Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Ο χρησμός της Δωδώνης... Στήσε και εσύ σήμερα το αυτί, αφουγκράσου τη βελανιδιά και μετέφραζε τους ήχους.



Επειδής τα αστρολογικά μου δεν μου τα λένε πολύ καλά τελευταία και έχω μία γενική αναστάτωση και μία ανησυχία για τα μελλούμενα, απεφάσισα να καταφύγω στη Δωδώνη. Όχι στο παγωτό (αν και μπορεί κι αυτό να βοηθήσει), αλλά στο μαντείο ντε. Να μου ρίξουν τα χαρτιά, να μου πουν το φλυτζάνι, να μου διαβάσουν την παλάμη ή να μου κάμνουν ένα ευχέλαιο βρε αδελφέ.



Δεν ξεύρω αν έχεις πάει, αλλά η Δωδώνη βρίσκεται σε μία κλειστή και κάπως περίεργη κοιλάδα, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος -που ως βουνό και με τέτοιο όνομα, δεν σε εμπνέει για τίποτις καλό. Κι είναι αλήθεια ότι το μέρος, σου δίνει μία αίσθηση αλλόκοτη.



Η Δωδώνη είναι πανάρχαια. Από την εποχή του Χαλκού και της Σαπουντζάκη. Σύμφωνα με ένα δημοφιλές στόρι, δύο περιστέρια πέταξαν από τη Θήβα της Αιγύπτου: το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη (που αν σκεφθείς τι έχει γίνει έκτοτε στη χώρα, το λες και γρουσούζικο) και το άλλο στη Δωδώνη (που αν σκεφθείς τι έχει γίνει έκτοτε στη χώρα, το λες κι αυτό γρουσούζικο). Το δίδαγμα της ιστορίας είναι πως αν δεις περιστέρι, για καλό δεν ήρθε. Το κουτσούλιμα είναι το λιγότερο που μπορεί να σου κάμει.


Το μαντείο στην αρχή ήταν υπαίθριο. Κάτου από μία βελανιδιά. Είχαμε πολύ μικρό μπάτζετ και το κάμαμε γκάμπριο. Σε έναν περίβολο γύρω από τη βελανιδιά, είχαμε στήσει διάφορα χάλκινα σκεύη πάνω σε τρίποδες και στα κλαδιά του δέντρου είχαμε κρεμάσει μεταλλικά μπιχλιμπίδια. Με το που φύσαγε λοιπόν ο αγέρας, άρχιζαν όλα αυτά να κάμουνε γκλιγκλόν και οι μάντεις έστηναν αυτί και μετέφραζαν τους ήχους για να σου πούνε τα μελλούμενα. 



Για καλύτερο κονέξιον, οι μάντεις δεν εφόραγαν παπούτσια. Διότι εσύ μπορεί να τη σνομπάρεις την ξυπολησιά, αλλά με τα νάικ και τα αντίντας, έχεις χάσει ολωσδιόλου τα βάιμπς της γης, την αίσθηση του εδάφους, την επικοινωνία με το καστανόχωμα. Για έξτρα φίλινγκ, οι μάντεις δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους. Που δεν το λες και πολύ ευχάριστο, αν τους κάμεις παρέα.



Η όλη φάση είχε κάτι από ρίβερ πάρτι, προεκλογική συγκέντρωση της Ένωσης Οικολόγων και τη θεία μου τη χίπισσα. Κι αν βρίσκεις ομοιότητες με τους δρυίδηδες της Βόρειας Ευρώπης και τον μάγο Ράνταγκαστ τον Καφετή από το Χόμπιτ, είναι γιατί πράγματι όλες οι αρχέγονες θρησκείες είχαν αναπτύξει το ίδιο πάτερν.



Η διαφορά είναι ότι η Δωδώνη σύντομα απέκτησε τους ναούς της, τις στοές της και το χιουτζ θέατρό της, ενώ οι λοιποί βορειοευρωπαίοι συνέχισαν να χορεύουν γύρω από τις βελανιδιές για πεντέξι αιώνες τουλάχιστον. Και ότι ο Ράνταγκαστ ο Καφετής ακόμα κυκλοφορεί στο ξυπόλητο.



Σήμερα, το πιο ιμπρέσιβ ατράξιον του χώρου είναι βεβαίως το θέατρο. Που είναι ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα σωζώμενα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Χτίστηκε από τον θρυλικό βασιλιά Πύρρο και χωρούσε γύρω στους 18.000 θεατές. 


Όταν κατέλαβαν ετούτα τα μέρη οι Ρωμαίοι, έριξαν (α) ένα τοιχάκι ανάμεσα στη σκηνή και τις κερκίδες, (β) μερικά λιοντάρια και κάτι δύστυχους για μπράντς και (γ) το επίπεδο γενικά. Διότι κακά τα ψέματα αναγνώστα: το να αλλάζεις ρεπερτόριο και από τον Σοφοκλή και τον Αισχύλο να ανεβάζεις τον Λάιον Κινγκ σε σπλάτερ, είναι τεράστια οπισθοδρόμηση. Πολιτισμική και ηθική. Στη ρωμαϊκή αρένα κατασπαράχθηκαν το ελληνικό πνεύμα και τα επιτεύγματά του.


Καθώς περιπατώ εδώ στο αρχαίο θέατρο, προσπαθώ να αφουγκραστώ τις ιαχές του πλήθους. Τα γέλια του, τα επιφωνήματα, τις φωνασκίες.



Κι ύστερα φέρνω με τη φαντασία μου τις μαντικές τελετουργίες. Τη βελανιδιά, τα γκλινγκλόν, τους ξυπόλητους μάντεις. Το Δία που λέγεται ότι κατοικούσε κάτου από τις ρίζες του ιερού δέντρου.




Και επιβεβαιώνω πως πράγματι ετούτος ο χώρος έχει μία ενέργεια. Και ασκεί μία πανίσχυρη έλξη. Όχι, δεν εννοώ τίποτις το μεταφυσικό και μη σπεύδεις να πάρεις τηλέφωνο τον Χορταρέα, τον Γιούρι Γκέλερ και το μέντιουμ Τασούλα. Εννοώ όλες ετούτες τις ιστορίες. Και τις μνήμες. Πούναι κεντημένες πάνω στις πέτρες. Γιατί είναι οι άνθρωποι που κάμουν τους τόπους. Κι αν μαγικούς τους θεωρούν, τότες μαγικοί γίνονται.



Λοιπόν, θέλεις να μάθεις; Τί με ορμήνεψε η Δωδώνη; Ότι τα μελλούμενα καλό θάναι να περιμένουν. Να τ'ανακαλύψει κανείς, μέρα με τη μέρα. Και να μπορεί να υποδεχτεί και τις χαρές και τις λύπες. Με αξιοπρέπεια και με σεβασμό. Τί εννοείς ποιος μου τα είπε όλα αυτά;

Στήσε αυτί και αφουγκράσου τη βελανιδιά. Δεν ακούς το γκλινγκλόν;


Δείτε τα video






Δεν υπάρχουν σχόλια: