)
είτε για τον εν αναμονή, πρώην δήμαρχο του Λονδίνου, Μπορίς
Τζόνσον (υπέρ της αποχώρησης)...
Το σημερινό δημοψήφισμα
εγγράφεται έτσι με τα δικά του, ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, σε
μία κρίσιμη περίοδο για την ΕΕ - μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από αναξιοπιστία
των ευρωπαϊκών θεσμών, ιδίως μάλιστα στα μάτια των νέων, αποσπασματική
αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων και εν γένει αδυναμία της ΕΕ προχωρήσει, στη βάση
της σταδιακής προσέγγισης του Ζαν Μονέ, μετατρέποντας μια κρίση σε ευκαιρία.
Είτε πρόκειται για την κρίση της Ευρωζώνης, τη διαχείριση της κρίσης
στην Ουκρανία, είτε για την αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων για τα μεταπολεμικά
δεδομένα μεταναστευτικών / προσφυγικών ροών. Και δεν είναι άλλωστε
τυχαίο το γεγονός ότι το μεταναστευτικό /προσφυγικό βρέθηκε στο επίκεντρο της
προεκλογικής εκστρατείας, με τους οπαδούς του Brexit να επιχειρούν να το
εργαλειοποιήσουν, με οξείς όρους αποκλεισμού, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους
στόχους τους και όχι να συμβάλλουν στην επίλυσή του. Μια εκστρατεία που υπερέβη
τα όρια, τροφοδοτώντας τυφλό φανατισμό και άκρατο εθνικισμό,
δημιουργώντας, έστω άθελά της, τις προϋποθέσεις εκείνες που κατέληξαν στη
δολοφονία της βουλευτή Τζο Κοξ.
Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια προσέγγιση που απέχει παρασάγγας από εκείνη, π.χ. της πρώην προέδρου της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, Αν Μπρασέρ, όταν πρόσφατα υπογράμμιζε ότι «δεν έχουμε να κάνουμε με κρίση, γιατί η κρίση έρχεται, κορυφώνεται και μετά φεύγει. Αλλά με ένα φαινόμενο. Το προσφυγικό νομίζω ότι θα είναι μόνιμο, και υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε».
Ωστόσο, και η αντιμετώπιση
των προσφυγικών / μεταναστευτικών ροών, θα πρέπει στο εξής να λάβει υπόψη της τα
νέα δεδομένα που δημιουργεί η Βρετανία. Δεδομένα που μάλλον δεν διευκολύνουν την
κοινή ευρωπαϊκή απάντηση που απαιτείται με δίκαιο καταμερισμό της ευθύνης, ενώ
παράλληλα αναμένεται να κάνουν ακόμη πιο σύνθετη την ήδη περιπεπλεγμένη, στη
σκιά της ανόδου του εθνικισμού και των ξενοφοβικών κομμάτων, υπόθεση του
ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου