Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
αδιάκοπα και ασταμάτητα
κινάει το δέντρο της
καρδιάς,
ξυπνάει του πόθου τα οράματα
και παίρνει δρόμο για την
Άγναντα
Άγιες ημέρες έρχονται! Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα. Γιορτές που μας
σημαδεύουν τη μνήμη. Κι όσο κι αν θέλουμε να τα ξεχνάμε, δεν μπορούμε. Η
σύγκριση ΤΟΤΕ και ΤΩΡΑ αναπόφευκτη.
Ήμασταν, εκεί στα Τζουμέρκα η γενιά του
περίμενε! Περίμενε και «Μούγκα στη στρούγκα». Εμείς, τα παιδιά, επαναλαμβάνω,
του …περίμενε!
Αναμονή. Παραμονές Χριστουγέννων να πάρουμε παπ’τσάκια και
καμιά κάλτσα, τι μας είχαν φάει τα τσιουρέπια. Τσίμπαγαν τα άτιμα, λες και είχαν
αγκίδες ελατίσιες. Και ‘κει που πηγαίναμε να φορέσουμε, να δοκιμάσουμε κρυφά τις
κάλτσες, άκουγες τη φωνή της μάνας:
Άσ’ τ’ν κάλτσα, και πήγαινε να
γρουδιάσεις μέσα. Θα τις βάλεις ανήμερα του Χ’στού να πας στην εκκλησία. Πώς θα
σε ποδέσω τότε; Με τα δάχτ’λα όξω θα πας;
Και περιμέναμε…
Τα Χριστούγενα!
, μπας και πάρουμε κανένα βρακί, τι είχαμε βγάλει εκζέματα από εκείνες τις
μπακούλες της Ούντρα. Είχαν πάνω τη στάμπα τους. Ούντρα αντί για Victoria's
Secret
Κι αφού έφτανε η άγια μέρα των Χριστουγέννων εκεί να δει κανείς το
δράμα. Με τι χαρά τρώγαμε τα κοψίδια.
«Θα πνιγείς μωρέ διάολε, θα σ’ κάτσ’
στον καρδυλάγγο»
Στον καρδυλάγγο δεν μας κάθονταν. Άλλο χ’νέρ’ παθαίναμαν.
Όταν τα τρώγαμε -μας είχε σκίσει η νηστεία της Σαρακοστής- «παθαίναμαν» τέτοιο
τσιρλοκοπιό, που με το συμπάθιο μας ερχόταν να «χέ....ε όλο το χωριό». Δεν
ξέραμε τότε τι θα πει γαστρεντερίτιδα.
Ήταν μέρες Χριστουγέννων που έκανα το
περίφημο ταξίδι Άγναντα – Άρτα και τανάπαλιν. Ώρες ατέλειωτες μέσα σε εκείνα τα
σαραβαλάκια. Γίδες, κατσίκες, πρατίνες και … επιβάτες, όλοι μαζί παστωμένοι.
Ξεχάσαμε και τα ονόματά μας... Κοπελή, Νυφούλα, Κανούτα… Κι όταν φτάσαμε στον
προορισμό μας Άρτα ή Άγναντα, άπαντες είχαμε μια όψη αλλαγμένη…
Προβατοειδή!!!
Κι ερχόταν η Πρωτοχρονιά. Αχ, και πώς την περιμέναμε, να
κονομήσουμε κανένα χαρτζιλίκι, όσο δυο χωνιά στραγάλια. Γι’ αυτό είχαμε φάει και
τα δόντια. Και σε κείνα τα Κάλαντα δεν είχαμε αφήσει σπίτι για σπίτι, μαχαλά για
μαχαλά, ώσπου αποκαρώναμε αργά το απόγευμα και απογοητευόμασταν σχεδόν καθολικά,
μετρώντας τα κόπια μας που δεν έφταναν ούτε για δυο σοκολάτες. Ήμασταν ικανοί να
βγούμε με το βρακί στο παζάρ’ για να δείξουμε ότι έχουμε καινούριο από ατόφιο
ύφασμα και όχι από τις μπακούλες με το αλεύρι της Ούντρα.
Και τώρα που
μεγαλώσαμε τις γιορτές γιορτάζουμε την εξέλιξη, την τεχνολογία και την «ποιότητα
ζωής», που καθορίζουν το νέφος, η ανασφάλεια και ο άνισος και βάρβαρος -εν
πολλοίς- αγώνας για τον επιούσιο που τον καθορίζουν τα μνημόνια και τα
επιβάλλουν οι «Σωτήρες» μας.
Τι εξέλιξη Θεέ μου! Δώρα ανταλλάσσουμε στις γιορτές. Τι δώρα… Η ψυχοπάθεια σε συσκευασία δώρου. Τα δώρα θέλουν συναίσθημα. Εμείς, πλέον, ούτε αίσθημα μήτε συναίσθημα έχουμε. «Κι οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων». Βοήθειά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου