Ο
Αλέκος Κιτσάκης εδώ και ένα χρόνο δεν είναι πια κοντά μας. Έφυγε από τον μάταιο,
τον πρόσκαιρο ετούτο κόσμο, για τον άλλο, τον μεγάλο, τον αληθινό, τον
αιώνιο. Ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιό» του εκφράζει το φόβο, πως οι έπαινοι προς
τους νεκρούς μπορεί να θεωρηθούν υπερβολικοί, γιατί ο θάνατος εξωραΐζει τους
ανθρώπους. Είναι όμως κάποιες φορές που τα εγκώμια έρχονται απλά να περιγράψουν
αλήθειες και πιο σπάνιες οι περιπτώσεις που τα λόγια αποδεικνύονται ιδιαιτέρως
φτωχά για να αποδώσουν το πραγματικό και την μεγάλη, την εξαιρετική προσφορά
κάποιων μεγάλων, όπως εσύ, αθάνατε Κιτσάκη!
Όλοι εμείς όσοι αγαπάμε το
δημοτικό τραγούδι νιώθουμε την απώλεια και είναι πολύ μεγάλη. Μας άφησες όμως
ύψιστη παρακαταθήκη τα χιλιάδες τραγούδια σου να γλεντάμε, να εκφραζόμαστε, να
κλαίμε, να γελάμε. Τώρα Αλέκο εκεί στους ουρανούς τρανά στ' αλήθεια γλέντια που
θα κάνετε μαζί τόσοι μεγάλοι! Έχεις μαζί σου τους αθάνατους Χαλκιάδες με τους
οποίους πρωτοξεκίνησες για τη μεγάλη σου πορεία, τον Μαλλιάρα με τον οποίο
έκανες τον πρώτο σου δίσκο, τον Μπατζή και τους Σουκαίους, το Βασιλόπουλο, το
Βασιλειάδη και το Ρούντα ,τον αθάνατο το Γιώργο Κόρο που σε συνόδευαν στα
τραγούδια σου μαζί και τόσους άλλους! Αλέκο θα αντάμωσες και με τους δύσμοιρους
γονείς σου και θα τους μολογάς για της ζωής τα βάσανα και τη μεγάλη στράτα κι
αυτοί που δε σε χάρηκαν εδώ σε χαίρονται κι ευφραίνονται εκεί στον μαύρο Άδη.
Έξι μόλις χρόνια πριν το μεγάλο πόλεμο και κάτι παραπάνω από είκοσι
απ' όταν έφυγε η Τουρκιά απ' την Ήπειρο, εκεί στα 1934 σ' ένα χωριό της Κάτω
Λάκκας Σούλι, που πριν λίγα χρόνια είχε αλλάξει το σλάβικο όνομα Ποδογόρα σε
Ριζοβούνι-από τις λίγες εκείνες περιπτώσεις της σωστής μετονομασίας χωριών-
έρχονταν στο φως της ζωής ένα παιδάκι που με τη φωνή του έμελλε να σημαδέψει
καθοριστικά το δημοτικό μας τραγούδι . Ήταν ο Αλέκος Κιτσάκης!
Δύσκολη και
δυσβάστακτη πολύ του χωρικού η ζήση τα χρόνια εκείνα, που με τα χέρια μοναχά
πάλευε τη γη να τη μερέψει, μπας και του δώσει λιγοστό ψωμί, να φάει αυτός και
η πολυπληθής φαμίλια.
Οι απολαβές λίγες ίσα που να σε κρατάνε στη ζωή και οι
υποδομές ανύπαρκτες. Ούτε δρόμοι, μήτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε νερό στο σπίτι,
ούτε φάρμακα να σώσουν την έρμη τη ζωή τους. Η ελονοσία, η φυματίωση και η
πνευμονία έστελναν καθημερινά τους άμοιρους στον τάφο και η πενικιλίνη αργούσε
ακόμα να φανεί.
Η βάσκανη μοίρα δεν επέτρεψε στο μικρό Αλέξη ούτε τη θύμηση
να έχει των γονιών του αφού, αργότερα το έμαθε, οι συγγενείς του το 'παν, οκτώ
μηνών ήταν σαν χάθηκε ο πατέρας του και ενάμιση η μάνα.
Έμεινε έτσι
πεντάρφανο ένα νήπιο να το συμμαζεύει ο αδερφός της μάνας του που τον πρώτο
καιρό το 'φερνε γύρα στις λεχώνες του χωριού να το βυζάξουν, γάλα αν τους
περίσσευε.
Φτώχεια, μιζέρια και ορφάνια οι σύντροφοι οι αχώριστοι στης ζωής
του τα πρώτα βήματα. Λιγάκι σαν μεγάλωσε τον στέλνανε να φυλάει τα πρόβατα του
θείου του, ολημερίς από κοντά με ζέστη και με κρύο, με ένα ξεροκόμματο μπομπότα
στο σακουλάκι του να ξεγελάει την πείνα, όταν την ένιωθε μέσα του να θεριεύει
.Και από ρούχα και παπούτσια καινούρια, ποτέ του ο μικρός δε χάρηκε, ούτε σε
Πασχαλιά, γιορτή, επίσημη ημέρα σαν τ' άλλα τα παιδάκια, μα ό,τι απ' τους
μεγαλύτερους περίσσευε, σκισμένα, μπαλωμένα και πάντα πιο μεγάλα.
Λέει ο
μύθος και γράφουν τα βιβλία πως σαν ο θεός μοίραζε στο ζωικό βασίλειο τα αγαθά
του όλα, τα ζώα πήγαν και πήραν, εκτός απ' τ' αηδόνι, που κάπου ξεχάστηκε και
καθυστέρησε πολύ! Μη έχοντας λοιπόν ο Θεός τι να του δώσει, του άνοιξε το στόμα
και φύσηξε μέσα σ' αυτό. Και έγινε το ταπεινό και μικροσκοπικό αυτό πουλί
άπιαστο στο κελάηδημα, κανένα δεν το φτάνει! Έτσι και ο μικρός Αλέξης το μόνο
δώρο που 'χε από τη φύση του ήταν η μοναδική και αξεπέραστη φωνή του. Όλο το σόι
του ήταν καλλίφωνο, αλλά τούτος καλύτερος απ' όλους. Κοντά στα πρόβατα του θείου
του τραγουδούσε αδιάκοπα, για να περνούν οι ατέλειωτες ώρες, αλλά και για να
ξεγελάει τον πιο πιστό του σύντροφο, την πείνα.
Στη μικρή του χωριού κοινωνία
δεν άργησε να μαθευτεί πως τραγουδούσε καλά και συχνά τον παίρνανε στο καφενείο
οι άντρες, τον ανεβάζανε πάνω σ' ένα τραπέζι για να φαίνεται καλύτερα και κει
τραγουδούσε με τις ώρες με αντάλλαγμα στο τέλος ένα λουκούμι ή ένα
πορτοκάλι!
Με ιδιαίτερη συγκίνηση ο ίδιος θυμόταν και μολογούσε πως κάποτε
πήγε τα πρόβατα κοντά σ' ένα σπίτι που γινόταν γάμος και κει άρχισε με δυνατή
φωνή το τραγούδι, μήπως και τον ακούσουν να το φωνάξουν και αυτόν εκεί να φάει
ένα πιάτο φαΐ.
Δύσκολή πολύ η ζωή του εκείνα τα χρόνια. «Πετσί και κόκκαλο
ήμουν. Σ' ένα δωμάτιο κοιμόμασταν πέντε παιδιά και τη θεία μου τη φώναζα μάνα.
Επτά χρονών με στέλνανε με μια σκισμένη βελέντζα στην πλάτη να βοσκήσω χειμώνα
καιρό τα γίδια, να πεθαίνω απ' το κρύο, να κλαίω και να παρακαλάω την Παναγιά να
πεθάνω, για να γλυτώσω απ' τα καθημερινά τα βάσανα και άλλοτε πάλι Την
παρακαλούσα να μου δώσει κι εμένα ένα ζευγάρι παπούτσια να βάλω μέσα τα
ταλαιπωρημένα ποδαράκια μου.».
Μα το κυνήγημα της μοίρας σταματημό δεν
είχε... Σε λίγο πεθαίνει και η θεία του και ο μπάρμπας του τον διώχνει από το
σπίτι. Με ένα τραγίσιο μέχρι τα γόνατα παντελόνι να του πληγιάζει τα αδύναμα και
τρυφερά του ποδαράκια, με σακάκι πάλι από τραγόμαλλο, που χωρούσε κάνα δυο σαν
αυτόν μέσα και με παπούτσια χιλιομπαλωμένα και αριστερά και τα δύο δεμένα μ'
ένα σπάγκο, έφυγε ένα αλησμόνητο πρωινό απ' το χωριό του.
Κάποιος χωριανός
του τον ανεβάζει στην καρότσα ενός φορτηγού που μετέφερε ζώα και φτάνει στην
Πρέβεζα και από κει με το καράβι στην Πάτρα για να βρεθεί το φθινόπωρο του 1946
στην Αθήνα. Και εκεί οι πίκρες του δεν λιγόστεψαν αφού τον έβαλαν να φυλάει
γουρούνια. Δίκαια διαμαρτυρόταν αφού στο χωριό με τα πρόβατα ήταν καλύτερα μα
ποιος να τον ακούσει. Ώσπου κάποιος χωριανός του τον πηγαίνει στην Πανηπειρωτική
Ομοσπονδία και από κει αρχίζει η μεγάλη πορεία του τραγουδιστή Αλέκου Κιτσάκη!
Τραγουδάει τη «Τζαβέλαινα» και τρίζουν τα παράθυρα, τον ρωτάν από πού είναι
και απαντά με περηφάνια απ' το Σούλι και το Γενάρη του 1947 τραγουδά στην κοπή
της πίτας της Πανηπειρωτικής στο θέατρο Αλίκης αυτός ο νηστικός και
πολυβασανισμένος ορφανός!
Τον ακούει η Μαρίκα Κοτοπούλη, ενθουσιάζεται και
τον γνωρίζει στη Φρειδερίκη και ο ορφανός Αλέξης απ' τα πρόβατα και τα γουρούνια
βρέθηκε στο παλάτι να παίζει μπίλιες με τον Κωνσταντίνο αλλά και να του λέει
«γ.ώ τη μάνα σου» σαν έχανε, σχεδόν πάντα.
Από κει στην Κέρκυρα, στο Αχίλλειο
Ίδρυμα έβγαλε το σχολείο, εν συνεχεία στη Γεωπονική σχολή στην Πάτρα όπου ψέλνει
στην εκκλησία τις Κυριακές και τραγουδά στο ραδιόφωνο στην «ώρα του αγρότη»
προκαλώντας μεγάλο θαυμασμό σε όσους τον ακούνε..
Επιστρέφει στην Αθήνα,
κοιμάται σ' ένα γκαράζ και πηγαίνει για μεροκάματο δέκα δραχμών, που του
επιτρέπουν να τρώει μια μέρα πιπεριές, την άλλη μελιτζάνες, ενώ συνάμα
παρακολουθεί μαθήματα στο ωδείο, όπου τον έβαλε ο μεγάλος Μανώλης Καλομοίρης με
υποτροφία! «Ωδείο εκείνα τα χρόνια πήγαιναν μόνο τα πλουσιόπαιδα.» παρατηρούσε
συχνά σαν τον ρωτούσαν αργότερα.
Το 1954 θα γράψει με τον θρυλικό κλαρινίστα
Βάϊο Μαλλιάρα τα πρώτα του τραγούδια, το '56 τα: «Βλαχοθανάση, Βασίλω μου σ'
αντάμωσα, Λίτσα Βαγγελίτσα και περιστεράκια όμορφα» και από 'κει και πέρα σιγά
σιγά γίνεται ο θρύλος του δημοτικού μας τραγουδιού!
Θα τραγουδήσει σε κάθε
γωνιά της γης, όπου υπάρχει ελληνισμός, θα τραγουδήσει σε γάμους και πανηγύρια,
σε χαρές, μα και σε λύπες .
Συνεργάστηκε με τους σπουδαιότερους μουσικούς της
πατρίδας μας, με τον Βάϊο Μαλλιάρα, τον Βασίλη Μπατζή, τον Βαγγέλη και Βασίλη
Σούκα, τον Ναπολέοντα Ζούμπα, τον Φίλιππα Ρούντα, τον Πέτρο Λούκα, το Ναπολέοντα
Δάμο, τον Σταύρο και Γρηγόρη Καψάλη, τον Μάκη Βασιλειάδη, το Γιάννη Βασιλόπουλο,
τον Γιώργο Κόρο και τόσους μα τόσους άλλους!
Τραγούδησε τραγούδια κλέφτικα,
μοιρολόγια, τραγούδια ιστορικά, τραγούδια της αγάπης, της ξενιτειάς, της
ποιμενικής και αγροτικής ζωής, τραγούδια των εθνικών μας πόθων! Εξύμνησε τα
εθνικά κατορθώματα και τις ομορφιές της πατρίδας μας και της Ηπείρου
περισσότερο! Όπου και αν πήγαινε ο κόσμος μαζευόταν μιλιούνια για να τον
ακούσουν, να τραγουδήσουν μαζί του, να χορέψουν, να διασκεδάσουν, πολλές φορές,
γιατί όχι και να κλάψουν!
Εκτός από τα παλιά τα παραδοσιακά τραγούδια, έκανε
και διασκευές, αλλά και έγραψε παρά πολλά τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία
ενσωματώθηκαν στο δημοτικό μας τραγούδι, γιατί αγαπήθηκαν απ' το λαό,
τραγουδήθηκαν, τραγουδιούνται και δεν θα πάψουν ποτέ να ακούγονται.
Τραγούδια
όπως τα «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ», «Τζουμέρκα μου περήφανα», «Σήμερα το Ρηνάκι
μου», «Σ' ένα δεντρί ακούμπησα», «Απ' το μηδέν ξεκίνησα», «Η μάνα μου
παρήγγειλε», «Χριστούγεννα στην ξενιτειά», «Παντρεύτηκα την ξενιτειά», «Ο ξένος
τόπος μάνα μου», «Περιστεράκια όμορφα» «Εμείς τα ελληνόπουλα», «Μια χούφτα χώμα
ελληνικό», «Στης Πάργας τον ανήφορο», «Βασίλη μ' τα ματάκια σου» και εκατοντάδες
άλλα είναι τραγούδια του Κιτσάκη!
Αλλά και στα παλιά τραγούδια είναι
μοναδικός και αξεπέραστος! Κανένας δεν πρόκειται να τραγουδήσει τον «Οσμαντάκα»
και τους «Κλέφτες» καλύτερα απ' τον Κιτσάκη ενώ η ερμηνεία στον «Βλαχοθανάση»
είναι ανεπανάληπτη!
Χαρακτηρίστηκε το «αηδόνι της Ελλάδος» και ο Καζαντζίδης
του δημοτικού μας τραγουδιού! Ο Μάτσας της γνωστής δισκογραφικής εταιρείας μόνο
σε δύο τραγουδιστές είχε δώσει το ελεύθερο να ηχογραφούν όποτε θέλουν: Στον
Στέλιο Καζαντζίδη και στον Αλέκο Κιτσάκη!
Ο μεγάλος Μανώλης Καλομοίρης
μιλώντας για τον τραγουδιστή Κιτσάκη είπε πως κάθε διακόσια χρόνια γεννιέται μια
τέτοια φωνή! Ίσως μετά από τόσα χρόνια να γεννηθεί. Σήμερα όμως δεν υπάρχει.
Υπάρχουν κάποιοι αξιόλογοι και λίγοι ακόμη πιο αξιόλογοι αλλά στο επίπεδο του
Αλέκου Κιτσάκη κανένας.
Με τα τραγούδια του Κιτσάκη εκφράστηκαν οι γενιές των
τελευταίων εξήντα χρόνων και θα συνεχίσουν να εκφράζονται και οι επερχόμενες,
ενώ και όσοι καταπιάστηκαν επαγγελματικά με το δημοτικό τραγούδι, οργανοπαίχτες
και τραγουδιστάδες απ' τα τραγούδια του Κιτσάκη έφαγαν και συνεχίζουν να τρώνε
ψωμί, όπως δημόσια παραδέχτηκε και είναι προς τιμή του και κάποιος μεγάλος
τραγουδιστής την ημέρα της κηδείας του στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων!
Νίκος
Βέντζης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου