Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Πώς να ξεχάσουμε εμείς τα παιδαρέλια της δεκαετίας του πενήντα το καθημερινό ψωμί που ήταν η μπομπότα. Ναι θυμάμαι τώρα το καλοκαίρι το αυλάκι να περνάει από κάθε χωράφι και να ποτίζει εκεί τα κηπάρια, καλαμπόκια, κολοκύθια, φασουλιές. Και σε τι τόπο, πάνω στις αετοφωλιές της Πίνδου που για να κάνεις ένα τρίμμα χωράφι δεν χώραγε ούτε ένα ζωντανό πόσο μάλλον ζευγάρι, ότι έσκαβες με την αξίνα και το τσαπί.
Καμιά φορά όταν ανέβαινα εκεί στην κορφή στο βουνό και αγνάντευα από κείθε από το βουνό και έβλεπα τον κάμπο της Θεσσαλίας έλεγα καλά χάθηκε ο κόσμος να έπεφτε και καμιά φτυαριά χώμα και πρός τα δικά μας τα τόπια έλεγα. Δεν βαριέσαι ας είναι και έτσι. Τι να πρωτοθυμηθώ τον ξέφλο {ξεφλούδισμα}. Εκεί μαζευόμασταν τα βράδια μια λάμπα να φωτίζει εμείς ακόμα άγουρα αγόρια και τσούπρες το ίδιο όταν καμιά φορά ξεχνιόντουσαν με τα ποδαράκια χάβδα τα κοιτάζαμε σαν το δρόμο που μας πάει στον παράδεισο και αυτή η Κατέρω δεν φόραγε ούτε βρακάκι, ένα χαμένο ντιπ φτώχεια αλλά μετά έγινε ένας κορίτσαρος που ντρεπόσουν να το κοιτάξεις. Οι μεγαλύτεροι πέρναν και κανένα τραγούδι Σαράντα πέντε Κυριακές και εξήντα δύο Δευτέρες δεν είδα την αγάπη μου την αγαπητικιά μου ]
Αφού τελειώναμε με τον ξέφλο πέρναμε τον καρπό και τον κρεμάγαμε στις γριντιές και γινότανε ταβάνι με αραποσίτι, μετά το πηγαίναμε στο μύλο και αφού καθαρίσει ο καρπός απο τι τσόκαλο γινόταν το καλαμποκίσιο αλεύρι. Τον καρπό τον λέγαμε και ρόκα γιατί έμοιαζε με ρόκα και πάνω από τον καρπό η φούντα [φουντόροκα ]την λέγαμε εμείς οι εκκολαπτώμενοι καπνιστές. Παίρναμε ένα κομμάτι χαρτί και την κάναμε τσιγάρο που άμα τράβαγες δυο ρουφηξιές έκανες ένα καφάλι καζάνι. Ο λαός το καλαμπόκι το έλεγε και αραποσίτι νομίζοντας ότι έχει έρθει από την Αραπιά, αλλά στην Ευρώπη ήρθε απο την Αμερική ποιός μπορει να ξεχάσει πόσο νόστιμη ήταν μια ρόκα ψημένη ακόμα και την κουρκούτι με την μπομπότα πόσο κοσμάκη έσωσε στην Κατοχή. Θυμάμαι την Βάβω μου την συγχωρεμένη πως καθάριζε την πλάκα της γωνιάς με στάχτη και ύστερα έριχνε τον χυλό να βγει μετά αχνιστή αχνιστή μπομπότα και να την φάμε με τυρί και κρομμύδι στουμπιστό την πυρομάδα στα κάρβουνα αλλά πάντοτε ζεστή. Τίποτε δεν περίσσευε για πέταμα από το καλαμπόκι μέχρι και το τσιόκαλο [το εσωτερικο που κρατάει τους καρπούς ]το κάναμε πύρους για τα βαρέλια και τροφή για τα ζωντανά. Θυμάμαι τον Μπάρμπα Σιώζο που έλεγε με καμάρι, την βλέπετε αυτήν την κλείτσα ε με αυτήν την κλείτσα και με λίγο μπομπότα σπούδασα τρία παιδιά. Σ
την δεκαετία του ογδόντα κυκλοφόρησε το τραγούδι που εξυμνεί την μπομπότα.
Πριν τριάντα χρόνια τέτοια εποχή
τρώγαμε μπομπότα ήταν κατοχή
και συ Δημητράκη δεν τρώς το φαΐ σου
και συ Δημητράκη το βλέπεις και κλαις
Τώρα λαχταράμε για λίγη μπομπότα που είναι το πιό υγιεινό ψωμί αλλά που να την βρούμε
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου