Δείτε τα video
Οι Λιγκιάδες είναι ένας ορεινός προορισμός με
πολλά ξενοδοχεία, ξενώνες, ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστιατόρια, καφετέριες και
μπαρ που προσφέρουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες στον επισκέπτη. Τα ξενοδοχεία και
οι ξενώνες που θα συναντήσετε στις Λιγκιάδες είναι διαφόρων κατηγοριών και
μπορούν να ικανοποιήσουν μεγάλη ποικιλία προτιμήσεων και αναγκών διαμονής στους
επισκέπτες τους με πολύ μεγάλη επιτυχία.
|
|
|
Πολιτιστικές
Εκδηλώσεις
Στις Λιγκιάδες πραγματοποιούνται πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις
καθώς δραστηριοποιούνται στην περιοχή πάρα πολλοί πολιτιστικοί σύλλογοι.
Στις Λιγκιάδες πραγματοποιείται πανηγύρι στις 21
Μαΐου.
Πολλά πανηγύρια διεξάγονται και στα γύρω χωριά.
Στις
3 Οκτωβρίου, ημέρα Κυριακή το πρωί εσηκωθήκαμε από τον ύπνο μέρα καλή. Δεν
είχαμε νερό και κίνησαν έξι γυναίκες να πάνε για νερό στον Μπλήτσι στο Στρούνη
με τα ζώα φορτωμένα βαρέλες και δοχεία και
πήγαιναν.
Μόλις
πήγανε οι γυναίκες στο νερό έσπασε ένα πηγάδι πέντε μέτρα μέσα προς την λίμνη
και πέταγε από μέσα μπάρες πολύ θολό νερό.
Και
κάθησαν οι γυναίκες να λαγαρήσει το νερό πολλήν ώρα εκεί και αφού λαγάρησε
γέμησαν ταις βαρέλες και δοχεία τα φόρτωσαν στα ζώα και έρχονταν προς τα
απάνω.
Μόλις
βγήκαν στο Δημόσιο δρόμο στης Αναστάσενας Κολόκα στο σπίτι, μια είχε βγει απάνω
από τον δρόμο με δύο ζώα.Μόλις την είδαν το φυλάκιο από τον Αι-Λιά ψηλά από το
Νησί της βάλανε με τα βαρέα μυδράλια να τη σταματήσουν εκεί όχι να τη σκοτώσουν
ήταν η γριά Ρήνα Γεράκου. Τάχασε η καημένη η γριά πρόλαβε και έπιασε μια κοτρόνα
πέτρα και δεν έβλεπε ούτε τα ζώα της τι έγιναν, ούτε τις άλλες γυναίκες από τον
κουρνιαχτό γιατί ήταν και η γη πολύ ξερή και οι ριπές
ασταμάτητες.
Οι
άλλες πέντε γυναίκες δεν είχαν προλάβη να ανεβούν στο δρόμο, ήταν στα χείλα του
δρόμου όταν άκουσαν τις ριπές και τάχασαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Σε λίγα
λεπτά αυτής της σκηνής έφτασαν τέσσερα αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες Γερμανοί
σταμάτησαν τα πυρά. Μόλις κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα πήγαν κατευθείαν στα ζώα
να δουν τι έχουν φορτωμένα. Τα είδαν που είχαν νερό, τα απαράτησαν φορτωμένα
όπως ήταν πήραν τις γυναίκες τις έδωσαν σε τρεις-τέσσερις στρατιώτες και τις
γύρισαν κάτω στο χωριό Στρούνη και τις φύλαγαν.
Οι
πολλοί Γερμανοί ξεκίνησαν από το Λάκο Μαράφα και έρχονταν για το χωριό. Μόλις
βγήκαν στο αγνάντιο στο Λάκο προς το χωριό αρχίσαμε να ανησυχούμε και να
φεύγουμε μερικοί άντρες και άλλοι άνθρωποι πήγαιναν για πίσω στις Μουγγλιούς.
Ήταν αυτή η εβδομάδα που ράβδιζαν τις καρυδιές πίσω και γλίτωσαν πολλοί
άνθρωποι.
Οι
Γερμανοί μόλις είδαν από τον Αι-Λιά ότι φεύγουν κόσμος άρχισαν με τα βαριά
μυδραλιοβόλα γύρω από το χωριό φλογοφόρες διαφόρων χρωμάτων και ενγκεροφληγή
για να σταματήσουν τον κόσμο.
Ήρθε
ο Ιωάννης Παναγ. Τσερήκης από το σπίτι μου να φύγουμε και εγώ δεν ήμουν έτοιμος
να φύγουμε. Είδε τους Γερμανούς στην καθήστρα στη Λόκοβα αποκάτω τον έπιασε
πανικός και έφυγε μόνος του . «Εσύ δεν έρχεσαι εγώ φεύγω» και έφυγε. Όταν έφτασε
στη μάνδρα του Ταγάρα και είδε τα πυρά εγκροφληγή και φλογοφόρα τότε τον έπιασε
μεγαλύτερος πανικός γιατί δεν ήταν από πόλεμο δεν ήξερε και γύρισε κάτω και
κάποιος τον ρώτησε «είπες ότι θα φύγεις;» και του απαντά ο Γιάννης «που να πάω
καλύτερα να με πιάσουν παρά να με σκοτώσουν»
Εγώ
έφυγα με την αδελφή μου τη Βαγγελή που ήταν παντρεμένη στην Κρυόβρυση και είχε
έρθει μουσαφίρης εκείνο το Σαββατόβραδο. Μέσα τις μάνδρες Ταγάρα, Γούλα και
Διαμαντή Χολέβα εκεί με είδαν απ΄ το Νησί και μας έβαλαν ριπή μυδραλίου περίπου
50 μέτρα μάκρος και δύο μέτρα ύψος. Έπεσα κάτω στον τοίχο, η αδελφή μου τάχασε,
νόμισε πως με σκότωσαν. Γυρίζω και την κοιτάζω, ήταν έξαλλη από το φόβο. Της
μιλάω, όταν θα δεις να σηκωθώ να φύγω έλα μαζί
μου.
Κάθισα
πέντε λεπτά να μου χάσουν στόχο σηκώθηκα πάλι μέσα στην κερασιά του Ζώτου
τροχάδι με όση δύναμη είχαμε Λάκο ασβεσταριά, Μακρεχώραφα, άνω Ράχη λάη εκεί
καθίσαμε πήραμε μια ανάσα, και από κει στην Ράχη Κανάκη εκεί ήταν σε αγνάντιο
και απυρόβλητο. Εκεί ανταμώσαμε με τον Γιώργο Λάππα κάναμαν ένα τσιγάρο είδαμαν
στο Λυκοτόπι 3-5 άνδρες και άρχισαν να πυροβολούν με ατομικά όπλα. Έριξαν
περίπου δέκα σφαίρες στον Γάμο τον Βλάχικον που ερχόνταν από πίσω από τους
Κάναλες να πάρουν τη Βλάχα Νύφη που ήταν στην Τσάηκα εκεί είχαν τα κονάκια οι
Βλάχοι Ζηγέοι.
Οι
Γερμανοί μόλις βγήκαν στο χωριό εγκατέστησαν φυλάκια στη Ράχη, στον Πύργο, και
ολόγυρα στο χωριό σκοπιές. Οι άλλοι σκόρπισαν μέσα στο χωριό έμασαν τον κόσμο
στο μησοχώρι και πλιάτσικα πήραν περισσότερα από πέντε φορτώματα καρύδια,
πατάτες, ρουχισμό, προίκες κοριτσιών και πολλά ασημικά των γυναικών τοκάδες,
γκέπια, αρχεία αυτά και αλισούδια με σταυρούς ή με
ντούπιες.
Σταμάτησε
το πυροβολικό σηκώσανε αεροπλάνο και έφερναν χαμηλά από τον Αβγιό, Πολήγανη,
Σαμαρίνη, Γιάννο. Εμείς καθίσαμε ακίνητοι και από πέντε ώρες να μην δώσουμε
στόχο.
Ήταν
ο ήλιος περίπου μια οριά έξω.. Εγώ μόλις είδα φωτιά στην Κατσούφλη έβαλαν στα
γρέκια των Φουκέων και μετά στο χωριό υποψιάστηκα ότι θα σκοτώσουν και τον
κόσμο. Είπα στους άλλους τους χωριανούς μου που κίνησαν να φύγουν όλοι με το
γάμο που θα πάτε στο χωριό δεν είναι κανένας ζωντανός ..ξεκινήσαμε προς τα κάτω
και όταν κατεβήκαμε στον πάτο στην Ντομοβιά ακούσαμε μια φωνή από την Στρογγλή,
φώναζε στην Τσάϊκα της Αγγέλως Σιαφάκα που ήταν στο γάμο το βλάχικο. Δεν
ακούγαμε τι έλεγαν, του μιλήσαμαν και εμείς που κατεβαίναμε να σταθεί εκεί να
κατεβούμε στη Ράχη Σαμαρίτη.
Και
μας είπαν στο χωριό του σκότωσαν όλους, του μιλήσαμαν να μας περιμένει εκεί να
κατεβούμε, και μας περίμεναν. Πήγαμε ανταμώσαμε στη Στρογγλή ήταν ο Χαρίλαος
Ι.Λιούρης...Ο Νικόλαος Δ.Ρούσκας τραυματισμένος στο λαιμό.Τους αφήσαμε εκεί και
οι άλλοι ήλθαμαν για το χωριό. Αφού μας είπαν όλα αυτά τα φοβερά και φρικτά
εγκλήματα πως συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο Μησοχώρι, έκαναν πλιάτσικο στα
σπίτια, ότι πράγμα της τσέπης τους άρεσκε τα έπαιρναν. Και από το μησοχώρι μετά
τους έπαιρναν ομαδικά δύο Γερμανοί έως 10 γυναικόπαιδα, τους βάζαν μέσα στα
σπίτια και τους καίγανε. Εκτέλεσαν και έξω από τα σπίτια περίπου 12
άτομα.
Στο
σπίτι του Ρούσκα ήταν δύο οικογένειες εκτελεσμένες η Ελένη Αθ.Μπαμπούσκα και το
παιδί της σκοτωμένο και το άλλο τραυματισμένο στη σπονδυλική στήλη- ήταν
ζωντανό και βύζαινε στη μάνα του σκοτωμένη 36 ώρες που ήρθαν και το πήραν. Ήρθε
ο Νικόλαος Γ. Μανδήλας και το πήγαν στο Νοσοκομείο στο Γρεβενήτη που είχαν οι
αντάρτες- και η Μαρία Γ. Λάππα με τα τρία παιδιά
της.
Στη
μάνδρα του Δημ. Παπά ήταν σκοτωμένος μεσ΄ τα πουρνάρια ο Σταύρος Γ.Ζώτος, είχε
τα λεπτά στην τσαντήλα και μετά από πολλές μέρες τον βρήκαν και του πήραν τα
λεφτά και μετά είπαν. Στον κήπο του Λάππα ήταν (σκοτωμένη) η Ελένη Γ. Γεράκου με
τα δύο της παιδιά. Στην αυλή του Τσερίκη ήταν(σκοτωμένη) η Αγγέλω η γιαγιά
Κώστα και Μήτσου Φούκα. Στην κουζίνα Θεοδώρου Λώλη ήταν σκοτωμένη η Λαμπρινή
χήρα Λιούρη, η κοπέλα μου αβάπτιστη τεσσάρων μηνών καμένη μαζί με την σαρμάνα, η
Αικατερίνη χήρα Λώλη και η Πανάγιω Κ. Λώλη κοπέλα 18 χρονών ήταν πίσω από την
πόρτα στη γωνία.
Άνοιγε
η πόρτα και τις έπιανε η πόρτα πίσω. Έμειναν εκεί 25 μέρες ώσπου μύρισαν και τις
βρήκαν και δεν μεταφέρονταν να τις θάψουν στο Νεκροταφείο και τις έθαψαν στην
κήπο εδά κει. Αφού μας είπαν αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα, τα χάσαμε, δεν ξέραμαν
που πάμε, δεν είχαμε αίμα ζεστό απάνω μας, κρυώσαμε, παγώσαμε, χτυπηθήκαμε,
κλάψαμε, θρηνήσαμε.
Η
ώρα δώδεκα το μεσημέρι αφήσαμε τα παιδιά μας υγιέστατα, τα σπίτια μας σπίτια
ωραία και να επιστρέψομε το βράδυ και μη βρούμε ούτε ανθρώπους ούτε σπίτια.
Ξεκινήσαμε από την Στρογγλή και κάναμε κάτω να έρθουμε για το χωριό και δεν
ξέραμε που πηγαίναμε. Αλλού θέλαμε να πάμε και αλλού
πηγαίναμε.
Ήρθαμαν
στον Ρεβέντη από πάνω και τι να δούμε και τι να ακούσουμε και αν και νύχτα ήταν
το χωριό φαινόταν παρανάλωμα του πυρός.
Μια
φωνή τραυλισμένη ακούσαμε μεγάλου ανθρώπου, κλάματα από μικρά παιδιά.
Φεγκοβολούσε όλος ο τόπος από τις φλόγες, από τις φωτιές έσκαγαν σφαίρες,
πόλεμος λες και γίνονταν. Τα σπίτια σωριάζονταν. Οι σάρκες των ανθρώπων, τα
σοδήματα που καίγονταν, δεν σε άφηνε η βαριά μυρουδιά μα μπεις μέσα στο χωριό.
Αλλά αφαιρεμένοι από το κακό και από τον πόνο δεν
καταλαβαίναμε.
Αν
ήταν άνθρωπος ξένος δεν έμπαινε μέσα στο χωριό από τη βαριά μυρουδιά που
καίγονταν οι ανθρώπινες σάρκες, από τα σοδήματα, από τις σφαίρες που σκάγανε και
από τις βροντές των σπιτιών που σωριάζονταν κάτω. Εμείς έξαλλοι όπως ήμασταν από
το κακό που μας βρήκε δεν αισθανόμασταν απολύτως τίποτα. Δεν ξέραμαν και αν
είχαν φύγει οι ούνοι ανθρωποφάγοι και λέγαμε τι τι θέλομε τη ζωή, ας μας
σκοτώσουν.
Εγώ
από του Ρεβέντη που ακούσαμε κλάματα μικρού παιδιού είδα και το σπίτι μου,
ακούω, είπα ότι η κοπέλα μου είναι, αλλά δυστυχώς δεν ήταν, βρήκα το σπίτι
άδειο. Κατεβήκαμε όλοι μαζί στο αλώνι μου και ακούμε την Ρήνα Γεράκου που φώναζε
Λευτέρη, Τούλα και πάλι φώναζε και έλεγε «αχ η μαύρη τον σκότωσαν τον κοσμάκη
μας» και και πάλι φώναζε. Ήταν στο Στρούνη για νερό και είχαν έρθει και οι
γυναίκες και αυτή μόνο φώναζε, οι άλλες δε μιλούσαν από το φόβο και από τον
πανικό.
Ανάψαμε
χόρτα ξερά με την αδελφή μου να βλέπουμε μήπως είναι πτώματα και πατήσομε, μήπως
είναι η κοπέλα. Δεν ήταν τίποτα ούτε η σαρμάτα με την κοπέλα ούτε πτώματα . Ήταν
το σπίτι άδειο και είχε πάρει φωτιά από τρεις μεριές από τα γειτονικά σπίτια.
Σε λίγα λεπτά της ώρας αν δεν είχα έρθει θα καίγονταν και αυτό. Είχε πάρει φωτιά
το παράθυρο στο Νοτιά ευτυχώς είχα τέσσερα φορτώματα κολοκύθια από το χωράφι από
το Στρούνι και έπεσε η φωτιά ψηλά στα κολοκύθια και άναψε το πάτωμα στα διάκενα
και όσο το πρόλαβα.
Άναψε
το παράθυρο από το απάνω σπίτι εκεί δεν ήταν επικίνδυνα να πάρει φωτιά γιατί το
δωμάτιο αυτό ήταν πεσμένο.
Πήρε
από το πίσω μέρος από του Γκούτση. Το έσβησα το σπίτι τα παιδιά δεν τα βρήκα. Η
γελάδα μούγκριζε στην πόρτα, της είχαν πάρει τη μοσχίδα οι ανθρωποφάγοι. Άργησε
να έρθει από τις βοσκές η γελάδα, είχαν φύγει οι ούνοι και γλίτωσε και την
βρήκα. Μάσαμαν λίγα πράγματα που ήταν στο απάνω σπίτι, τα πολλά πράγματα κάηκαν
στην κοζίνα.Πήραμαν μια καρπέτα με την αδελφή μου και λίγο ψωμί και τη γελάδα με
το σχοινί τραβώντας και φύγαμε προς τα απάνω. Στην Κερασιά είχαν περάσει και οι
γυναίκες που ήταν για νερό στο Στρούνη. Πήγαμε και μεις, ανταμώσαμε, θρήνους
κλάματα απαρηγόρητα.
Όταν
έφυγαν οι Γερμανοί από τα χωριά Λιγκιάδες και Στρούνη έφυγαν και οι γυναίκες
ήρθαν για απάνω αφού γλίτωσαν και αυτές εκεί κάτω. Είχαν βλέψεις οι Γερμανοί να
το κάψουν και το Στρούνη, όπως μας είπαν οι γυναίκες έβγαζαν τα εισοδήματα έξω
να τα φορτώσουν γιατί πήγαινε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι και δεν θα καιγαν
από τρόφιμα στο Στρούνη θα τα έπαιρναν όλα.
Τις
δικές μας γυναίκες τις πήραν από την αυλή του Κώστα Παντελή Κολόκα και τις πήγαν
στο σπίτι του Αποστ. Ευαγγελογιώργου τις έβαζαν μέσα, τις έβγαζαν έξω με
κλωτσιές και με κοντακιές. Του Θωμά Κολόκα πήγε ένας Γερμανός-ως φαίνεται για
πλιάτσικο- θα κανε και δεν θα τον άφηνε η γυναίκα , την σκότωσε με τα δύο της
παιδιά και έβαλε φωτιά και τους έκαψε άνευ διαταγής. Διαταγή περίμεναν από λεπτό
σε λεπτό να εκτελέσουν και να βάλουν φωτιά.
Αλλά
ο Ερυθρός Σταυρός και οι αρχές των Ιωαννίνων μόλις είδαν το χωριό Λιγκιάδες που
καιγόταν πήγαν και επέμεναν στις αρχές τις Γερμανικές και στείλανε ένα στρατιώτη
Γερμανό με μοτοσικλέτα και από δευτερόλεπτα γλίτωσαν οι γυναίκες μας και το
Στρούνη. Τα ζώα όλα με τα φορτώματα των γυναικών τα πήραν. Μόλις τις άφησαν
ελεύθερες έφυγαν και ήρθαν απάνω στο χωριό και ανταμώσαμε ανυπολόγιστα, ούτε
αυτές ήξεραν αν ζούμε εμείς ούτε εμείς αν ζουν
αυτές.
Όλη
τη νύχτα ξεκινήσαμαν και φύγαμαν απάνω κατά το βουνό αφήνοντας τα παιδάκια μας,
τους ανθρώπους μας πίσω σκοτωμένους να ψήνονται μέσα στα ερειπωμένα σπίτια και
άλλοι βαριά τραυματισμένοι-όπως μας είπαν οι γυναίκες-στο σπίτι του Ρούσκα έξω
ήταν ο Στάθης Γεωργ. Λάππα βαριά τραυματισμένο 8 ετών και ο μικρός Παναγιώτης
Αθαν. Μπαμπούσκας σχισμένος σε όλη τη σπονδυλική στήλη με το ξίφος. Στην
Τσοκνίδα ξημερώσαμαν θρηνώντας και κλαίγοντας.
Το
πρωί τις γυναίκες τις στείλαμε κάτω στις Καρυές «Μουγκλούς». Και εμείς οι άνδρες
καθίσαμε στο βουνό, πήγαμε στη κορυφή στην Μπόλκο, στην πυραμίδα και αγναντίβαμε
κάτω προς το χωριό μην ιδούμε καμιά κίνηση από αυτούς τους ανθρωποφάγους γιατί
το βράδυ θα κατεβαίναμε στο χωριό. Μας φαίνονταν ότι κάποιον θα βρούμε, κάποιον
θα δούμε.
Το
απόγευμα είδαμε δύο ανθρώπους που έρχονταν από το χωριό απάνω, κατεβήκαμε στην
Τσοκνίδα του περιμέναμε. Ήταν ο Νικόλαος Γεωργ. Μαντήλας που είχε τον Παναγιώτη
Μπαμπούσκα γκούσια. Ο άλλος Θεόδωρος Δημ. Λώλης το βρήκαν το παιδάκι βύζαινε στη
σκοτωμένη μάνα του 36 ώρες και ήταν δύο ετών.
Το
βράδυ καμιά ώρα μέρα από μέρη που δεν φαινόμασταν από τα Γιάννενα δια να μας
βάλουν ήρθαμαν στο χωριό. Μας φαινόνταν πως θα βρούμε τους ανθρώπους ζωντανούς.
Βρήκαμαν τη Λαμπρινή Λιούρη και την κοπέλα μου σκοτωμένες και καμένες στο
μαγιριό ψηλά στο αξεφύληγο αραποσίτι του μπάρμπα μου Θοδωρή Λώλη. Την άλλη μέρα
ήρθαν δύο τσοπαναραίοι να πάρουν λίγο νερό, ψωμί ότι να εύρεσκαν να βάλουν στο
στόμα τους, τους βαλαν από το νησί με τα
μυδράλια.
Και
έτσι δεν έρχονταν ξανά μέρα άνθρωποι στο χωριό. Νύχτα σε νύχτα έρχονταν και
έθαφταν τους σκοτωμένους που ήταν έξω από τα σπίτια και συμμάζευαν ότι είχε
μείνει από την καταστροφή.
Οι
Ναζί ακόμα το μάτι στο χωριό το είχαν. Την Τρίτη Κυριακή και την Πέμπτη Κυριακή
το βράδυ μετά το κάψιμο, έβαλαν με το πυροβολικό στα σπίτια που είχαν μείνει
άκαιγα, τα τρύπησαν τα τοιχάρια με τα βλήματα αλλά ευτυχώς δεν ήταν άλλα
θύματα.
Την
πρώτη Σεπτεμβρίου 1944 χτυπούν από το Τζαμί του Κάστρου με τα βαριά μυδράλια και
ανάψαν και κάηκαν τα μανδριά του Αθανασ. Μπαμπούσκα. Την ίδια μέρα ρίχτουν στα
βλάχικα κονάκια που ήταν στη θέση «Γιάνο» και σκότωσαν μια βλάχα, τη γυναίκα του
Στάθη Μάστουρα. Τη φέραν νύχτα και τη θάψαν στο
χωριό.
Απόσπασμα-Μεταφορά από το χειρόγραφο
κείμενο-μαρτυρία
του
Χρήστου Αναστ. Λώλη «Βίος ατομικός και ιστορία του χωριού Λιγκιάδων», Εισαγωγή
-Επιμέλεια Βασίλης Νιτσιάκος
Έκδοση
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Γιάννινα
1999.
Ο μοναδικός επιζών κ. Παναγιώτης Μπαμπούσκας
θυμάται. Ολοκαύτωμα Λιγκιάδων. «Εψαχνα να θηλάσω ανάμεσα στους
εκτελεσμένους»
Επάνω, οι Λιγκιάδες μετά την καταστροφή
(γερμανικά αρχεία). Στο βάθος η λίμνη και η πόλη των Ιωαννίνων. Επάνω δεξιά, ο
Παναγιώτης Μπαμπούσκας λαμπαδηφόρος στις περυσινές τελετές μνήμης. Δεξιά,
απόσπασμα από τη μηνιαία αναφορά της 1ης Ορεινής Μεραρχίας προς το Γενικό
Επιτελείο της Βέρμαχτ, όπου γίνεται αναφορά για την «αντιανταρτική επιχείρηση»
στους Λιγκιάδες (γερμανικά αρχεία).
Στα πόδια του άργησε
να σταθεί και να περπατήσει. Κλείνοντας τα τέσσερά του χρόνια έκανε τα πρώτα του
βήματα. Οσοι συγγενείς είχαν απομείνει έλεγαν ότι έφταιγε το κακό. Μωρό πράμα,
έμεινε μία ολόκληρη μέρα και νύχτα μέσα στο αίμα των εκτελεσμένων να ψάχνει να
θηλάσει από το παγωμένο στήθος της νεκρής μάνας του. Εφταιγε, ίσως, και το
τραύμα από την ξιφολόγχη που είχε διαπεράσει την πλάτη του, σχεδόν φθάνοντας στη
σπονδυλική στήλη. Παρ΄ όλα αυτά, επέζησε. Σήμερα θα είναι στο επίκεντρο των
τιμητικών εκδηλώσεων.
«Ολο το χωριό με προσέχει σαν να
είμαι γυάλινος. Λες και φοβούνται ότι θα σπάσω σε κομμάτια. Με
φροντίζουν,με προσέχουν,με χαιρετούν πρόσχαρα μικροί και μεγάλοι»
λέει με καμάρι, αλλά και κάποια θλίψη. Ο κ. Παναγιώτης Μπαμπούσκας
δεν έχει καθαρές μνήμες από το ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων, στα Ιωάννινα. Ηταν
μερικών μηνών βρέφος, όταν η φάλαγγα των μηχανοκίνητων γερμανικών διμοιριών
χτύπησε το χωριό σε αντίποινα για τη δράση των αντάρτικων σωμάτων. Ηταν 3
Οκτωβρίου 1943, ημέρα Κυριακή, όπως συμπίπτει εφέτος η μαύρη επέτειος.
Οι Γερμανοί κατέκαψαν τα λιγοστά σπίτια, τα υποστατικά και τις αποθήκες, άλλους έστησαν στο πλάτωμα, με την εκπληκτική θέα στον κάμπο και στη λίμνη των Ιωαννίνων, άλλους τους εκτέλεσαν μπροστά στα ανώφλια των σπιτιών ή μέσα στις κάμαρες και στα κατώγια. Από τους 96 που μέτρησαν με σπουδή οι κατακτητές γλίτωσαν τον θάνατο μόνο τέσσερις. Το βρέφος, μια νεαρή γυναίκα, που τα κορμιά των συγχωριανών της την κάλυψαν πέφτοντας την ώρα του πολυβολισμού, και δύο 24χρονοι άνδρες που οι σφαίρες τούς τραυμάτισαν επιπόλαια. Εξήντα επτά χρόνια μετά ο κ. Μπαμπούσκας είναι ο μόνος εν ζωή. Το μακελειό το γνωρίζει μόνο από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων, που «ευτυχώς για εκείνους και εμένα, που με έβγαλαν από τα αίματα και το φονικό,είχαν φύγει μερικές μέρες νωρίτερα για τη συγκομιδή των καρυδιών στις Καρυές». Αλλά και αυτοί δεν ήταν πολλοί. Μερικές ντουζίνες άνθρωποι, κυρίως μεσήλικοι και νεαροί άνδρες που βρήκαν επιστρέφοντας τις γυναίκες, τα παιδιά, τους γεροντότερους σε λίμνες αίματος.
Ο πατέρας του κ. Μπαμπούσκα δεν συνήλθε ποτέ από το σοκ.
«Πέθανε από τη στενοχώρια του δύο χρόνια μετά». Το ορφανό
παιδί ακολούθησε τη μοίρα των άλλων, ξεκληρισμένων οικογενειών. Πρώτα, εσωτερική
μετανάστευση, στα Ιωάννινα, στο Νησί, στις Καρυές, δουλεύοντας τσοπανάκος στα
κοπάδια των αιγοπροβάτων και των αγελάδων. Αργότερα, μετά το στρατιωτικό, στην
Αθήνα, εργάτης κοντά τριάντα χρόνια στη Χαλυβουργική. Παντρεύτηκε, έκανε
οικογένεια, γύρισε στο χωριό που ακόμη επούλωνε τις πληγές του. «Μέχρι
πρόσφατα υπήρχαν καλύβες και πέτρινα εγκαταλειμμένα, με τα σημάδια
από τη φωτιά και τη λεηλασία ακόμη ορατά. Γύρισαν πολλοί σιγά σιγά
στον τόπο μας, το χωριό ξαναζωντάνεψε,άνοιξαν νέα νοικοκυριά,
φτιάχτηκαν και τα κατεστραμμένα» .
Το 2007 ο κ. Μπαμπούσκας ταξίδεψε
μαζί με άλλους επιζήσαντες στη Γερμανία, προσκεκλημένος του Πανεπιστημίου του
Μονάχου σε ένα συνέδριο για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα. «Ερχονταν
νέοι άνθρωποι, φοιτητές, μας αγκάλιαζαν, κάποιοι έκλαιγαν.Οταν
πήραμε τον λόγο και μιλήσαμε για τους Λιγκιάδες, εγώ και ένας
ακόμη συντοπίτης,μας χειροκροτούσαν για ώρα πολλή». Δεν συμπάθησε
τους βετεράνους του πολέμου ή τους συγγενείς τους. «Ηταν
ψυχροί,απόμακροι.Στον κύκλο ομιλητών που ανήκαν βετεράνοι των
κατοχικών στρατευμάτων όλοι καμώνονταν ότι δεν γνώριζαν, δεν είχαν
ακούσει,βρίσκονταν μακριά από όλες τις σφαγές ή τις
λεηλασίες». Ο δήμαρχος της πόλης Μίτενβαλντ Χέρμαν Ζάλμινγκερ,
γιος του αντισυνταγματάρχη Καταδρομών Γιόζεφ Ζάλμινγκερ , η εκτέλεση του
οποίου από αντάρτες του ΕΔΕΣ θεωρείται η αφορμή για τα αντίποινα στους
Λιγκιάδες, αρνήθηκε να δεχτεί την ελληνική αντιπροσωπεία. «Απάντησε ξερά και
απότομα στους καθηγητές και στους φοιτητές που είχαν την ιδέα
αυτής της συνάντησης ότι δεν δέχεται Ελληνες» εξηγεί ο κ.
Μπαμπούσκας. Το χωριό τιμά την επέτειο, μεταξύ άλλων, με λαμπαδηφορία από την
εκκλησία στο πλάτωμα όπου έχει ανεγερθεί το μνημείο του ολοκαυτώματος. Τα μάτια
των χωριανών, των παιδιών, των επισκεπτών θα είναι στραμμένα στον πρώτο
λαμπαδηφόρο, τον επιζώντα κ. Μπαμπούσκα. Και όχι επειδή «με
αντιμετωπίζουν σαν γυάλινο». Αλλά είναι η ζωντανή μνήμη ενός
ολόκληρου τόπου και μιας αιματοβαμμένης εποχής.
«ΕΚΔΙΚΗΘΕΙΤΕ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΣΕ ΑΚΤΙΝΑ 20 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΩΝ»
Τα ξημερώματα της 1ης Οκτωβρίου 1943 το αντάρτικο σώμα του
ΕΔΕΣ,με διοικητή τον Κώτσο Τόλη,στήνει οδοφράγματα στον δρόμο Ιωαννίνων-
Πρέβεζας στην Κλεισούρα όταν το στρατιωτικό όχημα που επιβαίνει ο
αντισυνταγματάρχης της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Γιόζεφ Ζάλμινγκερ πέφτει πάνω στους
στύλους και ανατρέπεται. Οι αντάρτες εκτελούν τον Ζάλμινγκερ και τον υπασπιστή
του, αγνοώντας την ταυτότητα του θύματος,πέραν του βαθμού του.Ο Ζάλμινγκερ είναι
ένας πολλάκις παρασημοφορημένος αξιωματικός του Ανατολικού Μετώπου αλλά και ένας
φανατικός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος,ένας «παλιός αγωνιστής», στη γλώσσα
των ναζιστών, και συνοδοιπόρος του Αδόλφου Χίτλερ,ήδη από την εποχή του
«πραξικοπήματος της μπιραρίας» στο Μόναχο.
Οταν η είδηση φτάνει στα
Ιωάννινα,ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της πόλης και της Μεραρχίας Χούμπερτ
Λανς εκδίδει μια λιτή διαταγή: «Εκδικηθείτε την ειδεχθή δολοφονία με μια
αμείλικτη επιχείρηση αντεκδίκησης σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από το σημείο τέλεσής
της». Στην πραγματικότητα έχει ανασύρει από τα συρτάρια το σχέδιο αντιανταρτικών
επιχειρήσεων «Πάνθηρ»,που έχει εκπονηθεί αρκετές εβδομάδες νωρίτερα.
Την
επιχείρηση κατά των Λιγκιάδων αναλαμβάνει το 79ο Εφεδρικό Τάγμα,με
διοικητή,σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις,τον λοχαγό Αλφρεντ Σρέπελ.Το γενικό
πρόσταγμα ανήκει στον συνταγματάρχη Βάλτερ Στέτνερ.Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου
ξεκινά με καταιγισμό πυρών πυροβολικού και όλμων,που προετοιμάζουν την άνοδο των
καμιονιών,αργά το μεσημέρι,αλλά ελάχιστα πλήττουν το χωριό.Οταν οι Γερμανοί
αποχωρούν ο απολογισμός είναι φρικτός: 92 νεκροί, μεταξύ των οποίων 34 παιδιά
ηλικίας 6 μηνών ως 11 ετών,37,κυρίως,γυναίκες,30 έως 64 ετών, και 11 άνω των 70
ετών.Πλήρως κατεστραμμένα από τις φωτιές 43 σπίτια και 57 υποστατικά, στάβλοι
και καλύβες.Στα μεταπολεμικά χρόνια κανένας από τους υπαιτίους του εγκλήματος
δεν παραπέμφθηκε σε δίκη και δεν τιμωρήθηκε.Στη μηνιαία αναφορά της Μεραρχίας
προς το Γενικό Επιτελείο της Βέρμαχτ η επιχείρηση περιγράφεται ως εξής: «Από το
χωριό Λιγκιάδες και τα υψόμετρα 1015 και 1277 ασθενής αντίσταση του εχθρού.50
(!) πολίτες εξοντώθηκαν. Οι Λιγκιάδες αποτεφρώθηκαν.Λάφυρα,20 μουλάρια».
Ευχαριστίες: Στον ιστορικό Κριστόφ ΣμινκΓκουστάβους για την παραχώρηση
πολύτιμου φωτογραφικού υλικού,από το υπό έκδοση,στα ελληνικά,βιβλίο «Μνήμες
Κατοχής ΙΙΙ: Οι Λιγκιάδες στις φλόγες»,εκδόσεις Ισνάφι.Στον εκδότη κ.Πάνο
Βαδαλούκα.Στον πρόεδρο του τοπικού συμβουλίου κ.Χρήστο Κατσαρό.
Γράμμα
από τους Λιγκιάδες. Του Αριστομένη Συγγελάκη
Η δυναμική και ολοκληρωμένη παρουσία της
αντιπροσωπείας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς
την Ελλάδα, των Ενώσεων Θυμάτων Καλαβρύτων και Βιάννου και συναγωνιστών από
μαρτυρικά χωριά στην Ήπειρο, κατά την επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου κ. Γιόαχιμ
Γκάουκ στο μαρτυρικό χωριό Λυγκιάδες Ιωαννίνων, όπου για πρώτη φορά από επίσημα
γερμανικά χείλη διατυπώθηκε ευθέως «συγνώμη» για τα εγκλήματα που έκαναν οι
Γερμανοί στην Ελλάδα, υπενθύμισε στην Ελλάδα, τη Γερμανία και τη διεθνή
κοινότητα ότι 70 χρόνια μετά την τραγωδία της Κατοχής, η Γερμανία συνεχίζει να
μην εκπληρώνει τις απαράγραπτες υποχρεώσεις της.
Στην αντιπροσωπεία συμμετείχαν οι εξής: από το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης οι Δημήτρης Χαντζαρόπουλος, Αριστομένης Ι. Συγγελάκης, και Μανώλης Μηλιαράκης, οι Πρόεδροι των Ενώσεων Θυμάτων Καλαβρύτων και Βιάννου Χαρίλαος Ερμείδης και Αριστομένης Α. Συγγελάκης, συναγωνιστές Ηλίας Λάμπρης και Δημήτρης Βλαχοπάνος (Κομμένο), Παναγιώτης Παππάς (Μουσιωτίτσα), Λουκάς Δημάκας (Δίστομο), Φώτης Σωμαράκης (Άρβη Βιάννου), καθώς και ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας, επιζών της σφαγής στους Λυγκιάδες.
Με
κάθε δυνατό τρόπο κάναμε αισθητή την παρουσία μας: σηκώσαμε πανώ με το σύνθημα
«Δικαιοσύνη και Αποζημίωση!» ως απάντηση στη συγγνώμη του, φωνάξαμε για αρκετά
λεπτά «Δι-και-ο-σύ-νη! Δι-καιο-σύ-νη!» συγκεντρώνοντας πάνω μας τις κάμερες
δεκάδων φωτορεπόρτερς και εικονοληπτών από την Ελλάδα, την Γερμανία και διεθνή
πρακτορεία, μοιράσαμε την επίκαιρη ανακοίνωση του Εθνικού Συμβουλίου
Διεκδίκησης, ενημερώσαμε τους πολίτες και την κοινή γνώμη. Και θέσαμε ευθέως το
ζήτημα στον ίδιο τον κ Γκάουκ, όταν μας δέχθηκε, εκτός προγράμματος, στο μικρό
χώρο του Μουσείου Θυμάτων του Ολοκαυτώματος των Λυγκιάδων.
Μεταφέρω εδώ, με
δυο λόγια, τα όσα είπαμε στον γερμανό Πρόεδρο: του επισημάναμε ότι είναι
σημαντική πράξη η ξεκάθαρη συγγνώμη, την οποία περιμέναμε για δεκαετίες, αλλά
δεν αρκεί. Θα θέλαμε να είναι το πρώτο βήμα για την έμπρακτη δικαίωση της θυσίας
του ελληνικού λαού. Οι δύο χώρες οφείλουν να προσέλθουν στο τραπέζι της
διαπραγμάτευσης για το σύνολο των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και σε
πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης είμαστε βέβαιοι ότι θα βρουν από κοινού
την καλύτερη δυνατή, αμοιβαία αποδεκτή, λύση βάζοντας ισχυρή παρακαταθήκη για
ένα ειρηνικό μέλλον. Ελπίζουμε, συνεχίσαμε, ότι η επόμενη επίσκεψή του θα
επισφραγίσει μία αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, που είναι τόσο αναγκαία για να
προχωρήσουμε μπροστά. Τον ενημερώσαμε επίσης ότι Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου
είναι ο Μανώλης Γλέζος (και απάντησε άμεσα και ζεστά ότι τον συνάντησε την
προηγούμενη μέρα) και του επιδώσαμε το ψήφισμα του Εθνικού Συμβουλίου
Διεκδίκησης, τη «Μαύρη Βίβλο της Κατοχής», έκδοση του Εθνικού Συμβουλίου στα
ελληνικά και τα γερμανικά και την Έκθεση του ελληνικού κράτους του 1946
(επιμέλεια του Κωνσταντίνου Δοξιάδη) «Αι θυσίαι της Ελλάδος στον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο». Έδειξε εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι η (συνολική)
αντιπροσωπεία μας εκπροσωπούσε τόσα πολλά Ολοκαυτώματα απ' όλη την Ελλάδα. Μας
ευχαρίστησε θερμά για το γεγονός ότι κάναμε τόσο δρόμο να τον βρούμε και μας
ζήτησε, από την αρχή, να βγάλουμε φωτογραφία μαζί του και με τον κ. Παπούλια.
Δεσμεύθηκε ότι θα μεταφέρει στη χώρα του όλα όσα έζησε και όσα του είπαμε και
του επιδώσαμε και δεν πρόκειται να τα ξεχάσει ποτέ. Ευχαρίστησε ιδιαιτέρως τον
Κάρολο Παπούλια για την εμπειρία αυτή. Μας είπε όμως ότι η ιδιότητά του δεν του
επιτρέπει να πάρει μία διαφορετική θέση από την κυβέρνησή του στο θέμα των
επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Ωστόσο, ως Πρόεδρος ενός Συλλόγου υπέρ της
Δημοκρατίας και κατά της Λήθης κάνει ό,τι μπορεί για να μην ξεχαστούν τα
εγκλήματα του ναζισμού.
Δεν μπορεί, επίσης, να περάσει απαρατήρητο ότι κατά
την ομιλία του ευχαρίστησε δημοσίως τον σπουδαίο φιλέλληνα και υποστηρικτή του
αγώνα μας, Καθηγητή της Ιστορίας του Δικαίου Κριστόφ Σμινκ-Γουστάβους για την
τεκμηρίωση και ανάδειξη του εγκλήματος στους Λυγκιάδες, τον άνθρωπο που μέχρι
πριν λίγο καιρό δεν μπορούσε να βρει εκδοτικό οίκο στη Γερμανία για το σπουδαίο
βιβλίο του. Σημεία των καιρών! Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οφείλουμε να είμαστε
επιφυλακτικοί μέχρι να δούμε τη συνέχεια...
Αναμφισβήτητα, η συγγνώμη του
Προέδρου της Ο.Δ. της Γερμανίας είναι σημαντική εξέλιξη, καθώς η ξεκάθαρη
έκφραση μεταμέλειας ακούγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ωστόσο, δεν υπάρχει
αμφιβολία, ότι για να λάβει το πλήρες της νόημα, για να αποδειχθεί
ειλικρινής, απαιτούνται πράξεις! Πράξεις δικαιοσύνης, έμπρακτης
ανάληψης της ευθύνης και αποκατάστασης συνολικά όλων των γερμανικών
εγκλημάτων και οφειλών της περιόδου 1941-1944! Διαφορετικά θα πρόκειται για ένα
«πουκάμισο αδειανό», μία ακόμη θεαματική, χωρίς αντίκρυσμα,
κίνηση, στο πλαίσιο της «διπλωματίας του πένθους και της
συγγνώμης» του γερμανικού κράτους, που στόχο έχει μόνο τον εξωραϊσμό
της εικόνας της Γερμανίας και τον κατευνασμό του αντιγερμανικού μένους που
κυριαρχεί στην Ελλάδα και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σε κάθε περίπτωση
όμως, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τους
υπολογισμούς της Γερμανίας, πριν την επίσκεψη του κ. Γ. Γκάουκ στην Ελλάδα, το
αποτέλεσμα είναι διαφορετικό από αυτό που προσδοκούσε η γερμανική κυβέρνηση:
το ζήτημα της διεκδίκησης βρίσκεται πλέον στο ζενίθ! Ο
ελληνικός λαός κρίνει τη συγγνώμη ευπρόσδεκτη και αναγκαία αλλά όχι ικανή για να
αποδώσει δικαιοσύνη, αν δεν συνοδευτεί από την καταβολή των γερμανικών οφειλών,
ενώ και μέσα στη Γερμανία διαφαίνονται πλέον ρωγμές στο τείχος
της αδιαλλαξίας και της επιλεκτικής εις βάρος της Ελλάδας στάσης. Είναι
χαρακτηριστικό το δημοσίευμα της Sueddeutsche Zeitung, που αναφέρει ότι η
γερμανική κυβέρνηση θεωρεί το ζήτημα λήξαν, προσθέτοντας ωστόσο, σε σχέση με τον
κ. Γκάουκ, ότι «κάποια πράγματα στη στάση του αφήνουν να εννοηθεί ότι στο
θέμα «επανορθώσεις για τους Έλληνες» θέλει τουλάχιστον να προκαλέσει
κάποιες σκέψεις στη Γερμανία»... Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο, ότι δεχθήκαμε
καταιγισμό μηνυμάτων χαράς κι αισιοδοξίας από τους Γερμανούς φίλους και
συναγωνιστές μας, οι οποίοι είδαν την εικόνα και πληροφορήθηκαν άμεσα από τον
Spiegel, τις γερμανικές εφημερίδες και τηλεοράσεις την, ιδιαίτερης συμβολικής
και πολιτικής σημασίας, ενέργειά μας να ανοίξουμε πανώ με το σύνθημα «Δικαιοσύνη
και Αποζημίωση!».
Ο Γερμανός Πρόεδρος μαζί με τη συγγνώμη που διατύπωσε
αναγνώρισε και το «ηθικό χρέος» της Γερμανίας, διαχωρίζοντάς το ωστόσο από την
δίκαιη και τεκμηριωμένη αξίωσή μας για αποζημιώσεις. Όμως, πόσο
ειλικρινής είναι η μεταμέλεια του θύτη όταν δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του
εμπράκτως; Πόσο έντιμη είναι η προεδρική «συγγνώμη» όταν η
γερμανική κυβέρνηση εξακολουθεί συστηματικά να αρνείται να αναλάβει, επί της
ουσίας, την ευθύνη της για τα εγκλήματα του Γ' Ράιχ στην Ελλάδα; Πώς,
αλήθεια, θα υπερισχύσει το δίκαιο όταν τα θύματα των Λυγκιάδων,
της Βιάννου, των Καλαβρύτων, του Διστόμου, του Χορτιάτη, του Κομμένου, των
Κερδυλλίων, της Δράκειας, της Υπάτης, των Ανωγείων, της Καντάνου, του Σοκαρά,
της Δαμάστας, των χωριών του Κέντρους και του Αμαρίου και των άλλων
Ολοκαυτωμάτων στην Ελλάδα δεν έχουν αποζημιωθεί; Όταν
το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο και οι κλαπέντες πολιτιστικοί θησαυροί
δεν έχουν επιστραφεί και η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν έχει λάβει
επανορθώσεις;
Κάνουμε σαφές σε όλους: η λύτρωση της Γερμανίας από τη
μέγγενη του «ηθικού χρέους» της απαιτεί θαρραλέες και ουσιαστικές πράξεις από
την ίδια! Πράξεις «Δικαιοσύνης και Αποζημίωσης!». Η λύτρωση της
Ελλάδας από την τραγωδία της Κατοχής και τις συνέπειές της, που οδήγησαν στο
σημερινό δράμα που βιώνει ο ελληνικός λαός, απαιτεί δυναμική, μεθοδική και
αποτελεσματική διεκδίκηση. Οι απόγονοι των θυμάτων, το Εθνικό Συμβούλιο
Διεκδίκησης και ο ελληνικός λαός στο σύνολό του θα στηρίξουμε την εθνική
προσπάθεια διεκδίκησης αλλά και θα είμαστε αυστηροί κριτές οποιασδήποτε
παλινωδίας ή ανεύθυνης στάσης.
Συνεχίζουμε λοιπόν
να αγωνιζόμαστε όλοι οι Έλληνες, με το Εθνικό Συμβούλιο των Οφειλών και τον
Μανώλη Γλέζο να συντονίζουν και βηματοδοτούν τον εθνικό και δημοκρατικό μας
αγώνα, σε αγαστή συνεργασία και με την καθοριστική συμβολή των Ενώσεων Θυμάτων,
του Δικτύου Μαρτυρικών Δήμων, της Πανελλήνιας Ένωσης Δικηγόρων για τις
Γερμανικές Αποζημιώσεις, όλων των δημοκρατικών φορέων και των δημοκρατών σε όλη
την Ελλάδα αλλά και πέραν αυτής. Με δύναμη, ενότητα και
ομοψυχία! Έναν αγώνα που πρέπει να γίνει υπόθεση ολόκληρου του
Ελληνικού Λαού, μέχρι τη δικαίωση!
Αγωνιζόμαστε κι αισιοδοξούμε! Μέχρι τη
νίκη!
* Ο Αριστομένης Ι. Συγγελάκης είναι
μέλος της Σ.Ε. του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς
την Ελλάδα και μέλος οικογένειας με μεγάλο αριθμό θυμάτων στο Ολοκαύτωμα της
Βιάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου