Στη διάρκεια της πρόσφατης μακράς
προεκλογικής περιόδου οι Γερμανοί πολιτικοί που διεκδίκησαν την ψήφο των
συμπολιτών τους συγκρούστηκαν συχνά μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, σε
κάποιες περιπτώσεις, ασυνήθιστη, για τα δικά τους πολιτικά ήθη, σφοδρότητα.
Ακούστηκαν εκατέρωθεν βαριές εκφράσεις για «ψεύτες»,
«καταστροφείς» και τα τοιαύτα που αντηλλάγησαν κυρίως ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα
κόμματα. Ξεθάφτηκαν, επίσης, παλιές ξεχασμένες ιστορίες, όπως η προ
τριακονταετίας υποστήριξη από τον επικεφαλής των «Πράσινων» προς τις
παιδοφιλικές σχέσεις, ενώ ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών δεν δίστασε να δείξει
το. μεσαίο του δάκτυλο στους επικριτές του.
Δεν έλειψαν ούτε τα
καραγκιοζιλίκια, όπως του εκπροσώπου των αρνητών του ευρώ, των αποκαλούμενων
«Εναλλακτικών», που εμφανίστηκε στην τηλεόραση ζωσμένος με μια τρύπια ελληνική
σημαία. Ενώ ο «γνωστός μας» απερχόμενος αντικαγκελάριος Φίλιπ Ρέσλερ
επιστράτευσε ως και την. «κόκκινη» απειλή -τη συγκυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών
με την Αριστερά- σε μια απέλπιδα να αποτρέψει τον μοιραίο καταποντισμό του
κόμματός του, των Ελεύθερων Δημοκρατών, που έμειναν για πρώτη φορά εκτός
Βουλής.
Όλα αυτά, όμως, ίσχυσαν μέχρι το απόγευμα της Κυριακής που
έκλεισαν οι κάλπες. Το ίδιο βράδυ τα πάντα είχαν ξεχαστεί και η εικόνα που είχαν
την τύχη να παρακολουθήσουν οι Γερμανοί πολίτες από τους τηλεοπτικούς δέκτες
ήταν απίστευτη, τουλάχιστον για τα δικά μας πολιτικά ήθη.
Πριν καν
οριστικοποιηθούν τα εκλογικά αποτελέσματα και ενώ είχαν υπόψη τους κατά βάση τα
ευρήματα από τις δημοσκοπήσεις εξόδου (τα λεγόμενα exit polls), που κανείς
φυσικά δεν αμφισβήτησε, οι επικεφαλής των τεσσάρων κομμάτων βρέθηκαν στο ίδιο
τηλεοπτικό στούντιο και αντάλλαξαν σχόλια και εκτιμήσεις για την ετυμηγορία των
Γερμανών πολιτών.
Η νικήτρια των εκλογών καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο
βασικός της αντίπαλος, υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάινμπρουκ κάθισαν
δίπλα - δίπλα με τους ομολόγους τους από τα μικρότερα κόμματα, τους Πράσινους
και την ριζοσπαστική Αριστερά, και αφού έριξαν «νερό και αλάτι» στα πικρά λόγια
που είχαν ανταλλάξει προεκλογικά, χωρίς αλαζονεία ή κόμπλεξ, ούτε και
οπορτουνιστικές ιδεολογικές εκπτώσεις, συζήτησαν για την επόμενη μέρα στη χώρας
τους και στην Ευρώπη.
Δεν ξέρω πόσο σοφότεροι έγιναν οι Γερμανοί πολίτες
από τη συζήτηση, αφού τόσο η Μέρκελ, όσο και οι συνομιλητές της, στο κρίσιμο
ζήτημα για το ποια κυβέρνηση μπορεί να προκύψει από το γεγονός ότι δεν υπήρξε
μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επικαλέστηκαν το αυτονόητο επιχείρημα
ότι έπρεπε να συνεδριάσουν τα κομματικά τους όργανα για να λάβουν αποφάσεις.
Είμαι βέβαιος, ωστόσο, ότι η πλειονότητα των Γερμανών
θα ένοιωθε πολύ περήφανη για το επίπεδο αντιπαράθεσης της πολιτικής τους ελίτ,
ιδίως αν είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να τη συγκρίνουν με τις
συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, η οποία πρωταγωνίστησε στη γερμανική
προεκλογική περίοδο και πολλοί πιθανολογούν ότι μπορεί να είναι ένας από τους
βασικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν τις διαβουλεύσεις για τη μετεκλογική
συνεργασία.
Αναφέρομαι, όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, στην Ελλάδα και στα
δικά μας πολιτικά ήθη που κινούνται στον αντίποδα από αυτό που γίνεται στην
Γερμανία και στις περισσότερες πολιτισμένες χώρες της υφηλίου, στις οποίες οι
άνθρωποι, τα στελέχη που ανήκουν σε μια παράταξη είναι αντίπαλοι και όχι εχθροί
με όσους είναι ενταγμένοι σε ένα άλλο κόμμα. Και γι΄ αυτό μπορεί, ακόμη και όταν
διαφωνούν, να συζητούν πολιτισμένα και χωρίς εμφυλιοπολεμικές
διαθέσεις.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κάποιος έπειτα από την επόμενη
εκλογική αναμέτρηση στη χώρα μας να βρεθούν στο ίδιο στούντιο και να συζητούν
μεταξύ τους για τις μετεκλογικές εξελίξεις ο Αντώνης Σαμαράς, ο Αλέξης Τσίπρας,
ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Πάνος Καμμένος, ο Φώτης Κουβέλης ο Δημήτρης Κουτσούμπας
και δεν ξέρω ποιος άλλος θα είναι τότε επικεφαλής κόμματος στην επόμενη ελληνική
Βουλή;
Το ερώτημα είναι, προφανώς, ρητορικό, για να μην πω ότι ηχεί ως
ειρωνεία, αν αναλογιστεί κανείς όχι το παρελθόν, αλλά το παρόν, την τρέχουσα
επικαιρότητα που παρά το συγκλονισμό από τη δολοφονική φασιστική βία και τη
φραστική καταδίκη της από όλο το πολιτικό φάσμα, η εγχώρια πολιτική ελίτ
αδυνατεί να καθίσει γύρω από το ίδιο τραπέζι για να ανταλλάξει απόψεις για το
τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, που, όπως από όλους αναγνωρίζεται, είναι
η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής.
Είναι πιθανό και θεμιτό ότι σε μια
τέτοια σύσκεψη δεν θα συμφωνήσουν όλοι σε όλα. Και ίσως να διαφωνήσουν στα αίτια
που τροφοδότησαν το φαινόμενο, ενδεχομένως και στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.
Αφ΄ εαυτού του, όμως, το γεγονός ότι θα βρεθούν δίπλα δίπλα, θα αποτελέσει έναν
υψηλό συμβολισμό ενότητας και θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα τόσο σε όσους τείνουν
ευήκοα ώτα στους θιασώτες του Χίτλερ όσο και στους μηχανισμούς του κράτους που
ανέχονται τις έκνομες ενέργειες τους.
Δυστυχώς, όμως, τέτοια βούληση δεν
διαφαίνεται και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι ηγεσίες των κομμάτων αδυνατούν
να συνεννοηθούν στα πλέον στοιχειώδη, αγόμενες από τις διχαστικές νοοτροπίες του
παρελθόντος και χωρίς διάθεση να διδαχθούν από τα λάθη τους ή από το παράδειγμα
της συμπεριφοράς που ακολουθούν οι ηγεσίες άλλων χωρών, ανεξάρτητα από τις
ιδεολογικές τους προτιμήσεις.
Με αυτά και με αυτά, μόνο τυχαίο δεν μπορεί
να είναι ότι η Γερμανία, η οποία βίωσε μεγαλύτερους και εντονότερους διχασμούς
(ήττες στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και εδαφικό διαμελισμό που διήρκεσε μέχρι
πρότινος), καταφέρνει να ηγείται της Ευρώπης την ώρα που εμείς παραμένουμε
ουραγοί, κολλημένοι στην προ πολλών δεκαετιών εμφύλια διαμάχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου