Η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης στο ζήτημα
της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι μεγάλη. Παρά τις, κατά κανόνα,
καλές προθέσεις αξιόλογα κληροδοτήματα περασμένων πολιτισμών αφήνονται να
χαθούν. Πολλά μνημεία, αρχαιολογικοί τόποι, παραδοσιακοί οικισμοί κ.λπ.
υποβαθμίζονται και καταστρέφονται, παρά τις συμβάσεις και τους νόμους που
υπογραμμίζουν τη σημασία της προστασίας τους. Το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη θεωρία
και την πράξη υποδηλώνει την παρουσία μιας σημαντικής ανασταλτικής
παρεμβολής.
Εύκολα μπορεί να παρατηρηθεί ότι ανέκαθεν, αλλά ιδιαίτερα στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, η οικονομική διάσταση του προβλήματος της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών παίζει σημαντικό ρόλο. Συχνά, η αδυναμία εύρεσης των απαραίτητων πόρων αρκεί για να αναιρέσει, στην πράξη, μια νομοθετικά κατοχυρωμένη προστασία. Ή, αντίθετα, η δυνατότητα ενός αρχιτεκτονικού μνημείου –για παράδειγμα– να προσελκύει επισκέπτες αρκεί για να εξασφαλίσει την πλήρη προστασία του.
Εύκολα μπορεί να παρατηρηθεί ότι ανέκαθεν, αλλά ιδιαίτερα στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, η οικονομική διάσταση του προβλήματος της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών παίζει σημαντικό ρόλο. Συχνά, η αδυναμία εύρεσης των απαραίτητων πόρων αρκεί για να αναιρέσει, στην πράξη, μια νομοθετικά κατοχυρωμένη προστασία. Ή, αντίθετα, η δυνατότητα ενός αρχιτεκτονικού μνημείου –για παράδειγμα– να προσελκύει επισκέπτες αρκεί για να εξασφαλίσει την πλήρη προστασία του.
Ακόμη κι αν κάποιοι πόροι για την προστασία των
αγαθών του πολιτισμού υπάρχουν, αυτοί είναι οπωσδήποτε πεπερασμένοι, επομένως το
πρόβλημα της κατανομής τους με τον ορθότερο τρόπο είναι πάντα παρόν (και
δυσεπίλυτο). Επιπλέον, οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος εμφανίζονται αν
σκεφτεί κανείς ότι η προστασία των πολιτιστικών αγαθών διεκδικεί πόρους μαχόμενη
άλλες σημαντικές κοινωνικές ανάγκες.
Η ανάδειξη της λανθάνουσας οικονομικής αξίας
διαφόρων πολιτιστικών αγαθών ανακύπτει ως κρίσιμο ζήτημα επιβίωσης. Η
υποτίμηση της λανθάνουσας αξίας η οποία συμβαίνει σταθερά, δεδομένης της
αδυναμίας των μηχανισμών της αγοράς να τη συλλάβουν, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό
για την υποβάθμιση και την καταστροφή πολλών πολιτιστικών αγαθών. Είναι
χαρακτηριστικό ότι τα πολιτιστικά αγαθά ονομάζονται, συχνά, ανεκτίμητα.
Και η αγορά μεταφράζει κυριολεκτικά τον όρο: αγαθά χωρίς αποτιμώμενη αξία, χωρίς
τιμή. Με «άπειρη» συμβολική αξία αλλά συχνά μηδενική πρακτική αξία.
Αυτό ακριβώς το πρόβλημα επιχειρεί να
διαχειριστεί η Πολιτιστική Οικονομία. Η επιστήμη αυτή αποτελεί μετεξέλιξη της
Περιβαλλοντικής Οικονομίας, της επιστήμης που αποτιμά αγαθά που δεν εντάσσονται
με τυπικό τρόπο στους μηχανισμούς της αγοράς. Τέτοια είναι πολλά από τα
περιβαλλοντικά και πολιτιστικά αγαθά. Ίσως, μάλιστα, να μην χρειάζονταν καθόλου
ο όρος πολιτιστική οικονομία αν στο περιβάλλον περιέχονταν ισότιμα και το
ανθρωπογενές περιβάλλον και η πολιτιστική κληρονομιά, όπως είναι σωστό. Αλλά
έχει επιστημονικά επικρατήσει ως διακριτός κλάδος, αν και χρησιμοποιεί κατά βάση
μεθόδους που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της περιβαλλοντικής οικονομίας, όπως η ΜΥΑ
(CVM ‐ Contingent Valuation Method), η μέθοδος που χρησιμοποιείται στην παρούσα
εργασία.
Το συγκεκριμένο πρόβλημα που η παρούσα εργασία
διαπραγματεύεται είναι η αποτίμηση της λανθάνουσας αξίας της παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής των ορεινών περιοχών, ως «εργαλείου» για την προστασία της. Η
ορεινή Ελλάδα λειτούργησε ως κιβωτός πολιτισμού, ειδικά όσον αφορά στην
παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Αυτό ήταν το κέρδος της, στο τίμημα της αναπτυξιακής
υστέρησης που πλήρωσε από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και μετά. Το κτισμένο
περιβάλλον της διασώζει σημαντικότατο κομμάτι της αρχιτεκτονικής της παράδοσης,
αν και όχι αλώβητο. Όμως, τα αρχοντικά που καταρρέουν και οι οικισμοί που
αφήνονται αφρόντιστοι στην εγκατάλειψη είναι μόνο κτίρια που φθείρονται και
χάνονται; Ή αποτελούν και ένα σημαντικό οικονομικό κεφάλαιο που χάνεται; Η
αποτίμηση της αξίας της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής δύο ορεινών οικισμών
(Μέτσοβο και Συρράκο) με την εφαρμογή της ΜΥΑ, ανιχνεύει την κοινωνική αξία του
αγαθού και τεκμηριώνει την κοινωνική χρησιμότητα της διοχέτευσης οικονομικών
πόρων για την προστασία και διατήρησή τους. Η παρούσα εργασία αποτελείται από
έντεκα κεφάλαια, τα οποία διαρθρώνονται σε δύο μέρη, Ι και ΙΙ, τη βιβλιογραφία
και τα Παραρτήματα Α και Β. Το Μέρος Ι είναι εισαγωγικό και αποτελείται από δύο
κεφάλαια (Κεφ. 1 – Κεφ. 2). Στο Κεφάλαιο 1 παρουσιάζεται η έννοια της
Πολιτιστικής Οικονομίας, η συνοπτική ιστορική της εξέλιξη και οι μέθοδοι
αποτίμησης που χρησιμοποιούνται στα πολιτιστικά αγαθά. Γίνεται ιδιαίτερη
παρουσίαση της Μεθόδου Υποθετικής Αξιολόγησης, γιατί αποτελεί τη μέθοδο που
εξετάζεται στην παρούσα εργασία. Στο Κεφάλαιο 2 παρουσιάζονται, συνοπτικά, τα
γενικά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου ορεινού χώρου και,
αναλυτικότερα, τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των δύο
οικισμών που μελετώνται στην εργασία αυτή. Περιγράφονται, επίσης, οι βασικοί
κίνδυνοι υποβάθμισης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και τεκμηριώνεται η σημασία
της ως παράγοντα ανάπτυξης ενός τόπου. Τέλος, αναλύεται το πρόβλημα της ελλιπούς
τεκμηρίωσης του κοινωνικού οφέλους που απορρέει από την προστασία της
παραδοσιακής αρχιτεκτονικής ως βασικότερης ανασταλτικής αιτίας προστασίας
της.
Το Μέρος ΙΙ αποτελεί τον κύριο κορμό της
εργασίας. Αποτελείται από εννιά κεφάλαια (Κεφ. 3 – Κεφ. 11). Στο Κεφάλαιο 3
περιγράφεται το αντικείμενο της εργασίας και η μεθοδολογία η οποία ακολουθήθηκε.
Στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζονται και αναλύονται οι αιτίες που προκαλούν την
υποβάθμιση της τοπικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και φυσιογνωμίας των δύο
οικισμών. Στο Κεφάλαιο 5 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας αποτίμησης
της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Μετσόβου, με πληθυσμό αναφοράς τους
επισκέπτες του οικισμού (2008). Στο Κεφάλαιο 6, τα αντίστοιχα αποτελέσματα, πάλι
στους επισκέπτες του οικισμού, δυο χρόνια αργότερα (2010), μεσούσης της
οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Στο Κεφάλαιο 7 παρουσιάζονται τα
αποτελέσματα της έρευνας αποτίμησης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Συρράκου
με πληθυσμό αναφοράς τους επισκέπτες του οικισμού (2010 ‐ 2011). Στο Κεφάλαιο 8
παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας αποτίμησης της παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής του Μετσόβου με πληθυσμό αναφοράς τους κατοίκους του οικισμού
(2009). Στο Κεφάλαιο 9 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας αποτίμησης της
παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Συρράκου, με πληθυσμό αναφοράς τους κατοίκους
του οικισμού (2009 ‐ 2010). Στο Κεφάλαιο 10 παρουσιάζεται η ανάλυση κόστους –
οφέλους ενός προγράμματος προστασίας της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του
Μετσόβου, στηριγμένη στα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών αποτίμησης του
κοινωνικού οφέλους. Στο Κεφάλαιο 11 παρουσιάζονται τα κυριότερα συμπεράσματα του
συνόλου της εργασίας, τεκμηριώνεται η καινοτομία της διδακτορικής διατριβής και
δίνονται προτάσεις για τη συνέχιση της παρούσας έρευνας (Follow up).
Στο τέλος του Μέρους ΙΙ δίνεται η βιβλιογραφία
που αξιοποιήθηκε στην παρούσα εργασία και ακολουθεί το Παράρτημα Α, στο οποίο
παρουσιάζεται η εκτίμηση του κόστους αποκατάστασης του οικισμού του Μετσόβου,
και το Παράρτημα Β, στο οποίο παρουσιάζονται τα πέντε ερωτηματολόγια που
χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα πεδίου της παρούσας εργασίας.
Με καταγωγή από την ορεινή Ήπειρο, με βαθιά αγάπη
για τα βουνά και με τις βασικές μου σπουδές στην αρχιτεκτονική, η επιλογή ενός
θέματος που συμβάλλει στην προστασία και ανάδειξη της παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής, αυτού του πολύτιμου πολιτιστικού και αναπτυξιακού πόρου,
φαίνεται επαρκώς αιτιολογημένη. Η δύσβατη και επίπονη πορεία για την ολοκλήρωση
αυτής της διαδρομής ούτε για μια στιγμή δεν με έκανε να αμφισβητήσω την επιλογή
μου. Αντίθετα, με αντάμειψε με μια βαθιά αίσθηση δημιουργίας και προσωπικής
εξέλιξης σε όλα τα επίπεδα. Και όχι μόνο επιστημονικά. Έμαθα να παλεύω με το
άγνωστο, έμαθα πως τιθασεύεται η πανταχού παρούσα αβεβαιότητα, γεύτηκα την χαρά
της ανακάλυψης καινούριας γνώσης, ένοιωσα ότι βάζω ένα λιθαράκι προσφοράς στα
αγαπημένα μου βουνά.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω
ορισμένους ανθρώπους που συνέβαλαν καθοριστικά στην ολοκλήρωση αυτής της
εργασίας. Κατ’ αρχήν, θέλω να ευχαριστήσω πολύ θερμά τον δάσκαλό μου κ. Δ.
Καλιαμπάκο, Καθηγητή Ε.Μ.Π. Με μεράκι και υπομονή στάθηκε αδιάκοπα δίπλα μου,
από το ξεκίνημα μέχρι και την τελευταία λέξη της εργασίας αυτής. Οι γνώσεις και
οι σκέψεις του υπήρξαν πολύτιμες. Η διορατικότητα και η ευφυΐα του με
καθοδήγησαν σε πεδία πρωτόγνωρα, με στήριξαν σε δύσκολα σημεία της διαδρομής και
με ωρίμασαν, ως επιστήμονα και ως άνθρωπο. Με εμπιστεύθηκε σε ένα δύσκολο αλλά
μοναδικά δημιουργικό δρόμο θεμελίωσης της γνώσης για την ορεινή Ελλάδα. Για όλα
αυτά, τον ευχαριστώ ειλικρινά.
Ευχαριστώ, επίσης, θερμά τα δύο μέλη της
επιτροπής της διατριβής μου, την κ. Κ. Κρεμέζη, Καθηγήτρια Ε.Μ.Π και τον κ. Δ.
Δαμίγο, Επίκουρο Καθηγητή Ε.Μ.Π. Τους ευχαριστώ για την ζεστή αποδοχή τους να
συνεργαστούν μαζί μου και για τις πολύτιμες συμβουλές τους σε καίρια σημεία της
διατριβής.
Ευχαριστώ, επίσης, την κ. Δ. Διακουλάκη,
Καθηγήτρια Ε.Μ.Π., την κ. Ε. Μαΐστρου, Καθηγήτρια Ε.Μ.Π., τον κ. Ι. Σαγιά, Επικ.
Καθηγητή Ε.Μ.Π. και τον κ. Σ. Μοιρασγεντή, Ερευνητή Β’ Εθνικού Αστεροσκοπείου
Αθηνών, για την ευγενική τους προθυμία να συμμετέχουν στην επταμελή επιτροπή
κρίσης της διατριβής μου.
Ευχαριστώ το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για την
παραχώρηση ενός έτους εκπαιδευτικής άδειας, χωρίς την οποία η ολοκλήρωση της
διατριβής στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θα ήταν αδύνατη. Σημαντικό κομμάτι
της προσφοράς του Ε.Μ.Π στην ορεινή Ελλάδα αποτελούν το ΜΕ.Κ.Δ.Ε. του Ε.Μ.Π και
το Δ.Π.Μ.Σ. «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών», που λειτουργεί εδώ
και πέντε χρόνια, στο Μέτσοβο. Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή που αποτελώ τμήμα αυτών
των προσπαθειών. Ιδιαίτερα θερμές ευχαριστίες εκφράζω προς τον φίλο μου Ν.
Κατσουλάκο, Υ.Δ. Ε.Μ.Π, για τη βοήθειά του κατά την εκπόνηση της διατριβής μου
και για την κοινή μας συνεργασία και πορεία στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού
Προγράμματος του Ε.Μ.Π.
Για την επιτυχή ολοκλήρωση της έρευνας υπήρξαν
πολλοί φίλοι που με βοήθησαν. Ιδιαίτερα ευχαριστώ όλους τους μεταπτυχιακούς
φοιτητές των τριών πρώτων ετών του Δ.Π.Μ.Σ. «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών
Περιοχών» και ιδιαίτερα την Χ. Λέκκα, την Ε. Σαρρή, την Λ. Μάρη και τον Κ.
Τολίδη. Ευχαριστώ, επίσης, τον πρώην Πρόεδρο της Κοινότητας Συρράκου κ. Ι.
Αργύρη, τον πρώην
Δήμαρχο Μετσόβου κ. Κ. Τζαφέα και τους κατοίκους
του Συρράκου κ. Ν. Γκίζα και κ. Β. Ντόντορο. Τέλος, ευχαριστώ θερμά όλα τα μέλη
του Εργαστηρίου Μεταλλευτικής Τεχνολογίας και Περιβαλλοντικής Μεταλλευτικής, που
με έκαναν να νιώσω «σπίτι μου» κι εγώ το Εργαστήριο, όλα αυτά τα χρόνια.
Αποτίμηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής
των ορεινών περιοχών με μεθόδους Περιβαλλοντικής
Οικονομίας
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Στέλλα Α. Γιαννακοπούλου
Διπλωματούχος Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ.
Αθήνα, Νοέμβριος 2012
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Στέλλα Α. Γιαννακοπούλου
Διπλωματούχος Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ.
Αθήνα, Νοέμβριος 2012
Κεντρική Βιβλιοθήκη Ε.Μ.Π. Αποθετήριο Διδακτορικών Διατριβών
Δείτε τα αρχεία με το διδακτορικό της Στέλλας Γιαννακοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου