-Του μαλαφάρσε (το πολύ-μαγάρισε). Είναι σκέτη χλιμάρα (ανίδεη– ακοινώνητη).
-Λάρωσε (ησύχασε), σι ακουρμένεται (σε ακούει) η συμπεθέρα σ’. Μ’ αποκρίνεται η Γκίκου κι μ’ ρίχνει μια πατσιά (πάτημα ποδιού).
-Τσώπασα (ησύχασα). Δεν μπόργα (μπορούσα) να κάνου κι’ αλλιώς. Αμα του συνέχζα θα τα ξελάβαινε (θα τυραννιόνταν) ο ανηψιός μ’ ου Τακούλας.
Όμως ας πάρουμε τα πράγματα απ’ τ’αρχή, για να πάρτε χαμπάρι το τι έγινε.
Του Λάκη τονε φώτσε (βάπτισε) ο αδερφός σμ’ και τονε στεφάνωσε ο Τακούλας. Ο Λάκης έκανε τέσσερες τσούπρες και τ ’ πρώτη τ’ φώτσε ο Τακούλας.
Πέρσ’ όμως η Λάκενα τόπιασε του σερκό (αρσενικό) κι το έθιμο θέλει πάλι νούνο του Τακούλα.
Πήρε ο Τακούλας τα καλλίτερα Φουτίκια (βαπτιστικά)........
Τ’ μέρα τσ βάπτισης πρώτη και καλλίτερη μπήκε στην εκκλησία η πεθερά τ’ Τακούλα. Πήγε κι στάθκε μπροστά στ’ κολυμπήθρα. Τεντώθηκε κι περίμενε.
-Τ’ βλέπω πάλι να τεντώνεται.
-Ωπα!!!! Η συμπεθέρα τεντώνεται μόνο απ΄τ’ δεξιά μεριά. Σε κάθε τέντωμα, ανασκώνει του δεξί τσ’ τον ώμο, για να μη πού του δεξί τσ βζί . Αχά τσ’ βγήκε νιό κουσούρι....
Δίνει τ’ όνομα ο Τακούλας κι πάει μι του Παππά στ’ κολυμπήθρα να ξεκινήσει η μύρωση. Ελα π’ δε ξεσπάραγε (κουνιώνταν από τη θέση της) η συμπεθέρα. Απ’ τα πολλά χαμπάρσε (κατάλαβε) ότι άλλος θάμπενε στ’ κολυμπήθρα κι ξεσπάραξε.
-Όχι μακριά, εκεί σμά (κοντά) ένα βήμα δίπλα απ’ τ’ κολμπίθρα.
-Εκεί να δείς του τέντωμα τσ συμπεθέρας. Κι όλο απ τα δεξιά.
-Μωρ’ στραβοκατήνσα (αναστατώθηκα). Δεν τ’ χωνεύω αλλά δεν θέλω κι το κακό τσ’. Σε τέτοια ηλικία να τσ’ βγεί κουσούρι, δεν τσ’ πάει.
Η Γκίκου πούνε πιο νέα, κι έχει δώσει λόγο μι τον Νάκια, μούσκασε του μαντάτο.
-Δμήτρου, μ’ λέει, η συμπεθέρα έχει νέα μπλούζα λακόστ. Τνάζ’ (τινάζει) το βζί μπροστά, για να φαίνεται η σκοταρνέλα (μεγάλη σαύρα, παρομοίωση με το κροκόδειλο της λακόστ).
Απ’ εκείνη την ώρα του χάζεψα. Οτ’ έκανε του χάπατο (χαζό), πήγαινε μπροστά η σκοταρνέλα και πίσω όλοι οι άλλοι.....
Ηρθε η ώρα, να μοιράσνε τα μαρτυρικά. Τσ’ δίνει ένα μαρτυρικό μια κοπελίτσα κι αυτή το αγκυλώνει κάτω απ’ τ’ σκοταρνέλα. Από εκείνη την ώρα, το μόνο που μολόγαγε ήτανε :
-Να μας ζήσει. Να μας ζήσει κι τέντωνε δεξιά, κι έδειχνε του μαρτυρικό με τ’ σκοταρνέλλα.....
Πάμε για τ’ψτούρα (το τραπέζι με ψητή προβατίνα) κι εκεί το χάπατο η πεθερά του Τακούλα, τον πίστρωσε (κάθισε) μπροστά μπροστά. Μι βάλανε κι εμένα στο πρώτο τραπέζ’. Χάρη τ’ βασιλικού ποτίστκε κι η γλάστρα. Εκατσε κι η Γκίκου δίπλα μ.
Εμείς οι δυό, πήραμε ένα μαστραπά με μαύρο κρασί κι τ΄δώσαμε να καταλάβει. Ευτυχώς γιατί μι αυτά που είδαμε, όταν κένωσαν του κρέας, δεν θα τ΄ταντεχε κανένας.
Η συμπεθέρα μ’ πήρε του πιρούνι κι κάρφωνε τα κομμάτια του κρέας. Το κάρφωνε, το σήκωνε, του αγνάντευε, του παράταε. Καθάρζε του πιρούνι στου στόμα τσ΄κι ξανάρχιζε.
Τα μαλαφάρσε η κατέλα (η βρωμιάρα). Ξεμοτώχ (επίτηδες) τόκανε γιατίκανένας δε τσήπε (της είπε) για τ’ σκοταρνέλα πούχε για καμάρ’.........
Κάποια στιγμή στροχίστκε (πέρασε δίπλα και τρίφτηκε) δίπλα τσ’ ηΑσπρούλα, άλλο χάπατο. Τι στροχίστκε, με τέτοιο εκτόπισμα στου πισνό, πέρα τ’ τίναξε. Όμως μπρός στα κάλλη τι είναι ένα τίναγμα.
-Αχ’ Ασπρούλα μ’, τι ωραία τσάντα έχεις; Λέει η συμπεθέρα μ’
-Είναι λουί βιτόν, μολογάει η Ασπρούλα κι το μάτι τσ’ πήρε του ζαβό κι τον ανήφορο.
-Αχ’ Ασπρούλα μ’. Μόνο οι καλές οι μάρκες αξίζουν. Να κοίτα εδώ τι υπέροχη μπλούζα πήρα. Είναι λακόστ.
Πάει η συμπεθέρα να δείξει τ’ σκοταρνέλα, πθενά η σκοταρνέλα....... Τράει από δώ, τίποτα, τράει απ’ κάτω απ’ του τραπέζι, τίποτα. Ούτε ουχουντίνι νάτανε για να τ’ αφανίσει.
-Τι να τσπώ ιγώ; -Τι να τσπώ. Θα παραξηγούμνα. Να τσπώ ότι όπως κι η Ασπρούλα, τσπήρανε απ’ του παζάρ τσ’ Λαϊκής;
Τ’ κατάσταση τ’ ανάλαβε η Γκίκου. Μάνα καημένη σ’ αυτά. Παίρνει τα χάκια τσ (πήρε την εκδίκησή της).
-Σμπεθέρα , τσλέει, ξεχείλωσε, είναι κάτω απ’ του βζί.....
Εγινε δεύτερη βάπτιση. Ειχε δίκιο η σμπεθέρα μ’. Αυτές οι εταιρείες τώρα τελευταία τα χάλασαν. Τσάμπα τα χρήματα π’ δίνεις. Μόνο στην Αμερική και στ’ Αγγλία πουλάνε τα σωστά. Ειπε, είπε κι ξανάπε.
Όμως η Ασπρούλα κράταγε τ’ λουί βιτόν, σαν νατανε σεντόνι τα Πειραϊκής Πατραϊκής, να φαίνεται η ούγια.
Μ λέει η Γκίκου:
-Δμήτρου, χτές ο Νάκιας μ’ μούκανε δώρο ένα βρακί πούχει κι ταμπέλα εκτός από του νούμερο. Να πάου να τσ’ του δείξου να μ’ πούνε αν είναι μάρκα;
-Βάστα Γκίκου, σε φωτίκια είμαστε, μη μείνει κανένα παραγκώμι στου παιδί, ακόμα δε του βάφτσανε.
Εφγαμε παίρνοντας κι τα λάβαρα. Τι λάβαρα; Ακουρμαστείτε:
Για κάποια στιγμή, μαζώχτανε τα κρέατα κι ήτανε για του γλυκό. Σκώθκανε για κατούρμα οι σμπεθέρα μ’, μι την Ασπρούλα, κι άφσανε τσ’ τσάντες, στ’ καρέκλα.
Καλά η σπμεθέρα μ, αλλά η άλλη μι τ΄ λουί βιτόν. Τσ’ είχανε κι οι δυό γεμίσει με κοψίδια απ΄τ’ παλιοπράτνα (από την προβατίνα)............
Στα κρυφά, τα απστουμάμε (τα τουμπάρουμε) μέσα σε μια σακούλα, λέμε σε όλους τ’ πανηγυριώτες αυτό του τελευταίο!!!!!, του ωραίο!!!!, αυτό «για τα σκλάκια» (για τα σκυλάκια), με παίρνει αγκαζέ η Γκίκου κι πάμε για τ’ Μπούχαλη...
Ακούς εκεί λουί βιτόν με κοψίδια, κι μπλούζα μι σκοταρνέλα κατ’ απ΄του βζί...............
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου