O Παναΐτ Ιστράτι, [Panait Istrate], Ρουμάνος συγγραφέας
ελληνικής καταγωγής, που το ελληνικό όνομα του ήταν Γεράσιμος Βαλσαμής,
γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου 1884 στη Βραΐλα και πέθανε από φυματίωση,
στις 16 Απριλίου 1935 στο Βουκουρέστι.
Τάφηκε δίχως θρησκευτική τελετή στο νεκροταφείο Μπέλλυ στη Ρουμανική πρωτεύουσα.
Το 1924 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με την Άννα Μουβέξ και το 1932 σε τρίτο γάμο
τη Μάργκα.
Βιογραφία
Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Βαλσαμής, γεννημένος στα Φαρακλάτα της Κεφαλονιάς,
και η Ζόιτα Στόικα Ιστράτι, [Joica Stoica Istrate], των οποίων ήταν ο
δευτερότοκος γιος. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τη γενέτειρά του αναζητώντας
καλλίτερη τύχη και η ασχολία του με το παράνομο εμπόριο καπνού, τον οδήγησε στη
Ρουμανία,
όπου γνώρισε τη μητέρα του, όμως απομακρύνθηκε από την οικογένεια όταν ο Παναϊτ
ήταν 9 μηνών, γεγονός που οφείλεται είτε στο θάνατό του, είτε την επιστροφή του
στην Ελλάδα.
Ο μεγάλος αδερφός του που είχε το όνομα Παναγιώτης πέθανε μικρός και ο Γεράσιμος
άρχισε να αποκαλείται και Παναγιώτης ή Παναΐτ, όπως έγινε γνωστός. Η μητέρα του
που εργάζονταν ως παραδουλεύτρα
και πλύστρα
αναγκαζόταν να τον αφήνει πολλές ώρες μόνο του ή με τους θείους του, αδελφούς
του πατέρα του, Δήμο και Άγγελο. Με τη μητέρα του και τους θείους του ζούσαν στη
συνοικία Καράκιοϊ της Βραϊλας, όπου η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων ήταν
Ελληνικής καταγωγής.
Κοινωνική δράση
Ο Παναΐτ φοίτησε έως την τετάρτη τάξη δημοτικού νυχτερινού σχολείου, όμως
αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει, λόγω οικονομικών δυσκολιών. Υποχρεώθηκε να
εργαστεί σε διάφορα επαγγέλματα, όπως κλειδαράς, ζαχαροπλάστης, χαλκωματής,
χαμάλης, φορτοεκφορτωτής, γυρολόγος, χτίστης, φωτογράφος, δημοσιογράφος και
ταχυδρόμος, τα οποία περιγράφει σε μεταγενέστερα αφηγήματα του. Περιπλανήθηκε ως
λαθρεπιβάτης στις χώρες της Μέσης Ανατολής, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη
Συρία, στην Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε τρεις φορές, το 1907, το 1909 και το
1910, όμως την εγκατέλειψε καθώς δεν μπορούσε να καλύψει τις βιοτικές του
ανάγκες, στην Τουρκία
και στην Ελβετία,
ενώ παράλληλα το ίδιο χρονικό διάστημα έγραφε αριστερά κοινωνικοπολιτικά
ρεπορτάζ και άρθρα που δημοσιεύθηκαν στις Ρουμανικές εφημερίδες «România
Muncitoare», «Dimineața», «Adevărul» και άλλες, καθώς και για τα ευρωπαϊκά
έντυπα «La Feuille», «L’Humanité» και «L´Humanité Dimanche». Το 1904 ήρθε σε
επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα, στο Βουκουρέστι και το 1909 έγινε γραμματέας
του συνδικάτου των λιμενεργατών στη Βράιλα, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα
μπολσεβίκο Κριστιάν Ρακόβσκι που το 1927 τον έφερε στη Σοβιετική Ένωση.
Το 1920 πέθανε η μητέρα του και ο συγγραφέας συγκλονισμένος αποπειράθηκε να
αυτοκτονήσει την 1η Ιανουαρίου 1921, σε ένα δημόσιο κήπο στη Νίκαια
της Γαλλίας,
κόβοντας το λαιμό του μ' ένα ξυράφι, ενώ δίπλα του βρέθηκε επιστολή που απηύθυνε
στην εφημερίδα «L’Humanité», χαιρετισμός στη Ρωσική επανάσταση. Λίγο νωρίτερα
είχε γράψει μια επιστολή είκοσι σελίδων στον Ρομέν
Ρολάν, [Romain Rolland], Γάλλο αστό φιλελεύθερο ποιητή και ένθερμο
υποστηρικτή του σταλινισμού, όπου του περιγράφει το δράμα της ζωής του, όμως του
επιστράφηκε με την ένδειξη «Αναχώρησε χωρίς να αφήσει διεύθυνση». Με τη
μεσολάβηση του Φορμάν Ντεσπρέ το γράμμα έφτασε στον παραλήπτη του, που του
απάντησε, «Δεν ενδιαφέρομαι επειδή είστε δυστυχής, μα γιατί λάμπει μέσα σας η
θεία φλόγα της ψυχής… Μη μου γράψετε πια άλλο γράμμα, γράψτε μου βιβλία».
Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Κώστα
Βάρναλη και το 1927 στη Ρωσία,
γνωρίστηκε και για κάποια χρόνια ήταν φίλος με τον Νίκο
Καζαντζάκη, ενώ όπως υποστήριζε, «..Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα, είμαι
απλώς ειρηνιστής και από αυτή την άποψη προσβλέπω προς τη σημερινή Ρωσία..».
Διάλεξη στην Ελλάδα
Το 1928 επισκέφθηκε την Ελλάδα με πρόσκληση της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα»,
επισκέφτηκε το σανατόριο «Σωτηρία», και σύμφωνα με τον Ασημάκη Πανσέληνο, τότε
φοιτητή της Νομικής, «..έφριξε με την αθλιότητα που συνάντησε, τη βρωμιά, την
πείνα, την εγκατάλειψη, όπου οι άνθρωποι στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο
ξερνούσαν αίμα και πέθαιναν αβοήθητοι- και τους προέτρεψε να κατέβουν και να
εγκατασταθούν στα μέγαρα της Αθήνας, οι εφημερίδες φρυάξανε...» Στις 11
Ιανουαρίου ήταν ομιλητής στο θέατρο «Αλάμπρα» της οδού Χαλκοκονδύλη, την οποία
διοργάνωσε ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» και αναφέρθηκε στις εντυπώσεις του από τη
Σοβιετική Ένωση. Σύμφωνα με μαρτυρία του Εμμανουήλ
Κριαρά, πανεπιστημιακού καθηγητή, που ήταν παρών στη διάλεξη, μίλησε στα
Γαλλικά και μεταφραστής του ήταν ο Παντελής
Πρεβελάκης. Ομιλητές ήταν επίσης ο Δημήτρης
Γληνός και ο Νίκος
Kαζαντζάκης.
Ο συγγραφέας Ασημάκης
Πανσέληνος έγραψε για τη διάλεξη του Ιστράτι, «..Πατείς με πατώ έτρεξε ο
κόσμος...{...}... γέμισαν φίσκα οι διάδρομοι και κρέμονταν σαν τσαμπιά από τα
θεωρία να ακούσουν τους ομιλητές, ...{...}... . Και τώρα θυμάμαι τον Ιστράτι, με
την βασανισμένη μορφή του να μιλάει…Τον άκουγα σαν Υπνωτισμένος…Κι ένιωσα τότε
πως πέρα από τα βιβλία του Μαρξ και του Ένγκελς, αυτό που συντάραζε από καιρό
την συνείδηση μου ήταν αυτή η ίδια η Οχτωβριανή Επανάσταση…». Μετά το τέλος
της ομιλίας του ακολούθησε διαδήλωση στην Πλατεία Kάνιγγος, γεγονός που
προκάλεσε την αστυνομική επέμβαση και την απέλαση του, με πρόταση του αρχηγού
της Χωροφυλακής Πέτσα, ενώ την επόμενη ημέρα η εφημερίδα «Ριζοσπάστης»
χαρακτήρισε την διάλεξη ως «...Επαναστατικό χαιρετισμό για τη Σοβιετική
Ρωσία».
Το τέλος του
Μετά την επίσκεψή του αυτή στη Σοβιετική Ένωση, αποκήρυξε τις κομμουνιστικές
ιδέες, ενώ η διαφωνία του με το Σοβιετικό καθεστώς έστρεψε εναντίον του την
αριστερά, που τον κατηγόρησε ως Τροτσκιστή, ενώ αποτέλεσε την αιτία για τη
διάρρηξη των σχέσεων του με τον Καζαντζάκη, που απέφυγε να πάρει θέση. Σταδιακά
μετατράπηκε σε στόχο των πολιτικών αντιπαραθέσεων που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη
την εποχή του Μεσοπολέμου
και ειδικότερα από το 1929 που δημοσίευσε το βιβλίο σχετικά με το ταξίδι του
στην Σοβιετική
Ρωσία.
Έκτοτε δέχθηκε επιθέσεις και συκοφαντίες αριστερών συγγραφέων, πολιτικών
κομμάτων και εντύπων και σταδιακά απομονώθηκε από τον κοινωνικό του περίγυρο.
Απογοητευμένος επέστρεψε, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στη Ρουμανία,
όπου άρχισε να δημοσιεύει κείμενα και να γράφει άρθρα στο δεξιό ρουμανικό έντυπο
«Cruciada Românismului», [«The Crusade of Romanianism»], το οποίο στήριζε
τις θέσεις της εθνικιστικής οργανώσεως «Σιδηρά Φρουρά» και συνδέθηκε με τον
Mihai Stelescu, ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής το 1933 με τη Σιδηρά Φρουρά.
Μετά τη δολοφονία του Mihai Stelescu ο Ιστράτι έγινε στόχος επιθέσεων από ομάδες
της Φρουράς και απογοητευμένος κι απομονωμένος πέθανε σε σανατόριο στο
Βουκουρέστι.
Λίγο πριν το τέλος της ζωής του έγραψε, «..Πίστεψα τυφλά στο ιδεώδες,
πίστεψα στην Πίστη μου και σ' εκείνη των Άλλων και για καιρό δε γελάστηκα. Το να
ονειρεύεται κανείς δεν αρκεί. Ακόμη και το να ζει κανείς δεν αρκεί. Να
δημιουργεί κανείς σημαίνει να τιθασεύει τα όνειρά του και να κυριαρχεί στη ζωή
του..». Μετά τις εργασίες του 20ου Συνεδρίου του Κ.Κ.Σ.Ε., τον ιστορικό
συμβιβασμό που επιτεύχθηκε μαζί με την ανάπτυξη του Ευρωκομουνισμού
και το θάνατο του Ιωσήφ
Στάλιν ο συγγραφέας επανήλθε στην επικαιρότητα και τη λογοτεχνική
επανεμφάνισή του συνόδευσαν επίθετα όπως «ο Βαλκάνιος Γκόρκι», «ο ανένταχτος», ο
«Ρουμάνος αφηγητής–Γάλλος συγγραφέας» και «ο σκαπανέας».
Το 1968 ιδρύθηκε στη Γαλλία
ο σύνδεσμος «Οι Φίλοι του Παναϊτ Ιστράτι» και στο έργο του αφιερώθηκαν μια σειρά
από άρθρα, εκδόσεις βιβλίων, συνέδρια και ραδιοφωνικές εκπομπές που ασχολήθηκαν
με την προσωπικότητα του. Στους σεισμούς του 1953 το σπίτι που γεννήθηκε ο
πατέρας του στα Φαρακλάτα της Κεφαλλονιάς, γκρεμίστηκε και διασώθηκαν μόνο
βοηθητικά κτίρια, όπως οι αποθήκες,
ο λινός
και οι στάβλοι των αλόγων.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1984 οργανώθηκαν σειρά εκδηλώσεων και εντοιχίστηκε μαρμάρινη
επιγραφή σ' ένα από τα σωζόμενα βοηθητικά κτίρια, από το Υπουργείο Πολιτισμού
και Επιστημών σε συνεργασία με τη Ρουμανική πρεσβεία, την κοινότητα Φαρακλάτων
και το σύλλογο Φαρακλάδων «Η Εύγερος» Αθήνας,
στη διάρκεια των οποίων αποκαλύφθηκαν μαρμάρινες πλάκες από την τρίτη γυναίκα
του στο σπίτι που γεννήθηκε ο πατέρας του και στο Πολιτιστικό Κέντρο Φαρακλάτων
που έκτοτε φέρει το όνομα του.
Εργογραφία
Έγραψε στα Γαλλικά και τα Ρουμανικά και στα έργα του περιγράφει τύπους
ανθρώπων, κυρίως αλητών, που τους γνώρισε στις περιπλανήσεις του. Τον διακρίνουν
η γλαφυρότητα του λόγου και η απαράμιλλη παρουσίαση των φτωχών και κατατρεγμένων
ανθρώπων, ο ιδεαλισμός,
καθώς αποστράφηκε τον υλισμόκαι
καταφέρθηκε πολλές φορές κατά του μαρξισμού
και της Σοβιετικής
Ενώσεως, που κατέληξε σε ένα συνειδητά ουτοπικό ιδανισμό, ενώ στο έργο του
κατέχουν σημαντική θέση οι γυναικείοι χαρακτήρες. Στην Ελλάδα κείμενά του αρχικά
μετάφρασαν ο Αιμίλιος
Χουρμούζιος και η Γαλάτεια
Καζαντζάκη στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όμως μετά το 1936 κάποια
περιοδικά αναφέρονταν σε αυτόν και δημοσίευαν φωτογραφίες του, ενώ μόλις το 1978
εκδόθηκαν ορισμένα βιβλία του μεταφρασμένα στα ελληνικά.
Από τα έργα του, που είναι γραμμένα στα γαλλικά και τα Ρουμανικά και έχουν
μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες, ξεχωρίζουν:
- «Κυρά Κυραλίνα», [«Chira Chiralina»], το 1923,
- «Η ταβέρνα του κυρ-Λεωνίδα»,
- «Θείος Άγγελος», το 1924,
- «Κυρ-Νικόλας»,
- «Σατίς»,
- «Οι Χαϊντούκοι», το 1924,
- «Παρελθόν και μέλλον (Αυτοβιογραφικές σελίδες)», το 1925,
- «Μιχαήλ», το 1926,
- «Η Δομνίτσα του Σναγκόβ», το 1926,
- «Νεραντζούλα», το 1926,
- «Κοντίν», το 1926,
- «Σταύρος»,
- «ο Κοσμάς», το 1927,
- «Μπακάρ», το 1927,
- «Ντιρεττίσσιμο», το 1927,
- «Τα γαϊδουράγκαθα του Μπαραγκάν», το 1928,
- «Μπάρμπας Αγγελής», το 1929,
- «Οίκος Θούριγκερ», το 1929,
- «Προς την άλλη φλόγα», το 1929, στο οποίο ασκεί κριτική στη σταλινική Σοβιετική Ένωση,
- «Γραφείο εργασίας», το 1931,
- «Ο σφουγγαράς», το 1931,
- «Τσάτσα Μίνκα», το 1931.
Ο Πανάϊτ Ιστράτι με τον Νίκο Καζαντζάκη κάτω από
τον βράχο της Ακροπόλεως το 1928.
Ο Παναΐτ Ιστράτι και η οικογένεια
Καζαντζάκη
Ο «Μαξίμ Γκόρκι των Βαλκανίων», όπως τον αποκαλούσαν,
συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον Νίκο Καζαντζάκη σε μία καθοριστική στιγμή για τη
ζωή του...
«Δεν έχει σημασία πόσο κοσμοπολίτης είμαι από τη γέννησή μου, πόσο αλήτης
είμαι, ερωτευμένος με τους απέραντους ορίζοντες, όπως με βλέπετε, εγώ παραμένω
ωστόσο Ρουμάνος, από τη μητέρα μου, τη γλώσσα και την όμορφή μου Βραΐλα, Έλληνας
από τον πατέρα και την αγαπημένη του πατρίδα».
Λόγια ειπωμένα από καρδιάς, από τον μεγάλο Ελληνορουμάνο (γαλλόφωνο)
πεζογράφο Παναΐτ Ιστράτι (Panait Istrati, 10 Αυγούστου 1884-16 Απριλίου 1935),
σε μία προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού της «ταυτότητάς» του.
Γιος της Ζωίτσας Ιστράτι (Joiţa Istrate) και του καπνεμπόρου Γεώργιου Βαλσαμή
από το χωριό Φαρακλάτα Κεφαλονιάς, ο Παναΐτ έφερε το ελληνικό όνομα Γεράσιμος
Βαλσαμής. Δεν γνώρισε τον πατέρα του και την Κεφαλονιά, όπου ο συγγραφέας δεν
ευτύχησε να φθάσει, παρά το διακαή του πόθο, όπως αναφέρει η Ρουμάνα
Νεοελληνίστρια Έλενα Λαζάρ, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Διεθνούς
Εταιρείας «Φίλοι του Νίκου Καζαντζάκη» και αντιπρόεδρος του ρουμανικού τμήματος
της Εταιρείας.
Για το πόσο δυνατή ήταν η σχέση του με την Ελλάδα, ενδεικτικά είναι και τα
παρακάτω λόγια του Παναϊτ Ιστράτι, που μας θυμίζει η κ. Λαζάρ: «Από όλους τους
λαούς, ο ρουμανικός και ο ελληνικός είναι το πιο κοντά στη ψυχή μου. Τους αγαπάω
και τους κατανοώ, λόγω του αίματος που μού έδωσαν. Τα προτερήματα και τα
ελαττώματά τους είναι και δικά μου».
Ενώ δεν μιλούσε ελληνικά (έγραφε στα γαλλικά και στα ρουμανικά), ο «Μαξίμ
Γκόρκι των Βαλκανίων», όπως τον αποκαλούσαν, συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον
Νίκο Καζαντζάκη και, μάλιστα, σε μία καθοριστική για τη ζωή του στιγμή.
Η μεγάλη φιλία, για την οποία μιλά η τιμημένη με τον Χρυσό Σταυρό του
Τάγματος της Ευποιίας, νεοελληνίστρια Έλενα Λαζάρ, έχει αποτυπωθεί στις σελίδες
ενός πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου που κυκλοφόρησε στο Βουκουρέστι στα τέλη του
2006, με τίτλο «Συγγραφείς ανάμεσα σε σειρήνες» και υπότιτλο «Η διήγηση και η
ζωή του διηγητή, ο Πανάιτ Ιστράτι και ο Νίκος Καζαντζάκης».
«Οι δύο συγγραφείς αποτελούν ξεχωριστή περίπτωση στη σύγχρονη παγκόσμια
λογοτεχνία, όπως διατυπώνει στα συμπεράσματά του και ο διαπρεπής συγγραφέας του
βιβλίου, Φλοριν Βασιλέσκου, ερευνητής στο Γλωσσολογικό Ινστιτούτο Βουκουρεστίου»
επισημαίνει η κ. Λαζάρ.
«Οι δύο - συνεχίζει - θεωρήθηκαν με τα χρόνια σπουδαίοι, προκάλεσαν θαυμασμό,
αλλά και επιφυλάξεις. 'Συγγενεύουν' όχι μόνον όσον αφορά την εθνική ρίζα και τη
φιλία τους, αλλά και τους λογοτεχνικούς τρόπους της πεζογραφικής τους τέχνης. Το
έργο των δύο συγκρίθηκε συχνά με το έργο του Albert Camus. Αρκετές ομοιότητες
υπάρχουν και ανάμεσα των βιογραφιών των περίφημών τους ηρώων. Οι χαρακτήρες του
Ανδριάν Ζωγράφη και του Αλέξη Ζορμπά είναι στενά δεμένοι με την πραγματική
πνευματική βιογραφία των συγγραφέων που τους έκαναν αξιομνημόνευτοι . Ο Ιστράτι
και ο Καζαντζάκης γίνονται οι ίδιοι ήρωες των πεζογραφημάτων τους».
Το σημαντικότερο, ίσως, είναι ότι και «οι δύο δηλώνουν την εμπιστοσύνη τους
στη μοίρα των ανθρώπων που 'διψάνε' για ελευθερία και παλεύουν για την κατάκτησή
της, αν και η εμπιστοσύνη αυτή σφραγίζεται συχνά από πίκρα και απογοήτευση». Και
η Μεσόγειος είναι ο κοινός χώρος που αποτελεί για τους δύο συγγραφείς ανείπωτη
έλξη.
Οι δύο συγγραφείς που θα έγραφαν λαμπρά κεφάλαια στην ιστορία της παγκόσμιας
λογοτεχνίας, συναντώνται στη Μόσχα, στις 13 Νοεμβρίου του 1927, ως
προσκεκλημένοι της σοβιετικής κυβέρνησης στην 10η επέτειο της Επανάστασης». «Και
οι δύο, ενταγμένοι στο μέτωπο της Αριστεράς της εποχής εκείνης. Ο Παναΐτ
ερχόταν, για πρώτη φορά, από το Παρίσι, ως αντιπρόεδρος της Εταιρείας Φίλοι της
Σοβιετικής Ένωσης, ο Νίκος, κηρυγμένος θαυμαστής της Οκτωβριανής Επανάστασης,
βρισκόταν εκεί για τρίτη φορά» εξηγεί η κ. Λαζάρ.
Τη γνωριμία και την πορεία της φιλίας τους περιέγραψαν, ο καθένας με το δικό
του τρόπο, καθώς επρόκειτο για μοναδικές, αξέχαστες για τους δυο τους, στιγμές.
Περίπου ένα μήνα μετά, στις 31 Δεκεμβρίου του 1927, οι αναγνώστες της αθηναϊκής
ημερήσιας εφημερίδας «Πρωία» διάβασαν ένα ένθερμο άρθρο για τον πεζογράφο από τη
Βραΐλα, που έφερε την υπογραφή του μεγάλου μας Κρητικού. Με την σειρά του, ο
Ιστράτι υπέγραψε τον Ιούλιο του 1928, στην εφημερίδα «Le Monde», ένα
εγκωμιαστικό κείμενο για τον Καζαντζάκη.
«Το άρθρο του Ιστράτι είναι το πρώτο κείμενο που καθιερώνει τον Καζαντζάκη σε
ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Αθήνα, το Φεβρουάριο του 1928, θα ξεκινήσει να γράφει ο
Ιστράτι το μυθιστόρημά του «Τα γαïδουράγκαθα του Μπαραγκάν», έργο που - αν δεν
κάνω λάθος - περιμένει και σήμερα υπομονετικά τον Έλληνα μεταφραστή του»
αναφέρει η Ρουμάνα ελληνίστρια.
Το 1928 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, στη σειρά «Κοσμοπολίτικη βιβλιοθήκη» της
Εκδοτικής Εταιρείας Κοραή, η δεύτερη ελληνική μετάφραση έργου του Ιστράτι, «Ο
Μπάρμπα Αγγελής».
«Μπορούμε να υποθέσουμε, χωρίς να βρεθούμε μακριά από την αλήθεια, ότι και η
μετάφραση αυτή οφείλεται στην πρωτοβουλία ή στην προτροπή του Καζαντζάκη, καθώς
η μεταφράστρια δεν είναι άλλη από την Ηρακλειώτισσα Γαλάτεια Καζαντζάκη
(1881-1962), πολύπλευρη προσωπικότητα στο χώρο των Ελληνικών Γραμμάτων»,
σημειώνει η κ. Λαζάρ.
Μετά τη μετάφραση, το 1931, από τις εκδόσεις Όμηρος τής «Νεραντζούλας», το
έργο του Ιστράτι «μπαίνει» στην Ελλάδα, όπως και στη Ρουμανία και αλλού. Άλλες
μεταφράσεις ή επανεκδόσεις έργων του θα γίνουν την έβδομη και την όγδοη δεκαετία
του περασμένου αιώνα, το όνομά του όμως θα μείνει σταθερά στην επικαιρότητα,
πράγμα που οφείλεται κυρίως - αν όχι αποκλειστικά - στον Νίκο και στην Ελένη
Καζαντζάκη, προσθέτει.
Σύμφωνα με την κ. Λαζάρ, «χωρίς την πολύτιμη συμβολή της οικογένειας
Καζαντζάκη, η λογοτεχνική ιστοριογραφία δεν θα μπορούσε να αναπαραστήσει αυτό το
καίριο, «νευραλγικό», όπως το χαρακτηρίζει, συμβάν της βιογραφίας του
Ιστράτι.
«Το ταξίδι στην Σοβιετική Ένωση και η δυνατή αντίδραση που του προκάλεσε η
διαπίστωση ότι ανάμεσα στο κομμουνιστικό credo και την ωμή, απερίγραπτα σκληρή
πραγματικότητα υπήρξε μια απόσταση, όπως από τον ουρανό στη γη» σημειώνει.
«Το γεγονός αυτό, με τόσες δυσάρεστες συνέπειες για τον Παναΐτ, περιγράφεται
από τρεις συνοδοιπόρους - από τον ίδιο τον Παναΐτ, στο περίφημο και
πολυσυζητημένο κείμενό του, 'Εξομολόγηση ενός ηττημένου' και, στη συνέχεια, στην
'Εξομολόγηση για τους ηττημένους', από τον Καζαντζάκη, σε δύο από τα έργα του-
στη δίτομη έκδοση με τα ταξιδιωτικά του, το 1928, 'Τι είδα στη Ρωσία', καθώς και
στο φιλοσοφικό δοκίμιο Toda-Raba (με υπότιτλο Moscou a criέ), που έγραψε στα
γαλλικά το 1934. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική έκδοση του Toda-Raba, που
κυκλοφόρησε το 1956 από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο «Δίφρος» περιελάμβανε ως
πρόλογο το κείμενο με τίτλο «Ένας ταξιδιώτης του Ιστράτι», που είναι και κύριο
πρόσωπο του έργου, με το όνομα Αζάδ.
Η τρίτη μαρτυρία για τον Ιστράτι και τη σχέση του με τον Καζαντζάκη, ανήκει
στην Ελένη Σαμίου - Καζαντζάκη, η οποία ήταν παρούσα στη συνάντηση - γνωριμία,
στη Μόσχα. Το βιβλίο το έγραψε στην Αίγινα το 1935, έτος θανάτου του Ιστράτι,
στη γαλλική γλώσσα, με τίτλο «Η αληθινή τραγωδία του Παναΐτ Ιστράτι» (Eleni
Samios Kazantzakis, Adevărata tragedie a lui Panait Istrati).
Δημοσιεύτηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1938, σε ισπανική μετάφραση, στο
Santiago de Chile, το 1938. Από τότε δεν επανεκδόθηκε, όπως επισημαίνει η κ.
Λαζάρ, και παρά το ότι αναφέρεται στις βιβλιογραφίες, είχε περιορισμένη
κυκλοφορία και λίγοι είχαν στα χέρια την πρωτότυπη έκδοση στα ισπανικά.
Το σπάνιο αυτό βιβλίο κυκλοφόρησε φέτοςμ για πρώτη φορά, έπειτα από 75
χρόνια, στη Ρουμανία από τις Εκδόσεις «Ίστρος», υπό την αιγίδα του Μουσείου της
Βραΐλας.
«Από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβρη του 1928, ο Παναΐτ Ιστράτι ταξιδεύει
μαζί με τον φίλο του Νίκο Καζαντζάκη στη Σοβιετική 'Ενωση, συνοδευόμενοι από τις
φίλες του, την Μπιλιλί, μια νέα Γενοβέζα, και την Ελένη Σαμίου, αντίστοιχα»
σημειώνει η κα Λαζάρ.
Η ιστορία αυτού του συγκλονιστικού ταξιδιού που περιγράφεται από την Ελένη
Σαμίου έχει ανεκτίμητη αξία για τη βιογραφία των δύο σπουδαίων συγγραφέων, όπως
τονίζει στην περιεκτική εισαγωγική μελέτη του, ο διευθυντής του Μουσείου «Παναΐτ
Ιστράτι» της Βραΐλας, καθηγητής Zamfir Bălan, ένας από τους πλέον έμπειρους
ερμηνευτές του έργου του Ιστράτι.
«Πέρα από το πετυχημένο πορτρέτο του Παναΐτ, η συγγραφέας επιμένει σ ' αυτό
που αποκαλεί «την αληθινή τραγωδία» του, προσφέροντας στοιχεία για το καίριο
θέμα που προκάλεσε τόσες ατελείωτες συζητήσεις.
Πώς, όμως, έφθασε ο Παναΐτ Ιστράτι στη σκληρή αντίδρασή του εναντίον του
κομμουνισμού, τι προκάλεσε τη συντριπτική απογοήτευσή του; Ο Παναΐτ, συμπεραίνει
η συγγραφέας, έπεσε θύμα του παρορμητικού του χαρακτήρα και των αδιάφορων και
σκληρών του φίλων.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, φέτος, κυκλοφόρησε στο Παρίσι, με την οικονομική
υποστήριξη του Ρουμανικού Πολιτιστικού Ινστιτούτου και η πρώτη (πρωτότυπη)
γαλλική έκδοση του έργου, με τίτλο «La véritable tragédie de Panaït Istrati»,
που περιλαμβάνει την αλληλογραφία του Πανaϊτ Ιστράτι με τον Κρητικό φίλο
του.
«Οι δύο εκδόσεις αποτελούν, θα έλεγα, φόρο τιμής, από ρουμανικής πλευράς, σε
μια από τις πιο ένθερμες και σταθερές φίλες μεταξύ Ελλάδα και Ρουμανίας»
καταλήγει η Έλενα Λαζάρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου