Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Υποψήφιοι... άστεγοι μισό εκατομμύριο Αθηναίοι

Αστεγοι

Οτι αυξήθηκε ο αριθμός των αστέγων, των ανθρώπων που κοιμούνται σε δημόσιους χώρους, είναι κάτι που όλοι το έχουμε αντιληφθεί και ενδεχομένως αναμενόμενο στην εποχή της μεγαλύτερης κρίσης που έχει πλήξει τη χώρα μεταπολιτευτικά.

Αν κανείς συνυπολογίσει και την αναπάντεχα υψηλή προσφυγική ροή σε μια απροετοίμαστη να υποδεχτεί τους πρόσφυγες πόλη, οι οποίοι βρήκαν προσωρινό καταφύγιο σε πάρκα και πλατείες, σχηματίζει μια εικόνα για την ορατή όψη του φαινομένου.
Ομως αυτό που τρομάζει είναι οι πανευρωπαϊκά πρωτοφανείς διαστάσεις της αόρατης πλευράς της στεγαστικής επισφάλειας.
Ο λόγος για το 95% των φτωχών νοικοκυριών στο λεκανοπέδιο, για τα οποία χτυπά ο συναγερμός της «χείριστης στεγαστικής ανάγκης», καθώς το στεγαστικό κόστος υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητές τους.
Μιλάμε για περισσότερα από μισό εκατομμύριο άτομα, το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 27 και υπερδιπλάσιο του κοινοτικού μέσου όρου. Το εύρος της έλλειψης στέγης περιλαμβάνει ακόμη και τα περίπου 94.000 άνεργα άτομα που διαβιούν σε ακατάλληλες συνθήκες, συνωστισμού.

Η μελέτη 
Αυτός ο αόρατος πληθυσμός που αντιμετωπίζει υψηλή στεγαστική επισφάλεια και κυμαίνεται σε 94.000-514.000 άτομα είναι από τα σημαντικότερα ευρήματα της μελέτης «Κοινωνική επισφάλεια και έλλειψη στέγης στην Αθήνα.
Διαδρομές αποκλεισμού και ένταξης», που δημοσιοποίησε το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, με συγγραφείς τους επίκουρους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Βασίλη Αράπογλου και Κώστα Γκούνη, τη δρα ΕΜΠ Δήμητρα Σιατίτσα και τη νομικό Δήμητρα Σουλελέ.
Πέρα από τα στοιχεία που δίνουν το μέγεθος αλλά και τη δριμύτητα της απειλής για ολόκληρες κοινωνικές τάξεις, στη μελέτη αναδεικνύεται και η κρατική ολιγωρία:
«Χαρακτηριστικό των αντιφάσεων του διαχειριστικού τρόπου αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας αποτελεί το ότι η προστασία των αστέγων κατοχυρώθηκε σχετικά πρόσφατα ως μέρος των προϋποθέσεων του δεύτερου μνημονίου και των σχετικών μεταρρυθμίσεων στο σύστημα υγείας και πρόνοιας (Ν. 4052/2012)».

Στον δρόμο ● Ο αριθμός των κυριολεκτικά αστέγων που κοιμούνται στον δρόμο σχεδόν τετραπλασιάστηκε σε δύο χρόνια: από 630 που υπολογίζονταν με την απογραφή του 2011, δύο χρόνια μετά, το 2013, έφτασαν τους 2.360.
Αν θέλει κανείς να συμπληρώσει μερικές ψηφίδες που συνθέτουν την εικόνα, οφείλει να συνυπολογίσει τους εκατοντάδες χιλιάδες που ξέβρασε το κύμα του πολέμου στις ακτές μας και έφτασαν στην Αθήνα: ενδεικτικά αναφέρονται τα 400 άτομα στο Πεδίον του Αρεως το περασμένο καλοκαίρι, τα περίπου 200 στην πλατεία Βικτωρίας στη συνέχεια, αλλά και οι 4.656 πρόσφυγες που πέρασαν από τις 15 Αυγούστου ώς τις 10 Σεπτεμβρίου από το ανοιχτό κέντρο φιλοξενίας προσφύγων με μέση διαμονή τις τρεις μέρες πριν φύγουν για τα βόρεια σύνορα της χώρας.
Ομως ευάλωτοι δεν είναι μόνον οι παραπάνω. Ακόμη μία βασική κατηγορία είναι τα άτομα που στερούνται κατοικίας και διαβιούν σε ξενώνες, προνοιακά-σωφρονιστικά ιδρύματα ή άλλα προσωρινά καταλύματα και το 2013 ανέρχονταν σε 15.436, ενώ εδώ διατυπώνονται ερωτήματα για τους «φιλοξενούμενους» στα ψυχιατρεία και την τύχη τους, αφότου αυτά κλείσουν, καθώς δεν έχει εξασφαλιστεί η μετεγκατάστασή τους.

«Νεοάστεγοι» Η πιο διευρυμένη πληθυσμιακά ομάδα, όμως, είναι αυτή που η διεθνής τυπολογία τη χαρακτηρίζει ως άτομα που διαβιούν σε επισφαλή κατοικία και βρίσκονται αντιμέτωπα με τη σοβαρή απειλή να χάσουν τη στέγη τους για οικονομικούς, νομικούς ή κοινωνικούς λόγους.
Ετσι, τον όρο «εργαζόμενος φτωχός» συμπληρώνει αυτός του «νεοάστεγου», ο οποίος προέρχεται από τα μεσαία και φτωχά εισοδήματα που πλήττονται λόγω της οικονομικής κρίσης (αύξηση ανεργίας, μείωση εισοδημάτων, περικοπές στην πρόνοια): «Ενα πολύ εκτεταμένο φάσμα της μη ορατής στεγαστικής επισφάλειας αφορά όλο και περισσότερα νοικοκυριά και σχετίζεται με την οικονομική αδυναμία ανταπόκρισης στο κόστος της κατοικίας».
Οι ερευνητές προσπάθησαν να εντοπίσουν την επισφάλεια τόσο στον τομέα της ενοικιαζόμενης στέγης όσο και στον τομέα ιδιόκτητης κατοικίας που βαρύνεται με δάνειο ή άλλα χρέη, χρησιμοποιώντας από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία τον δείκτη που αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά, όπου οι συνολικές δαπάνες κατοικίας ξεπερνούν το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος.

Ποσοστά-ρεκόρ
Από τα στοιχεία της EUROSTAT για το 2015 διαπίστωσαν ότι το κόστος κατοικίας ξεπερνά τις αντοχές στα φτωχότερα νοικοκυριά, στα οποία οι συνθήκες διαβίωσης έχουν επιδεινωθεί δραματικά: το ποσοστό του πληθυσμού σε ακραία στέρηση σχεδόν διπλασιάστηκε σε μία τετραετία από 11,6% το 2009 σε 21,5% το 2013, ενώ το ίδιο διάστημα το ποσοστό επιβάρυνσης κόστους κατοικίας στο φτωχότερο 20% των νοικοκυριών από 67,7% έφτασε στο 95%.
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.-27 και υπερδιπλάσιο του μέσου όρου. Δεδομένα που πρακτικά σημαίνουν ότι σχεδόν όλοι οι φτωχοί εμπίπτουν στην κατηγορία που στις ΗΠΑ ονομάζεται «χείριστη στεγαστική ανάγκη».
Προσαρμόζοντας τον όρο στην ελληνική πραγματικότητα, οι ερευνητές κατέληξαν σε έναν σύνθετο δείκτη φτώχειας και αποκλεισμού (χαμηλό εισόδημα, άνεργα μέλη ή υποαπασχολούμενα), υπολογίζοντας ότι αφορά 514.000 άτομα στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, το 13%-14% του πληθυσμού, ή 305.000 Ελληνες και 209.000 αλλοδαπούς.
Επίσης στον σχετικό πίνακα αναφέρουν ότι 10.000 άτομα είναι αντιμέτωπα με εντολή κατάσχεσης ιδιόκτητης κατοικίας για χρέη ή πλειστηριασμούς και επιπλέον 5.000 είχαν σε βάρος τους δικαστική εντολή αναγκαστικής έξωσης από ενοικιαζόμενη κατοικία.
● Για την ακριβέστερη αποτύπωση του προβλήματος, υπολόγισαν ακόμη έναν δείκτη που αφορά άνεργους ενοικιαστές σε συνθήκες συνωστισμού, εκτιμώντας ότι αφορά 93.920 άτομα στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας ή το 2,3% του πληθυσμού ανεργίας.
Με βάση αυτούς τους παράγοντες, οι ερευνητές εκτιμούν ότι το μέγεθος του πληθυσμού που αντιμετωπίζει υψηλή στεγαστική επισφάλεια κυμαίνεται από 94.000 -514.000 άτομα.

Σε ακατάλληλες συνθήκες 

 Στη μελέτη αναφέρεται ακόμη η κατηγορία της ακατάλληλης κατοικίας, δηλαδή όσων διαμένουν σε προσωρινά, πρόχειρα και ακατάλληλα για κατοίκηση καταλύματα ή σε κατοικίες μαζί με μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat του 2013, τα ποσοστά στεγαστικού συνωστισμού στην Ελλάδα ήταν 28% σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, 42% για φτωχά νοικοκυριά (κάτω του 60% του μέσου εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος), 31% για ενοικιαστές και 60% για τους αλλοδαπούς.
● Από τα στοιχεία της απογραφής του 2011 και ορίζοντας το όριο του συνωστισμού στα 20 τ.μ. ανά άτομο προκύπτει ότι το 22% του πληθυσμού της Αττικής (ή 842.741 άτομα) διαβιοί σε συνθήκες συνωστισμού, με πολύ μεγαλύτερο ποσοστό για τον αλλοδαπό πληθυσμό (207.326 ή 51%) απ’ ό,τι για τον ντόπιο πληθυσμό (635.415 ή 18,5%).
Στην Αττική καταγράφηκαν 7.950 άτομα σε μη-συμβατική κατοικία και 13.651 σε καταλύματα ακατάλληλα για κατοίκηση, με τους δυτικούς δήμους της Αττικής και τις δυτικές γειτονιές της Αθήνας να συγκεντρώνουν υψηλές τιμές σε ακατάλληλα καταλύματα, ανεργία, συνωστισμό.
Στις συνθήκες διαβίωσης σε ακατάλληλη κατοικία εντάσσονται και 142.000 άτομα σε κατοικίες χωρίς θέρμανση και 18.902 κατοικίες χωρίς αποχέτευση, ενώ ενδεικτικές της ενεργειακής φτώχειας θεωρούνται οι 37.332 αιτήσεις στην Αττική (χωρίς τα νησιά) για επανασύνδεση και δωρεάν ρεύμα στο πρόγραμμα της ανθρωπιστικής κρίσης του υπουργείου Εργασίας.
● Μία καίρια παρατήρηση είναι ότι οι μετανάστες είναι η κοινωνική ομάδα που αντιμετωπίζει τις χειρότερες συνθήκες στέγασης, τόσο στον ιδιωτικό ενοικιαζόμενο τομέα όσο και στα κέντρα κράτησης νεοεισερχομένων και προσφύγων όπου επικρατούσαν απάνθρωπες συνθήκες.

Κριτική-προτάσεις 
Στη μελέτη, πέρα από κριτική στο νεόκοπο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο -το σύστημα φροντίδας ανταποκρίνεται με αποσπασματικό τρόπο, μεταφέροντας ευθύνες χωρίς πόρους στην κοινωνία των πολιτών, ευθύνες που την υπερβαίνουν- κατατίθενται και προτάσεις για τη διαχείριση του στεγαστικού προβλήματος, λαμβάνοντας υπόψη και τις εμπειρίες χωρών που το αντιμετώπισαν αποτελεσματικά.
Ανάμεσα σε άλλα, προτείνεται η προσφορά κενών-εγκαταλειμμένων σπιτιών, στεγαστικό απόθεμα που, αν ανακαινισθεί, μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για την αναβάθμιση γειτονιών, η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, καθώς και η εφαρμογή υποστηρικτικών δράσεων μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, ενώ επισημαίνεται η επιτακτική ανάγκη διερεύνησης των αναγκών του άστεγου πληθυσμού για τον σχεδιασμό συγκεκριμένων δράσεων ανακούφισής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: