Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Μορφή της ζωντανής Τζουμερκιώτικης παράδοσης ο Χρήστος Παπακίτσος


ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ: Ημιγυμνάσιο Αγνάντων 1929

Η ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΡ. ΠΑΠΑΚΙΤΣΟΥ


Η παρουσίαση έγινε την 15-11-2011 στην κατάμεστη αίθουσα «Μιχαήλας» Αβέρωφ (Ακαδημίας και Γενναδίου 8) από τον διακεκριμένο φιλόλογο, συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας κ. Κ. Μαργώνη, Πρόεδρο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων, την καταπληκτική ομιλία του οποίου παραθέτουμε: 


Κώστας Μαργώνης











«Κυρίες και κύριοι,




Πώς να μιλήσει κανείς, με τυπικά λόγια, για έναν άνθρωπο που τον σέβεται και τον εκτιμά, πώς να συλλάβει τις αποχρώσεις της φωνής ενός φίλου που μια ολάκερη ζωή αναζητά τις ρίζες του στην επικράτεια του μυθικού βασιλιά Αθάμαντα; 

Πώς να μιλήσει για τον Χρήστο Παπακίτσο, μια μορφή της ζωντανής μας Τζουμερκιώτικης παράδοσης που δεν αποτελεί το τέρμα της, αλλά που προσφέρει διαρκώς καινούριες αρχές;

Οι σκέψεις αυτές μου θύμισαν τον μεγάλο μας δάσκαλο, τον Γιώργο Σεφέρη. Ήρθαν στο νου μου τα λόγια του έλληνα ποιητή, όταν έγραφε για τον Πιραντέλλο, στις Δοκιμές, πως ήταν «ένα από τα πνεύματα που ξεχώρισαν και μας χρησιμεύουν για σημάδια αναγνωρισμού· φάρους του πρόσκαιρου αρχιπελάγους όπου ζούμε» (Δοκιμές, τ.Α σελ.50)

Δε θεωρώ περιττό να επαναλάβω τα λόγια του Τζουμερκιώτη δημοσιογράφου και συγγραφέα, του Βασίλη Μαλισιόβα, που με τρόπο εύστοχο και σύντομο, με απέριττο αλλά ουσιαστικό λόγο, αναφέρεται στον Χρήστο Παπακίτσο.

«Πολυσχιδής προσωπικότητα, προικισμένος σκαπανέας της τοπικής λαογραφίας και της ιστοριογραφίας, με τον γλαφυρό του λόγο και τον άριστο χειρισμό της ελληνικής γλώσσας άνοιξε ήδη λεωφόρους για όλους εμάς τους νεότερους μελετητές. 

Τον ξέρω πολύ καλά. Δεν θέλει επαίνους. Δεν αποζητά ούτε καν το θετικό σχόλιο. Φιλόπονος εργάτης, εργάζεται με μόνο κριτήριο τη δημιουργία μιας παρακαταθήκης για τους νεότερους».

Η σταδιοδρομία του και η συγγραφική του δράση τεκμηριώνουν τον χαρακτηρισμό του ως πολυσχιδούς προσωπικότητας· δάσκαλος αρχικά, υπάλληλος του ΟΤΕ στη συνέχεια που εξελίχθηκε σε διευθυντικό στέλεχος και καθηγητής για 15 χρόνια των Σχολών του ΟΤΕ. 

Πλούσια και η συγγραφική του δραστηριότητα· ασχολήθηκε και ασχολείται με τη δημοσιογραφία, δημοσιεύοντας άρθρα και σχόλια σε εφημερίδες και περιοδικά. Επιλεκτικά θα αναφέρω την εφημερίδα «Τα Τζουμέρκα» και το περιοδικό της Ι.Λ.Ε.Τ. «Τζουμερκιώτικα Χρονικά». 

Ταυτόχρονα υπηρέτησε και υπηρετεί τη λογοτεχνία· έγραψε διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια, αφηγήματα, βιβλιοκριτικές, ασχολήθηκε με τη λαογραφία και έγραψε ιστορικές και κοινωνικές μελέτες. 

Εν ολίγοις άνθρωπος της δράσης, με ενεργό συμμετοχή σε κοινωνικούς, πολιτικούς και συνδικαλιστικούς φορείς. Θα περιοριστώ στο ότι υπήρξε συνιδρυτής της Ι.Λ.Ε.Τ. και αντιπρόεδρος της Εταιρείας στην Αττική. 

Το καθαρά συγγραφικό του έργο είναι ευρύ: επαγγελματικό, λαογραφικό, λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό. Ξεχωριστή θέση έχει η μελέτη με τον τίτλο «Από την Τζουμερκιώτικη Λαλιά στη Λαϊκή μας Παράδοση», έκδοση του πρώην Δήμου Αγνάντων το 2006 και ο «Τζουμερκιώτικος γάμος», λαογραφικό κείμενο που διασκευάστηκε σε θεατρικό έργο και παρουσιάστηκε το 2010 στο «Αράχθειο» Θέατρο της Σκούπας. 

Απ’ ό,τι γνωρίζω υπάρχουν έργα που πρόκειται να εκδοθούν, ποιητική συλλογή, ιστορική έρευνα, Διηγήματα και Ευθυμογραφήματα, Έθιμα των Τζουμερκιωτών και Θρυλικές παραδόσεις της περιοχής των Τζουμέρκων.

Η αλήθεια είναι πως ο Χρήστος Παπακίτσος αγαπά αυτό που κάνει, αφοσιώνεται στη μελέτη της Τζουμερκιώτικης παράδοσης και δεν παύει να στηλιτεύει, να σχολιάζει, να παρατηρεί την επικαιρότητα με το κριτικό βλέμμα του ανθρώπου που νοιάζεται για τον τόπο του. 

Πρόσφατα, στην εφημερίδα «Άγναντα Άρτας», με το δικό του αμίμητο τρόπο, φέρνοντας στην επιφάνεια τα βιώματα και τη γλώσσα του παρελθόντος κατάλληλα συνταιριασμένο με τα προβλήματα του παρόντος, έγραψε τα ακόλουθα:

«Κατά τη Γερμανική Κατοχή του 1941-44 «γλυτώσαμε από τον εξ ασιτίας θάνατο χάρη στα «φτηνά χωράφια» μας, τις «Ξελάστρες». Τώρα, κάποιοι συντοπίτες μας, που έχουν ακουστά για την πείνα εκείνης της εποχής, λένε: «Έρχονται δύσκολες μέρες. 

Πρέπει να πάμε στα χωριά μας να σπείρουμε τα χωράφια μας και ας μην ξέρουν αρκετοί από αυτούς αν η σπορά γίνεται με άβραστο ή βρασμένο σπόρο! Χώρια που δεν ξέρουν ούτε κατά πού πέφτουν τα χωράφια τους, ούτε αν αυτά «πάρθηκαν» από τα ρέματα ή «καταπατήθηκαν» από κεδρότουφες και βάτα.»

Έτσι απλά διατρέχει, με διαπεραστικό βλέμμα, τα γεγονότα από το 40’- 41 ως σήμερα, κάνει τον απολογισμό των τελευταίων εβδομήντα χρόνων και, όπως οι αρχαίοι σοφοί, μιλά για τα «προσιόντα», τη μυστική βοή .... των πλησιαζόντων γεγονότων. Και την προσέχουν οι ευλαβείς. 

Ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί» (Κ. Καβάφης, Θεοί δε προσιόντων, σελ.17), για να θυμηθούμε τον Καβάφη. Η ανεπαίσθητη και υπόρρητη συνάφεια με τον Σεφέρη ή τον Καβάφη αποκαλύπτει το πνευματικό υπόστρωμα του έργου του Χρ. Παπακίτσου, την πλατιά, ουμανιστική του παιδεία. 

Ως πνευματικός άνθρωπος, θα τολμούσα να πω, έχει αναλάβει ενεργητικό ρόλο στην κοινωνική ζωή. Δεν παραμένει αμέριμνος θεατής δραστηριοτήτων, αλλά υποτάσσεται εκουσίως στο ηθικό αίτημα του σκεπτόμενου ανθρώπου. 

Εδώ επιβεβαιώνεται η Πλατωνική ρήση «μέγιστον μάθημα ρητόν ουδαμώς έστιν ως άλλα μαθήματα». Η προσωπικότητα του ανθρώπου διδάσκει από μόνη της.

Όποιος γνώρισε τον Χρ. Παπακίτσο το διαπίστωσε· η αγάπη για τη μικρή ορεινή πατρίδα, ο γνήσιος ουμανισμός του, η ζωντανή αίσθηση των πραγμάτων περνούν ανεμπόδιστα στην κουβέντα με τους φίλους, στη χειρονομία, στο στίχο. 

Στο έργο του δεν ανιχνεύει κανείς ίχνη αναφομοίωτων επιρροών, ιδέες και σκέψεις που δεν είναι συνυφασμένες με τον εαυτό του, την παιδεία του, το πνευματικό του ήθος, τη ζωή στα Τζουμέρκα. 

Το 2010 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο τίτλος του είναι «Η ζωντανή αφίσα».

Σας διαβάζω ένα απόσπασμα από το αδημοσίευτο αφήγημά του με τον τίτλο «Πλάγιασε στις ρίζες του».

«Κρίμα!... Πάει το χωριό...», συλλογιζόταν και μονολογούσε: «Σε λίγο, λύκοι και αρκούδες θα ουρλιάζουν στις αυλές των σπιτιών μας και μέσα τους θα γεννούν και θα λαλούν κίσσες και κουκουβάγιες»...

Την ημέρα του Αγίου Δημητρίου προστέθηκε και καινούργιο στρώμα χιονιού πάνω στο παλαιό, το κρουσταλλιασμένο. Το χωριό αποκλείστηκε, τα τηλέφωνα σίγησαν, οι άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στα σπίτια τους και οι καμπάνες της Εκκλησίας του Αγίου δε σήμαιναν στη γιορτή του. Έγιναν κι αυτές απροσπέλαστες. 

Ο κυρ-Δημήτρης, τοποθετώντας και τον εαυτό του μέσα σ’ αυτή τη φρικτή εικόνα, ταρακουνήθηκε ψυχικά. Θυμόταν και ψέλλιζε: «Τι ωραία που ήταν παλαιά εδώ! Γεμάτος από ανθρώπους ήταν ο τόπος· γεμάτος ζωή και δράση! Ποτέ δε μας έκλεισε το χιόνι στα σπίτια μας. 

Οι νέοι με τα φτυάρια ξεχιόνιζαν τους δρόμους και τα μαθητούδια πήγαιναν χαρωπά στο σχολειό τους με τη σάκα στον ώμο και στο χέρι, σαν αντιολισθητικό μπαστούνι, το καυσόξυλο για τη σχολική τους σόμπα. Αλλά και τι καλά περάσαμε πέρυσι στη γιορτή μου στην Αθήνα!...Πόσο το χάρηκαν τα παιδιά και τα εγγόνια μου! 

Σήμερα η Ρέα μου, τα παιδιά μας και οι φίλοι μου θα προσπαθούν να μου τηλεφωνήσουν για να μου ευχηθούν, και μπορεί να περνούν πολλά απ’ το μυαλό τους για τις αναπάντητες κλήσεις τους...Πού να ξέρουν ότι η χιονοθύελλα γκρέμισε τα τηλεγραφόξυλα και έκοψε τις τηλεφωνικές γραμμές...».

Εκείνο το βράδυ έσβησε στην κορυφή του χωριού και ένα ακόμη τζάκι. Ένα ακόμη καντήλι ξέμεινε από λάδι... Ήταν του Δημήτρη... Ο Κοινοτάρχης, που κατοικούσε αγνάντια, δεν είδε τους συνηθισμένους πρωινούς «αποθρώσκοντας» γκρίζους καπνούς από το τζάκι του Δημήτρη και ανησύχησε. Πώς όμως να φτάσει ως εκεί;

Δύο μέρες πάλευαν τα γεροντάκια να ξεχιονίσουν το δρόμο. Έφτασαν κάποια στιγμή με την ψυχή στο στόμα. Φώναξαν, ξαναφώναξαν, αλλά απόκριση δεν έπαιρναν... Παραβιάζοντας την πόρτα, βρήκαν το σπιτονοικοκύρη πεσμένο στο παράθυρο ν’ αγναντεύει κατά το χωριό με ορθάνοιχτα τα παγωμένα μάτια του!... 

Ο γιατρός διέγνωσε καρδιακή ανακοπή που επέφερε το μοιραίο πριν από τρεις μέρες. Ο συνονόματός του Άγιος του επιφύλαξε σαν τελευταίο γιορτινό δώρο την παραμονή του στο χωριό για πάντα... Το επίμονο όνειρο της ζωής του εκπληρώθηκε με το θάνατό του...»

Ο Σεφέρης έρχεται ξανά στο νου μας: «... την ύπαρξη αυτή, [της πραγματικότητας του πνευματικού ανθρώπου] ίσως μπορεί να τη δώσει το βαθύ οργανικά αίσθημα της ανάγκης να σωθεί, στη δύσκολη εποχή μας, ό,τι μπορεί να σωθεί από την ανθρώπινη αξιοσύνη». (Δοκιμές). 

Αυτό πασχίζει να σώσει, με τον λόγο του, και ο Χρ. Παπακίτσος, την ανθρώπινη πλευρά του εαυτού μας, την ξεχασμένη στο μακρινό παρελθόν, να κρατήσει το όνειρο που τον συνόδεψε στη ζωή του, στη συγγραφική και την πνευματική του πορεία.

Διόλου ευκαταφρόνητη δεν είναι η ποιητική παρουσία του Χρ. Παπακίτσου. Οι τίτλοι των ποιημάτων του (Αμφιλογίες, Ωδή για το Γυμνάσιο Αγνάντων, Η Χαλασιά, Το Γέρας, οι Στιγμές, Αν, Συμφυή και Αντίρροπα, Βαβέλ κ.ά.), ο πεζολογικός στίχος, η φιλοσοφική και η στοχαστική διάθεση, η βιωματική σοφία, η ειρωνεία, ο καυστικός τόνος και ο υπαινικτικός λόγος συγκροτούν την ποιητική του τέχνη. 

Η πλειονότητα των ποιημάτων του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Άγναντα Άρτας», γεγονός που δηλώνει υπόρρητα την συνάφεια με το επίκαιρο και το τοπικό. Η οπτική γωνία όμως του δημιουργού είναι αυτή που χαρίζει στα ποιήματα τη φιλοσοφική διάθεση. 

Με τον τρόπο αυτό, τον ευρηματικό, η επικαιρότητα διυλίζεται, συνέχεται με μια διαχρονικότητα της ανθρώπινης φύσης ή συναντά το υπόστρωμα της ανθρώπινης σκέψης στη φιλοσοφία, την ιστορία, στον λαϊκό πολιτισμό. Εγχείρημα ομολογουμένως τολμηρό και δύσκολο, γιατί η ποίηση κινδυνεύει να χάσει τον οίστρο της και η πραγματικότητα να χάσει την αλήθεια της. 

Όμως ο Χρ. Παπακίτσος τα ισορροπεί, κινείται επί «ξηρού ακμής», ποιητικώ τω τρόπω, με μοναδικό του όπλο τη δύναμη να μεταμορφώνει το γεγονός που αγγίζει σε ποιητική έκφραση που αποτελεί μέσο κάθαρσης, ψυχικής και πνευματικής. Θα έλεγα ότι έτσι δημιουργείται το ύφος της Ανάγκης.

Θα σας διαβάσω μια στροφή από το ποίημα «Αμφιλογίες», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Άγναντα» Άρτας στο φύλλο 157/2009.


«Μα ούτε και το μάρμαρο, το κρύο, το αθώο,
μου απάντησε ξεκάθαρα σε τούτα που ρωτούσα:
Πού ένιωθε καλύτερα, μέσα στη γη ατόφιο
ή τώρα απέξω σμιλευτό, γυαλιστερό και ακριβό,
σκεπάζοντας τα λείψανα και ιδεών και ύλης;
Και ούτε ποιοι του δίνουνε την πιο πολλή κρυάδα:
Οι από μέσα, οι άπραγοι ή οι απέξω, οι «άρπαγοι»;»



Ένα άλλο ποίημα φέρει τον τίτλο «Μαύρη απελπισιά!» και δημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα στο φύλλο 164/2008. Σας το διαβάζω.



«Νιώθω κενός, νιώθω στεγνός, νιώθω ελαφρύς και άδειος!.
Μου λείπουν τα οράματα, τα όνειρα, οι ιδέες…
Στραγγίσαν οι ελπίδες μου, ξεθώριασαν οι στόχοι,
το τούνελ δε φωτίζεται, μπροστά μου φως δε βλέπω,
κι η εμπασιά σφαλίστηκε κι έξοδος δεν υπάρχει!...
Μέσ’ στο σκοτάδι ψηλαφώ, μίτο ν’ αγγίξω να πιαστώ,
μήπως και βρω μια έξοδο, μήπως και αναβλέψω…
Εις μάτην όμως προσπαθώ. Τον πήραν τα λαμόγια!...»



Τα ποιήματα και τα σχόλια στην εφημερίδα «Άγναντα Άρτας» αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, διαδοχικές μεταμορφώσεις του ανθρώπου που με διεισδυτικό βλέμμα και διακριτικό τρόπο κινείται ανάμεσα στα γεγονότα, αναζητώντας την κρυφή αλληλουχία τους. Δείγμα διανοητικής και πολιτικής ωριμότητας. 



Θα έλεγα ότι σχόλια και ποιήματα συγκοινωνούν. Η προσθήκη στο σχόλιο της έκπληξης το καθιστά δυνάμει ποιήμα. Σας θυμίζω την φράση του Οδυσσέα Ελύτη «ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα» που προκαλεί αναμφίβολα έκπληξη στον αναγνώστη με τον αναπάντεχο συνδυασμό των λέξεων. 

Θα σας διαβάσω τώρα ένα σχόλιο που αφορά γεγονότα των πρώτων μηνών του 2011.
«Απ’ την αρχή δε μου είχε κάτσει καλά στο μάτι αυτός ο «Καλλικράτης». Είχα διαβάσει ότι στην εποχή του μερικοί του καταμαρτυρούσαν πως έκανε πολύ λιγότερα από όσα έλεγε και δεν αναλάμβανε πρωτοβουλίες. 

Ζούσε και δρούσε υπό τη σκιά του Ικτίνου. Μου φαίνεται ότι και σήμερα τον «καπελώνουν» οι διορισμένοι Γεν. Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. 

Του σερβίρουν τα αποφάγια του «Καποδίστρια», για να του κοτσάρουν και τη ρετσινιά του «φαταούλα». 

Όπως ακούγεται, του επιβάλλουν να «καταβροχθίσει» τα λίγα Σχολεία και τις ελάχιστες Δημόσιες Υπηρεσίες που απέμειναν σε μερικές ξεχασμένες περιοχές της χώρας μας που δείχνουν την εκεί, έστω και αναιμική αλλά πολύ χρήσιμη και συμβολική, παρουσία του κράτους. 

Ελπίζουμε να γλυτώσουν τα Τζουμέρκα από τη βουλιμία του. Καλά που δεν «αναστήθηκε» πριν από 50-60 χρόνια... 

Οι μισοί Έλληνες, κυρίως εμείς οι Τζουμερκιώτες, θα μέναμε αγράμματοι και θα ζούσαμε ακόμα «πίσω απ’ τον άλλο κόσμο», χωρίς δρόμους, χωρίς φως, χωρίς τηλέφωνο και χωρίς άλλα πολλά από τα αγαθά του λεγόμενου σύγχρονου πολιτισμού... 

Και όμως, μέχρι πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, πολλοί από εμάς λέγαμε ότι στην περιοχή μας «δεν έγινε τίποτε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο! Τώρα;;;»

Δεν θα μπορούσαμε όμως να παραγκωνίσουμε το επιστημονικό έργο του Χρ. Παπακίτσου. Παρακάμπτοντας τα ποικίλα άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, θα εστιάσω στο βιβλίο «Από την Τζουμερκιώτικη λαλιά στη λαϊκή μας παράδοση», μιά από τις εκλεκτές εκδόσεις του Δήμου Αγνάντων, που κυκλοφόρησε το 2006.

Πρόκειται για την πιο αυθεντική καταγραφή του γλωσσικού πλούτου των Τζουμέρκων. Ο ίδιος, με σεμνότητα, το χαρακτηρίζει «λίγες σταγόνες λάδι στο καντήλι των τοπικών μας παραδόσεων για να διατηρηθεί, όσο γίνεται, αναμμένο το τρεμάμενο φως του». 

Ο μελετητής όμως θαυμάζει το μόχθο του συγγραφέα, που δεκαετίες ολόκληρες συγκέντρωνε όσα άκουγε, για να φτάσει σ’ ένα πληρέστατο κατάλογο με ιδιωματικές λέξεις και να δώσει την ερμηνεία τους. Η εργασία αυτή προϋποθέτει μια σπάνια αρετή, την ανόθευτη αγάπη για τον τόπο, το καθήκον απέναντι στη μικρή πατρίδα.

Είναι μια απόπειρα καταγραφής της γλωσσικής ποικιλοχρωμίας, επαφής με τους ήχους των λέξεων, που παραπέμπουν σε εικόνες και τόπους των Τζουμέρκων, τη στιγμή που εξαφανίζεται η ακουστική σχέση των ανθρώπων με το παρελθόν. 

Το έργο αυτό αποτελεί αξιόλογη συμβολή στην καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού των Τζουμερκιωτών, βιβλίο αναφοράς για τους γλωσσολόγους, τους λαογράφους και τους μελετητές, εν γένει πολύτιμη κιβωτό του ιδιόμορφου πολιτισμού των Τζουμέρκων. 

Όπως έγραψε ο Ν. Μπριασούλης, «Όλο το βιβλίο του είναι απόσταγμα ενός άγρυπνου νου και μιας ευαίσθητης καρδιάς, που δονείται διαρκώς από την ιερή έγνοια για τον τόπο, από την ασίγαστη αγάπη για τη γενέθλια γη. Η αγάπη του για την παράδοση αγγίζει τα όρια της λατρείας».

Κυρίες και Κύριοι,
Όποιον δρόμο κι αν πάρουμε, βρισκόμαστε πάντα στα χνάρια του ιδιόμορφου πολιτισμού των Τζουμέρκων, ιχνηλάτες της πορείας των ορεσίβιων της Πίνδου στο χρόνο, μυθικό και ιστορικό.
Στην πλούσια ζωντανή μας παράδοση ανήκει και το έργο του Χρ. Παπακίτσου.
Σας ευχαριστώ θερμά!


Χρ. Παπακίτσος












ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΗ του Χρ. Παπακίτσου:



Κύριε Πρόεδρε της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, κ. Λευτέρη Τζόκα και Κύριοι του Δ.Σ, σας ευχαριστώ θερμότατα για την εξαιρετική τιμή που μου κάνετε απόψε. Μακάρι, την ενθάρρυνση που δίνετε εσείς στα μέλη της Ένωσής μας, να την έδιναν και οι γονείς στα παιδιά τους και οι δάσκαλοι στους μαθητές τους και η πολιτεία σε εκείνους τους υπηρέτες της που ξεχωρίζουν απ’ τους πολλούς για την προσφορά και το ήθος τους. 


Αν γινόταν αυτό από καιρό, ίσως, δε θα φτάναμε στη σημερινή πολλαπλή κρίση, που πρωτίστως είναι κρίση αξιών. 


Φίλτατε, Κώστα Μαργώνη, σε ευχαριστώ μέσα απ’ την καρδιά μου. Όσα είπες για το ταπεινό μου έργο, όσο τα άκουγα, με έκαναν να κοκκινίζω. Τώρα που συνήλθα, νιώθω δυο φορές τυχερός και χαρούμενος.

Πρώτον, γιατί το όποιο συγγραφικό έργο μου ανέλαβες να το παρουσιάσεις, σε τούτο το τέμενος των Μουσών, εσύ που αναγνωρίζεσαι ως ένας από τους εκλεκτότερους φιλόλογους, συγγραφείς και κριτικούς λογοτεχνίας του τόπου μας. 

Και δεύτερον, γιατί άκουσα τόσα πολλά και καλά λόγια που, συνήθως, λέγονται για εκείνους που δεν τα ακούνε… Και από όσους τα ακούνε, οι λίγοι κλαίνε πιο πολύ και οι πολλοί γελάνε!... Να, γιατί με έκανες να νιώθω διπλά τυχερός και χαρούμενος. Σε ευχαριστώ με όλη τη θέρμη της καρδιάς μου. 

Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ, όλες και όλους, για την ξεχωριστή τιμή που μου κάνετε απόψε με την εδώ παρουσία σας, παρά το τσουχτερό κρύο. Επιπλέον, στους εξ υμών συναδέλφους εν γραφίδι, εύχομαι και στα δικά τους.
Σας ευχαριστώ πολύ και να είστε όλοι καλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: