Γράφει ο Κίτσος ο
Αθαμάνας
Το ρήμα κόβω (αρχ.
κόπτω) είναι λέξη πολύσημη. «Το έκοψα το ρημάδι το τσιγάρο», «της έκοψα τον
βήχα», κ.λπ. Εκεί στα Τζουμέρκα δεν μπορεί να γίνει συνειρμός με το τραγούδι
«Κόβω μια κλάρα, τ' ακούς κουμπάρα, κόβω μια κλάρα λεμονιά», αφού
λεμονιές στα Τζουμέρκα δεν φύονται. Εκεί φυτρώνουν μόνο αγριόγκουρτσα,
παλαμωνίδες και γκουρμπένια.
Εμείς, μάλλον
την πρώτη φράση που ακούσαμε, μόλις ήρθαμε στη ζωή, ήταν «να
αφαλοκόψουμε το παιδί». Αυτά ήταν τα λόγια της μαμής. Εξ ου και ο τίτλος
«η αφαλοκόφτρα». Αργότερα, σιγά σιγά το ρήμα κόβω μπήκε στο καθημερινό
μας λεξιλόγιο. «Θα κόψω τις φλέβες μου», λέγαμε, όταν βρισκόμασταν σε
απελπιστική κατάσταση. Σήμερα επί το προοδευτικότερον λέμε «θα
πηδηχτώ από το παράθυρο».
Έτσι το ρήμα «κόβω»
έγινε λέξη καθημερινή. «Θα σ' κόψω τον κώλο μωρέ ζαλουταραμένο, αν
ξανακλέψεις τα καρύδια». «Θα σ' κόψω τον καρδυλάγγο αν ξαναπιάσις το όνομά μου
στο στόμα σου». Ο αγανακτισμένος γαμπρός στην πεθερά που
μόνιμα τον έψελνε: «Θα τ'ς βάλω κόφτρα στο στόμα».
Αργότερα στην
ποδοσφαιρική διάλεκτο κυριαρχούσε ο όρος «κόφτης». Κόφτης στο ποδόσφαιρο ήταν
αυτός που αντί να παίζει μπάλα μάλλον έστελνε την μπάλα για μπεκάτσες. Κόψε από
'δω, κόψε από 'κει, μείναμε με τα κοψίματα. «Μού 'κοψε ένα καλό κουστουμάκ' ο
κυρ' δικαστής. Δεν ξαναμολάω ιγώ τα ζωντανά με τίποτις σε ξένα
χωράφια».
Παράλληλα είχαμε και
την κόφτρα. Να κόψουμε τα ξύλα, να κόψουμε το νερό για πότισμα. Πόσες μάχες δεν
έγιναν επί του σημείου που υπήρχε ο κόφτης του νερού; «Θα σε μοστρίσω εδώ στ'ν
κόφτρα, μπας και μπορέσω και ποτίσω τα λαζνίδια». «Τι λες κυρά μ',
ο νεροφόρος μου είπε να στρίψω την κόφτρα καταδώ. Εσύ, είπε να
περιμέν'ς».
Σε χίλιες δυο μεριές
χρησιμοποιούμε το ρήμα κόβω καθώς και τα παράγωγα. Τελευταία παραχρησιμοποιείται
η λέξη «κόφτης». «Έβαλα κόφτ'. Δεν το δίνω σ' όποιον να 'ναι. Χάρη στον έναν,
χάρη στον άλλον κανένα παιδί με τον άντρα μ'. Πού θα πάει αυτή η δ'λειά».
Και ενώ θα περίμενε
κάποιος να μπει «κόφτης» στη γλώσσα μερικών περισπούδαστων που σε καθημερινή
πλέον βάση αμολάν εξαίρετες λεκτικές στοκιές, εντούτοις αμολήθηκαν
και μας βομβαρδίζουν αλύπητα.
Όταν ακούω τη λέξη
χάρη με πιάνει ο όξω από δω και δεν ξέρω τι λέω, αλλά, και τι κάνω. Γι' αυτό μού
χρειάζεται κόφτης.
Η πατρίς οφείλει
χάριτας εις τους νικητές πρωταθλητές μας.
Η πατρίς οφείλει
χάριτας και πού δεν οφείλει.
Η πατρίς οφείλει
χάριτας εις τον εξ Αμερικής εγκαταλείψασα τη θέση του και αναλαβόντα δημοσία
υπηρεσία με πενιχρό μισθό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ ετησίως.
Στην πατρίδα
οφείλει κανείς χάρη, που τον σπούδασε, τον εξημέρωσε και τον έκανε
άνθρωπο; Τόσο απλά ερωτήματα.
Αλλά, για να γίνω κι
εγώ σαν τους γραμματιζούμενους, να θυμηθώ τι λέει εκείνος ο
Θουκυδίδης.
«[2.60.2] Εγώ δηλαδή
θεωρώ πως όταν η πολιτεία στο σύνολό της βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ωφελεί
κάθε πολίτη περισσότερο παρά όταν ευημερεί σχετικά με τον κάθε πολίτη της, όμως
η πολιτεία όλη μαζί παίρνει τον κατήφορο. [2.60.3] Γιατί ένας άντρας
ευκατάστατος σχετικά με τις δικές του υποθέσεις, αν καταστραφεί η πατρίδα του,
δε χάνεται λιγότερο κι ο ίδιος. αν όμως κακοτυχήσει σε πολιτεία που ακμάζει,
είναι πολύ πιο πιθανό να σωθεί. [2.60.4]».Μτφρ.
Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου
Ιστορία
Αλλά ποιος να
ασχοληθεί με τον Θουκυδίδη. Έχουμε άλλες δουλειές. Έχουμε απλωμένο τραχανά.
Κόβουμε, κύριε.
Κόβουμε. Μπήκε για τα καλά ο κόφτης.
Κόφτης στις
συντάξεις. Κόφτης στα επιδόματα. Κόφτης στο μυαλό, στη συνείδηση, στην
αξιοπρέπεια του Έλληνα, στην ιστορία του τόπου.
Παραδόξως
«κοψοχέρηδές» τινες με κατσάδιασαν αρμοδίως. «Δεν λέγεται κόφτης κύριε. Λέγεται
δημοσιονομικός διορθωτής». Το είπα στον μπάρμπα Βασίλη, τον άξεστο, πλην όμως
γνήσιο κι αληθινό αυτόν Τζουμερκιώτη και απάντησε καταλλήλως: «Άμα
η γίδα φάει το κλαρί, λύκος θα φάει τα κατσίκια της. Αυτοί είναι για γκύλ'σμα
στις ρίπες». Διατύπωσα απορία και πήρα την αποστομωτική απάντηση:
" Απ'
΄οπ' απήδ(η)σι η γίδα, θ' απδήσ' κι του κατσίκ'". Και το κατσίκ'
αμπήδ'σε και η μάνα τα' πήγε καταδιόλου. Και έπεται συνέχεια.... "Τι έχουν τα
έρμα και ψοφάν". Και μαζί μ' αυτά ψόφησαν θεσμοί, -καλά ιδέες και ιδεολογία
"πήγαν κατά διόλου"-, ηθική και η αλήθεια. Στα Τάρταρα η αξία που λέγεται
άνθρωπος! Τη σκοτώσαμε!. Ποιοι, πότε, πώς και γιατί;
Eμείς!!! Εδώ, ναι, είναι αναγκαίος «ο κόφτης».


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου