Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Ο Νικολός [Κολιός] στη φυλακή

Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Ένα ατίθασο ζουλάπι στο δημοτικό δεν άφηνε τα δυό αντάμα εκείνος ο έρμος ο δάσκαλος δεν ήξερε τι να κάνει.  Γιατί ρε Νικολάκη πόσες φορές θα στο πω τα ρήματα γράφονται στο τέλος με έψιλον γιώτα.

Άσε το ίδιο κάνει ρε δάσκαλε! Βρε είναι ορθογραφία, τίποτε αυτός! Θυμάμαι μια φορά δεν ξέρω τι έκανε τον έβαλε ο δάσκαλος να κάθεται με τα γόνατα πάνω στα χαλίκια. Μάταια δεν καταλάβαινε τίποτα,  όσο τον κοντράριζε μάλλον το αντίθετο γινότανε.  Πόσες φορές δεν φώναξε τον πατέρα του, "βάρα δάσκαλε μπας και βάλει μυαλό" του έλεγε ο μπάρμπα Κώτσιος. Μια φορά θυμάμαι του λέει ο δάσκαλος: "Νίκο πήγαινε και κόψε μου μια βίτσα από την κρανιά". Πηγαίνει ο Κολιός την φέρνει και ο δάσκαλος αρχίζει από αυτόν.  Είναι τόσα πολλά τι να πρωτοαναφέρω από τα δυο μπακαλιά στο χωριό δεν άφησε κανένα ζαχαρκό. 

Τέλος πάντων όλοι τελειώσαμε το σχολειό, ο Κολιός έκατσε και το έβγαλε στα δεκάξι.  Όλοι βρήκαμε τον δρόμο μας,  αυτόν ποιος να τον πάρει για δουλειά;  Κάπου βρήκε εκεί στα Ζαγόρια σε κάτι δασικά έργα αλλά και εκεί δεν έκατσε πολύ,   τσακώθηκε και έφυγε. Μιά καλοκαιρινή μέρα θυμάμαι τον μπάρμπα Μπακόλα έπαιρνε το μεσημεριανό υπνάκο εκεί στον πλάτανο του Καρακώστα και είχε και ένα αεράκι. Το απολάβανε ο μπάρμπας αυτός, φόραγε μια φαρδιά μαύρη σαλβάρα! Ε λοιπόν αυτός ο αλητάκος τι έκανε λέτε; βρίσκει μια γκουσταρίτσα και καθώς κοιμότανε βαριά ο μπάρμπας Μπακόλας του την έχωσε μέσα στην σαλβάρα! Πετιέται ο Μπακόλας που να πιάσει αυτόν το διαολάκο! Από τότε ο Μπακόλας τον είχε στην μπούκα!   

Πέρασε ο καιρός τον κάλεσε η πατρίδα να υπηρετήσει τρομάρα του παρουσιάστηκε στο Γύθειο μάγειρας! Μια μέρα στο καζάνι αντί για αλάτι έριξε τρινάλ καθαριστικό!  Πήγε πιρπιρέγγος όλο το στράτευμα,  μετά απολύθηκε με ένα τρελόχαρτο ύστερα από τρία και χρόνια.

Όταν γύρισε στο χωριό έβαλε στο μάτι την Βαγγελή του Κατέρη, μια όμορφη κοπέλα αρραβωνιασμένη με ένα άξιο παιδί τον Φώτο Συγκούνα. Πολλές φορές ήρθαν στα χέρια όπου βρίσκονταν στον δρόμο, μέχρι και μαχαιρώματα πέφτανε. Θυμάμαι μια φορά εκεί στην λάκα του Αλέξη τα στάχυα τα κάναν ίσιωμα! Ο Φώτος φανατικός κυνηγός βγήκε να κυνηγήσει πέρδικες, κάποια ούντα ακούστηκε μια μπαταριά ο Φώτος νεκρός! Η λαβοματιά κάτω από το πηγούνι ποιος τον σκότωσε;  Ο Κολιός, έτσι είπαν μαζί και ο μπάρμπα Μπακόλας. Παίρνουν τον Κολιό τον πάνε δικαστήριο, όλοι οι μάρτυρες κατά του Κολιού και πόσο μάλλον ο Μπακόλας που θυμάται την νίλα με την γκουσταρίτσα! Καταδικάζεται ισόβια και τον πάνε στην Κέρκυρα. Περνάει ο καιρός ο μπάρμπα Μπακόλας είναι στα τελευταία του φωνάζουν τον παπά να τον μεταλάβει εκεί που πήγε να τον μεταλάβει παραλίγο να του πέσει η μεταλαβιά με αυτά που ακούει! Δεν είναι ο Κολιός ο φονιάς, όταν ξεψυχούσε ο Φώτος ήμουνα εκεί και μου ψέλλισε: "μόνος λαβώθηκα καθώς αμπήδησα το χαντάκι το όπλο χτύπησε κάτω και εκπυρσοκρότησε, στο λέω ωρέ Μπακόλα μην πάρω κανένα στο λαιμό μου", μου εξομολογήθηκε ο Φώτος. Τρεχάλα ο παπάς για να έχει και την μαρτυρία του καπετάνιου στο τμήμα της περιοχής. Με λίγες διαδικασίες ο Κολιός αποφυλακίζεται και φτάνει εκεί στον Δρίσκο, ο Κολιός νιώθει μια απέχθεια μπορώ να πω και μίσος για τους χωριανούς, παίρνει μια μαύρη κοτρόνα την κατρακύλα και δεν ξαναπατάει στο χωριό!      

           γκουσταρίτσα = σαύρα


Γιώργος Γιαννάκης

Απόδημος Κραψίτης