Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Δέκα πρόσφυγες γράφουν Ολυμπιακή ιστορία


Ο θεσμός των ανεξάρτητων συμμετεχόντων εφαρμόστηκε -για πρώτη φορά μετά τους πρώτους σύγχρονους Αγώνες του 1896

Στις τελετές έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, οι αθλητές της οικοδέσποινας χώρας παρελαύνουν πάντοτε εκτός αλφαβητικής σειράς. Τελευταίοι. Οχι από ευγένεια προς τους φιλοξενούμενους, αλλά για να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, αφού -κατά το Πρωτόκολλο- πρώτη στο στάδιο εισέρχεται η Ελλάδα.
Αυτή τη φορά όμως, στο «Μαρακανά» του Ρίο ντε Τζανέιρο, θα είναι οι προ-τελευταίοι εκείνοι που θα κλέψουν την παγκόσμια παράσταση. Δέκα αθλητές και αθλήτριες χωρίς πατρίδα, σημαία και εθνικό ύμνο. Η ομάδα των προσφύγων. Θα εκπροσωπήσουν -για πρώτη φορά στα χρονικά των Αγώνων- τους 65,3 εκατομμύρια ανθρώπους που ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υπολογίζει (με στοιχεία του 2015) οτι ζουν εκτοπισμένοι από τα σπίτια τους. Αν ήταν χώρα, θα είχε τον 21ο μεγαλύτερο πληθυσμό – περίπου ίσο με εκείνον του Ηνωμένου Βασιλείου (65.210.998).
Πάνω απ’ όλα, αυτοί οι ορφανοί του κόσμου αντιπροσωπεύουν την προσπάθεια. Την ελπίδα. Το πιο «τρελό» όνειρο που μπορεί να βγει αληθινό. Οι ιστορίες τους διαφέρουν: στην αφετηρία, στον τρόπο διαφυγής από τον θάνατο, στον προορισμό. Αλλοι χρειάστηκε να διανύσουν χιλιάδες χιλιόμετρα, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Αλλοι πάλεψαν με τα κύματα της Μεσογείου. Δυο απ’ αυτούς -οι πιο τυχεροί- ταξίδεψαν στη Βραζιλία για να αγωνιστούν, και κατάφεραν να μην επιστρέψουν στην κολασμένη πατρίδα τους. Κοινός παρονομαστής
όλων, είναι οτι κατάφεραν να αποδράσουν από τους εφιάλτες τους, αναζητώντας ένα καλύτερο «αύριο». Που μπορεί να ξημερώσει στο Ρίο.

2016-08-01T204642Z_1601216729_RIOEC811LP189_RTRMADP_3_OLYMPICS-RIO

Ο Γιετς Πουρ Μπίελ από το Νότιο Σουδάν. Μέλος της ομάδας των προσφύγων

Πρόκειται για έξι άνδρες και τέσσερις γυναίκες, που επιλέχθηκαν -με αγωνιστικά κριτήρια- μεταξύ 43 αθλητών και αθλητριών υψηλού επιπέδου. Προέρχονται από τη Συρία, την Αιθιοπία, το Νότιο Σουδάν, το Ιράν και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Τα αθλήματα στα οποία θα συμμετάσχουν, είναι η κολύμβηση, ο στίβος και το τζούντο.
Γνωστότερα μέλη της ομάδας των προσφύγων είναι δυο τζουντόκες που, για καλή τους τύχη, βρήκαν άσυλο στη Βραζιλία το 2013. Ο Πόπολε Μισένγκα και η Γιολάντε Μπουκάσα Μαμπίκα αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου στη χώρα τους, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Εφτασαν στο Ρίο για να εκπροσωπήσουν τη χώρα τους στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Τζούντο, και αποφάσισαν να κάνουν το «άλμα στο κενό». Χωρίς να γνωρίζουν τους νόμους για τη χορήγηση ασύλου στη Βραζιλία, αρνήθηκαν να επιστρέψουν. Αυτό που ήξεραν καλά, ήταν ότι δεν μπορούσαν άλλο να ανέχονται τους ομοσπονδιακούς τεχνικούς του Κονγκό, οι οποίοι -για τιμωρία, όταν έχαναν κάποιον αγώνα προπόνησης- τους κλείδωναν στα δωμάτιά τους χωρίς φαγητό.

2016-07-29T002445Z_1077579972_S1BETSGRERAA_RTRMADP_3_OLYMPICS-RIO-JUDO

Οι δύο τζουντόκες 

Ο Πόπολε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του, όταν η μητέρα του σκοτώθηκε και ο αδερφός του εξαφανίστηκε σε ένα από τα καθημερινά περιστατικά ένοπλης βίας που σπέρνει τον θάνατο ακόμη και στην Κινσάσα (την πρωτεύουσα), από τότε που ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στο πρώην Ζαΐρ. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, περισσότεροι από 5,4 εκατ. άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ περίπου 2,7 εκατομμύρια έχουν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους.
«Βίωσα πολύ πόλεμο, πολύ θάνατο. Δεν μπορούσα άλλο, να ζω μέσα σε αυτή την τρέλα», έλεγε με δάκρυα στα μάτια, σε πρόσφατη συνέντευξή του στους New York Times. Τα ίδια ισχύουν και για την Γιολάντε: «Το τζούντο είναι η ζωή μου. Με βοήθησε να ξεφύγω από τον πόλεμο, να ακολουθήσω έναν άλλο δρόμο. Η επιβίωση σε μια ξένη χώρα είναι πολύ δύσκολη, όμως ήδη έχω κλάψει πολύ. Φτάνει, πια. Δεν μπορώ να πολεμήσω, όμως θα αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες για όλους τους πρόσφυγες του κόσμου». Η Γιολάντε έχει και μια κρυφή ελπίδα: οτι μέσω της συμμετοχής της, θα καταφέρει να επανασυνδεθεί με την οικογένειά της.
Οι Βραζιλιάνοι τους καλοδέχτηκαν, όπως και τους υπόλοιπους 8.500 πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στη χώρα. Αυτά τα τρία χρόνια έκαναν προπονήσεις με την ομάδα τζούντο της Βραζιλίας, αν και -στην αρχή- παραλίγο να τους διώξουν, εξαιτίας μιας παρεξήγησης: στο Κονγκό, η προπόνηση δεν διαφέρει σε τίποτε από έναν επίσημο αγώνα, και η υπερβολική επιθετικότητά τους εξόργισε τους βραζιλιάνους τζουντόκα. Αλλά, όταν δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, τα πνεύματα ηρέμησαν.
Πολύ πιο περιπετειώδης είναι η ιστορία της 18χρονης κολυμβήτριας Γιούσρα Μαρντίνι, από τη Συρία. Τον Αύγουστο του 2015 πάλεψε στα νερά του Αιγαίου -μαζί με την αδερφή της- προτού καταφέρει να σπρώξει τη βάρκα με τους συμπατριώτες της στην ακτή της Λέσβου, τον πρώτο σταθμό στο ταξίδι για τη Γερμανία.

2016-08-01T144848Z_773522113_RIOEC81154O0T_RTRMADP_3_RIO-OLYMPICS

Η 18χρονή κολυμβήτρια Γιούσρα Μαρντίνι 


Τα δυο κορίτσια εγκατέλειψαν τη Δαμασκό και, μαζί με άλλους πρόσφυγες, βρέθηκαν στον Λίβανο. Από εκεί, στην Τουρκία, όπου δουλέμποροι προσφέρθηκαν -με το αζημίωτο- να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα. Η πρώτη προσπάθεια αποτράπηκε από το τουρκικό Λιμενικό. Η δεύτερη έγινε νύχτα, με μια μικρή φουσκωτή βάρκα που γέμισε ασφυκτικά. Κάποια στιγμή, άρχισε να μπάζει νερά. Ολοι πετούσαν στη θάλασσα οτιδήποτε δεν ήταν απολύτως αναγκαίο, όμως το πλεούμενο βυθιζόταν. Τα δυο κορίτσια και τρεις άλλοι πρόσφυγες που γνώριζαν κολύμπι, βούτηξαν στα νερά για να δώσουν στη βάρκα την ευκαιρία να επιπλεύσει.
Επί τρεις ώρες, οι δυο αδερφές κρέμονταν από τα σκοινιά της βάρκας, και πάλευαν με τον άνεμο και τα κύματα. Ωσπου έφτασαν στη Λέσβο. Μετά στην Αυστρία και -τέλος- στη Γερμανία. Ηταν από τις τυχερές. Βρήκαν στέγη σε ένα κολυμβητικό σωματείο του Βερολίνου, κοντά στον προσφυγικό καταυλισμό. Στο Ρίο, η Γιούσρα θα κολυμπήσει επειδή της αρέσει. Οχι για να σώσει τη ζωή της.
Η μικρόσωμη Ρόουζ Ναδίκε τρέχει σε όλη της τη ζωή. Στα 800 μέτρα, αλλά όχι μόνο… Την κούρσα της ζωής της, την έκανε πριν από 13 χρόνια. Ξέφυγε από τους στρατιώτες που έκαιγαν το χωριό της, στο Νότιο Σουδάν, και έφτασε ζωντανή στο στρατόπεδο προσφύγων της Κακούμα, στη νοτιοανατολική Κένυα.

Ο 28χρονος αθλητής του στίβου Τζέιμς Τσέντζιεκ διέφυγε -κι αυτός από το Νότιο Σουδάν- σε ηλικία 13 ετών, για να μην επιστρατευτεί ως ανήλικος στρατιώτης.
Η Ραχελέχ Ασεμάνι, από το Ιράν, ήταν η πρώτη πρόσφυγας που κατόρθωσε να πάρει την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, καθώς έφτασε στον τελικό των 57 κιλών του προ-Ολυμπιακού τουρνουά τάε κβον ντο της Κωνσταντινούπολης. Η Ασεμάνι εγκατέλειψε το Ιράν πριν από δυόμισι χρόνια και μετεγκαταστάθηκε στο Βέλγιο, όπου συνέχισε τις προπονήσεις. Εχοντας κερδίσει το αργυρό μετάλλιο στους Ασιατικούς Αγώνες, ελπίζει ν’ ανεβεί στο βάθρο και στους Ολυμπιακούς.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες αθλητές πραγματοποίησαν την προετοιμασία τους στην Κένυα, στον χώρο ενός παλιού ορφανοτροφείου που χρησιμοποιούν οι κενυάτες αθλητές, οι πιο φημισμένοι δρομείς μεσαίων αποστάσεων στον κόσμο. Ο προπονητής τους, ο Τζον Ανζρα, δεν είναι κάποιος τυχαίος. Αγωνίστηκε για την Κένυα στους Αγώνες του Λος Αντζελες, το 1984, και σε άλλες κορυφαίες διοργανώσεις. Αλλά είχε περιθώριο μόλις οκτώ μηνών για να μετατρέψει τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες σε πρωταθλητές υψηλού επιπέδου. Κάτι που, όπως λέει ο ίδιος, απαιτεί πάνω από πέντε χρόνια δουλειάς.
Ο θεσμός των ανεξάρτητων συμμετεχόντων εφαρμόστηκε -για πρώτη φορά μετά τους πρώτους σύγχρονους Αγώνες του 1896- στη Βαρκελώνη, το 1992. Με αυτόν τον τρόπο πήραν μέρος 494 αθλητές που προέρχονταν κυρίως από δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το 2000, στο Σίδνεϊ, τέσσερις αθλητές από το Ανατολικό Τιμόρ παρήλασαν υπό την Ολυμπιακή σημαία. Το ίδιο συνέβη το 2012, στο Λονδίνο, με τέσσερις αθλητές από τις πρώην Ολλανδικές Αντίλλες. Ομάδα προσφύγων, όμως, θα δούμε για πρώτη φορά.
Σε περίπτωση νίκης κάποιου ορφανού από πατρίδα, το μετάλλιο θα του απονεμηθεί υπό τους ήχους του Υμνου των Ολυμπιακών Αγώνων. Θα είναι ο θρίαμβος του αγώνα για τη ζωή. Που, δυστυχώς, δεν είναι αυτονόητος. Η Σαμία Γιουσούφ Ομάρ, μια σπρίντερ από τη Σομαλία που συμμετείχε στο Πεκίνο το 2008, πνίγηκε -τέσσερα χρόνια αργότερα- στη Μεσόγειο, προσπαθώντας να περάσει από τη Λιβύη στην Ιταλία. Την ιστορία της μετέτρεψε σε κόμικ ο Γερμανός σχεδιαστής Ράινχαρτ Κλάιστ, με τις οδηγίες της δημοσιογράφου Τερέζα Κρουγκ, μιας ανεξάρτητης ανταποκρίτριας που είχε γνωρίσει την άτυχη αθλήτρια στην Αφρική, και σοκαρίστηκε από το άδοξο τέλος της. Το «Ολυμπιακό Ονειρο της Σαμία», όπως τιτλοφορείται το γερμανικό κόμικ, δεν πρόλαβε να εκπληρωθεί.


Δεν υπάρχουν σχόλια: