Η
σύσταση των Ελληνικών Ταχυδρομείων
έγινε σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση
του 1821 και την απελευθέρωση της
χώρας από την τουρκοκρατία. Στις 24
Σεπτεμβρίου 1828 ο Κυβερνήτης της Ελλάδας
Ιωάννης Καποδίστριας υπογράφει ψήφισμα
«Περί συστάσεως τακτικής ταχυδρομικής
συγκοινωνίας», ιδρύοντας το «Γενικόν
Ταχυδρομείον»....
Στην Αθήνα ο ταχυδρόμος, ερχόμενος από το Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα, «ανήρχετο επί βαρελίου, αναγιγνώσκων εις επήκοον των συγκεντρωμένων κατοίκων τας επί των επιστολών διευθύνσεις. Εν περιπτώσει καθ’ ην δεν εμφανίζοντο οι αποδέκται, αι επιστολαί εκαίοντο επιτόπου».
Τα παλιά χρόνια, τότε που η επικοινωνία μεταξύ πόλεων και χωριών ήταν πολύ δύσκολη, και το χειμώνα με τις κακοκαιρίες σχεδόν αδύνατη, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι αγροτικοί ταχυδρόμοι.
Αγγελιοφόρος, κομιστής μηνυμάτων, ευχάριστων ή δυσάρεστων, ο ταχυδρομικός διανομέας, και δη ο αγροτικός, αποτελούσε επί δεκαετίες ένα πρόσωπο αγαπητό στην ελληνική ύπαιθρο. Εχέμυθος και συνεπής, είχε άμεση επαφή με τον κόσμο και πολλές φορές συναισθηματικό δεσμό με οικογένειες που επισκέπτονταν συχνά.
Ο αγροτικός ταχυδρόμος της περιοχής μας είχε έναν τομέα με δώδεκα χωριά. Δεν τα επισκέπτονταν όλα ταυτοχρόνως. Τα είχε χωρίσει σε τρεις ομάδες από τέσσερα χωριά την κάθε μία, έτσι ώστε να τον βολεύει το δρομολόγιο της ημέρας. Ήταν από το Καλέντζι, το πιο μεγάλο χωριό της περιοχής. Εκεί υπήρχε και ταχυδρομικό γραφείο. Ο ίδιος ήταν προϊστάμενος του γραφείου και αγροτικός διανομέας ταυτοχρόνως. Κάθε Δευτέρα πήγαινε στα Γιάννενα για να πάρει την τοπική αλληλογραφία. Γυρίζοντας στο γραφείο ταξινομούσε τις επιστολές. Τις έβαζε χωριστά για κάθε χωριό, τις έδενε μ’ ένα σπαγκάκι και τις έβαζε στην τσάντα του. Το Σάββατο ξαναπήγαινε στο κεντρικό Ταχυδρομείο των Ιωαννίνων για να παραδώσει όσες επιστολές σύναζε από τα χωριά.
Στο χωριό μας ο ταχυδρόμος έρχονταν κάθε Τρίτη. Τον έλεγαν Ανδρέα μα όλοι οι χωριανοί τον αποκαλούσαν κυρ-Ανδρέα. Ήταν ένας μεσόκοπος άνδρας γύρω στα σαράντα πέντε του χρόνια, μέτριος στο ανάστημα με ψαλιδισμένο μουστάκι, ψαρά μαλλιά και χωρίστρα στο αριστερό του κούτελο. Πάνω από το μέτωπό του έκανε την εμφάνισή της η φαλάκρα. Η υπηρεσία του είχε παραχωρήσει μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα και την καραμούζα που έμοιαζε σαν μια μικρή σάλπιγγα. Στο καπέλο που φορούσε, υπήρχαν τα αρχικά Ε.Τ. που σήμαιναν «Ελληνικά Ταχυδρομεία».
Η περιοχή μας είναι ορεινή. Ο ταχυδρόμος έπρεπε ν’ ανεβεί στο βουνό, να διαβεί επικίνδυνες ρεματιές μέσα από δύσκολα μονοπάτια που μόλις χωρούσε να περάσει ένα ζώο. Από το πρωί ξεκινούσε το δρομολόγιό της ημέρας για να περιδιαβεί τα τέσσερα χωριά. Αχώριστος σύντροφός του ο Ψαρής. Ο Ψαρής ήταν ένα μικρόσωμο αλογάκι, λίγο ψηλότερο από τα πόνυ, που ήξερε με ακρίβεια το δρομολόγιο κάθε φορά.
Ο κυρ-Ανδρέας μόλις άραζε απέναντι στο ξάγναντο καβάλα στον Ψαρή του, σφύριζε με την τσαμπούνα του. Έτρεχαν τότε όλοι οι χωριανοί -κυρίως γέροι και γριές, γιατί οι νεότεροι ήταν στα χωράφια- στην πλατεία. Κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο στο πεζούλι στη φάτσα του καφενείου. Οι γυναίκες, όλες μαυροφορεμένες με μακριά μαύρα φουστάνια και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, έτσι που από μακριά δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιες ήταν γριές, ποιες μεσόκοπες και ποιες νέες. Όλες περίμεναν υπομονετικά κανένα γράμμα από τη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά ή την Αμερική και σπάνια καμιά μικροεπιταγή. Ο καφετζής είχε ετοιμάσει ένα τραπεζάκι με μία μόνο καρέκλα απέναντι από τους χωριανούς για να καθίσει ο κυρ-Αντρέας για να τους βλέπει όλους. Ο ταχυδρόμος κάθονταν, έβγαζε το καπέλο του, το ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι κι άνοιγε σιγά-σιγά με τελετουργικό τρόπο τη μεγάλη τσάντα, λες και ήθελε να παρατείνει την αγωνία των χωριανών, έβγαζε το δεματάκι με τα γράμματα και διάβαζε με καθαρή και δυνατή φωνή. –Ελένη Δήμου, Μαρία Σπύρου, Κωνσταντίνα Ιωάννου… και τέντωνε το χέρι του με το γράμμα προς την παραλήπτρια. Εμείς, τα μικρά παιδιά, ακούγαμε για πρώτη φορά τέτοια ονόματα κι απορούσαμε πώς τη θεια-Ν’κόλαινα (γυναίκα του Νικόλα) την έλεγε «Ελένη Δήμου» και τη θεια- Κωστάντω τη φώναζε Κωνσταντίνα Ιωάννου και ούτω καθεξής. Μας φαίνονταν παράξενο πως οι χωριανοί, πέρα από τα καθημερινά τους ονόματα, είχαν και τα επίσημα, όπως τα καινούργια ρούχα που τα φορούσαν τα Χριστούγεννα και τη Λαμπρή. Μία-μία οι τυχερές που άκουγαν τα ονόματά τους, έπαιρναν το γράμμα από τα χέρια του ταχυδρόμου, το έκρυβαν στον κόρφο τους κι έτρεχαν σε κανένα ανίψι που ήξερε γράμματα ή στο δάσκαλο να τους το διαβάσει. Οι άλλες έφευγαν απογοητευμένες με την κρυφή ελπίδα μέσα τους να τις παρηγορεί «ας είναι … ίσως την άλλη Τρίτη».
«Οι λύκοι»
Μετά την πλατεία, ο ταχυδρόμος πήγαινε στο Σχολείο για την υπηρεσιακή αλληλογραφία. Ο δάσκαλος τον έπαιρνε στο γραφείο για πολλή ώρα και συζητούσαν. Εμείς οι μαθητές, είχαμε μεγάλη χαρά γιατί τη μέρα αυτή θα είχαμε μεγάλο διάλλειμα.
Πολλά περιστατικά διηγούνταν ο κυρ-Ανδρέας από την πολύχρονη υπηρεσιακή ζωή του. Εκείνο που δεν ξεχνούσε για πολλά χρόνια ήταν η περιπέτειά του με τους λύκους. Το πρωί ξεκίνησε για το συνηθισμένο δρομολόγιό του. Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. Ο καιρός έδειχνε τις άγριες διαθέσεις του. Εκείνος πιστός στο καθήκον του. Ώσπου να φτάσει στο διπλανό χωριό άρχισε να χιονίζει.
-Μην πας… ο καιρός είναι άσχημος, του είπαν οι χωριανοί.
-Θα πάω γιατί έχω να δώσω και δυο επιταγές, τους είπε.
Στο μέσον της διαδρομής το χιόνι έφτασε τα 80 εκατοστά και σχεδόν άγγιζε την κοιλιά του αλόγου. Ξεπέζεψε από τον ψαρή για να τον διευκολύνει ν’ ανοίγει το δρόμο. Ξαφνικά ακούει ουρλιαχτά. Γυρνά πίσω και βλέπει μια αγέλη λύκων να τον ακολουθεί κατά πόδας. Άρχισε να χουγιάζει, ν’ ανεμίζει την γκλίτσα του στον αέρα, μέχρι και την καραμούζα του χρησιμοποίησε για να τους διώξει. Μάταιος κόπος. Τ’ αγρίμια με οδηγό την πείνα τους είχαν βάλει στόχο τους το άλογο. Είδε κι έπαθε ώσπου να βγει στο ξάγναντο απέναντι από το χωριό. Οι λύκοι μόνο σαν άκουσαν τα γαυγίσματα των σκύλων οπισθοχώρησαν και χώθηκαν στο δάσος.
Η συμπαθητική φιγούρα του ταχυδρόμου ήταν το μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο στην κλειστή κοινωνία του χωριού…
τoυ Αποστόλη Δ. Καλαντζή.
https://epirusgate.blogspot.comΣτην Αθήνα ο ταχυδρόμος, ερχόμενος από το Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα, «ανήρχετο επί βαρελίου, αναγιγνώσκων εις επήκοον των συγκεντρωμένων κατοίκων τας επί των επιστολών διευθύνσεις. Εν περιπτώσει καθ’ ην δεν εμφανίζοντο οι αποδέκται, αι επιστολαί εκαίοντο επιτόπου».
Τα παλιά χρόνια, τότε που η επικοινωνία μεταξύ πόλεων και χωριών ήταν πολύ δύσκολη, και το χειμώνα με τις κακοκαιρίες σχεδόν αδύνατη, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι αγροτικοί ταχυδρόμοι.
Αγγελιοφόρος, κομιστής μηνυμάτων, ευχάριστων ή δυσάρεστων, ο ταχυδρομικός διανομέας, και δη ο αγροτικός, αποτελούσε επί δεκαετίες ένα πρόσωπο αγαπητό στην ελληνική ύπαιθρο. Εχέμυθος και συνεπής, είχε άμεση επαφή με τον κόσμο και πολλές φορές συναισθηματικό δεσμό με οικογένειες που επισκέπτονταν συχνά.
Ο αγροτικός ταχυδρόμος της περιοχής μας είχε έναν τομέα με δώδεκα χωριά. Δεν τα επισκέπτονταν όλα ταυτοχρόνως. Τα είχε χωρίσει σε τρεις ομάδες από τέσσερα χωριά την κάθε μία, έτσι ώστε να τον βολεύει το δρομολόγιο της ημέρας. Ήταν από το Καλέντζι, το πιο μεγάλο χωριό της περιοχής. Εκεί υπήρχε και ταχυδρομικό γραφείο. Ο ίδιος ήταν προϊστάμενος του γραφείου και αγροτικός διανομέας ταυτοχρόνως. Κάθε Δευτέρα πήγαινε στα Γιάννενα για να πάρει την τοπική αλληλογραφία. Γυρίζοντας στο γραφείο ταξινομούσε τις επιστολές. Τις έβαζε χωριστά για κάθε χωριό, τις έδενε μ’ ένα σπαγκάκι και τις έβαζε στην τσάντα του. Το Σάββατο ξαναπήγαινε στο κεντρικό Ταχυδρομείο των Ιωαννίνων για να παραδώσει όσες επιστολές σύναζε από τα χωριά.
Στο χωριό μας ο ταχυδρόμος έρχονταν κάθε Τρίτη. Τον έλεγαν Ανδρέα μα όλοι οι χωριανοί τον αποκαλούσαν κυρ-Ανδρέα. Ήταν ένας μεσόκοπος άνδρας γύρω στα σαράντα πέντε του χρόνια, μέτριος στο ανάστημα με ψαλιδισμένο μουστάκι, ψαρά μαλλιά και χωρίστρα στο αριστερό του κούτελο. Πάνω από το μέτωπό του έκανε την εμφάνισή της η φαλάκρα. Η υπηρεσία του είχε παραχωρήσει μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα και την καραμούζα που έμοιαζε σαν μια μικρή σάλπιγγα. Στο καπέλο που φορούσε, υπήρχαν τα αρχικά Ε.Τ. που σήμαιναν «Ελληνικά Ταχυδρομεία».
Η περιοχή μας είναι ορεινή. Ο ταχυδρόμος έπρεπε ν’ ανεβεί στο βουνό, να διαβεί επικίνδυνες ρεματιές μέσα από δύσκολα μονοπάτια που μόλις χωρούσε να περάσει ένα ζώο. Από το πρωί ξεκινούσε το δρομολόγιό της ημέρας για να περιδιαβεί τα τέσσερα χωριά. Αχώριστος σύντροφός του ο Ψαρής. Ο Ψαρής ήταν ένα μικρόσωμο αλογάκι, λίγο ψηλότερο από τα πόνυ, που ήξερε με ακρίβεια το δρομολόγιο κάθε φορά.
Ο κυρ-Ανδρέας μόλις άραζε απέναντι στο ξάγναντο καβάλα στον Ψαρή του, σφύριζε με την τσαμπούνα του. Έτρεχαν τότε όλοι οι χωριανοί -κυρίως γέροι και γριές, γιατί οι νεότεροι ήταν στα χωράφια- στην πλατεία. Κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο στο πεζούλι στη φάτσα του καφενείου. Οι γυναίκες, όλες μαυροφορεμένες με μακριά μαύρα φουστάνια και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, έτσι που από μακριά δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιες ήταν γριές, ποιες μεσόκοπες και ποιες νέες. Όλες περίμεναν υπομονετικά κανένα γράμμα από τη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά ή την Αμερική και σπάνια καμιά μικροεπιταγή. Ο καφετζής είχε ετοιμάσει ένα τραπεζάκι με μία μόνο καρέκλα απέναντι από τους χωριανούς για να καθίσει ο κυρ-Αντρέας για να τους βλέπει όλους. Ο ταχυδρόμος κάθονταν, έβγαζε το καπέλο του, το ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι κι άνοιγε σιγά-σιγά με τελετουργικό τρόπο τη μεγάλη τσάντα, λες και ήθελε να παρατείνει την αγωνία των χωριανών, έβγαζε το δεματάκι με τα γράμματα και διάβαζε με καθαρή και δυνατή φωνή. –Ελένη Δήμου, Μαρία Σπύρου, Κωνσταντίνα Ιωάννου… και τέντωνε το χέρι του με το γράμμα προς την παραλήπτρια. Εμείς, τα μικρά παιδιά, ακούγαμε για πρώτη φορά τέτοια ονόματα κι απορούσαμε πώς τη θεια-Ν’κόλαινα (γυναίκα του Νικόλα) την έλεγε «Ελένη Δήμου» και τη θεια- Κωστάντω τη φώναζε Κωνσταντίνα Ιωάννου και ούτω καθεξής. Μας φαίνονταν παράξενο πως οι χωριανοί, πέρα από τα καθημερινά τους ονόματα, είχαν και τα επίσημα, όπως τα καινούργια ρούχα που τα φορούσαν τα Χριστούγεννα και τη Λαμπρή. Μία-μία οι τυχερές που άκουγαν τα ονόματά τους, έπαιρναν το γράμμα από τα χέρια του ταχυδρόμου, το έκρυβαν στον κόρφο τους κι έτρεχαν σε κανένα ανίψι που ήξερε γράμματα ή στο δάσκαλο να τους το διαβάσει. Οι άλλες έφευγαν απογοητευμένες με την κρυφή ελπίδα μέσα τους να τις παρηγορεί «ας είναι … ίσως την άλλη Τρίτη».
«Οι λύκοι»
Μετά την πλατεία, ο ταχυδρόμος πήγαινε στο Σχολείο για την υπηρεσιακή αλληλογραφία. Ο δάσκαλος τον έπαιρνε στο γραφείο για πολλή ώρα και συζητούσαν. Εμείς οι μαθητές, είχαμε μεγάλη χαρά γιατί τη μέρα αυτή θα είχαμε μεγάλο διάλλειμα.
Πολλά περιστατικά διηγούνταν ο κυρ-Ανδρέας από την πολύχρονη υπηρεσιακή ζωή του. Εκείνο που δεν ξεχνούσε για πολλά χρόνια ήταν η περιπέτειά του με τους λύκους. Το πρωί ξεκίνησε για το συνηθισμένο δρομολόγιό του. Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. Ο καιρός έδειχνε τις άγριες διαθέσεις του. Εκείνος πιστός στο καθήκον του. Ώσπου να φτάσει στο διπλανό χωριό άρχισε να χιονίζει.
-Μην πας… ο καιρός είναι άσχημος, του είπαν οι χωριανοί.
-Θα πάω γιατί έχω να δώσω και δυο επιταγές, τους είπε.
Στο μέσον της διαδρομής το χιόνι έφτασε τα 80 εκατοστά και σχεδόν άγγιζε την κοιλιά του αλόγου. Ξεπέζεψε από τον ψαρή για να τον διευκολύνει ν’ ανοίγει το δρόμο. Ξαφνικά ακούει ουρλιαχτά. Γυρνά πίσω και βλέπει μια αγέλη λύκων να τον ακολουθεί κατά πόδας. Άρχισε να χουγιάζει, ν’ ανεμίζει την γκλίτσα του στον αέρα, μέχρι και την καραμούζα του χρησιμοποίησε για να τους διώξει. Μάταιος κόπος. Τ’ αγρίμια με οδηγό την πείνα τους είχαν βάλει στόχο τους το άλογο. Είδε κι έπαθε ώσπου να βγει στο ξάγναντο απέναντι από το χωριό. Οι λύκοι μόνο σαν άκουσαν τα γαυγίσματα των σκύλων οπισθοχώρησαν και χώθηκαν στο δάσος.
Η συμπαθητική φιγούρα του ταχυδρόμου ήταν το μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο στην κλειστή κοινωνία του χωριού…
τoυ Αποστόλη Δ. Καλαντζή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου