H παγκόσμια οικονομία έχει υποστεί, κατά καιρούς, διάφορες
οικονομικές κρίσεις, άλλοτε μεγάλες και άλλοτε μικρές. Η πλέον μεγάλη οικονομική
κρίση που διήλθε η παγκόσμια οικονομία από τις αρχές του περασμένου αιώνα, ήταν
αυτή του μεσοπολέμου η οποία όμως λόγω των τότε εθνικών δομών οικονομικής
προστασίας αντιμετωπίστηκε σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα. Η σημερινή
κρίση διαφέρει ουσιαστικά λόγω της κατάργησης των εθνικών προστατευτικών
οικονομικών δομών που επέτρεψαν την ευρύτερη διάδοση της. Δεν αφορά μία
συγκεκριμένη οικονομική περιοχή αλλά λόγω της ενοποίησης τόσο των αγορών όσο και
των χρηματιστηριακών αγορών έχει μετατραπεί σε παγκόσμια κρίση διότι συσσωρεύει
τα χρέη κατά τρόπο που τα τελευταία να αποτελούν τον ρυθμιστικό παράγοντα της
παγκόσμιας οικονομίας , εκμηδενίζοντας τους εθνικούς θεσμούς και καταστρέφοντας
ουσιαστικά τις πραγματικές οικονομίες μέσα από την αρνητική επίδραση στους
τομείς της εργασίας και της οικονομικής δραστηριότητας των
κρατών.
Ο χρηματιστηριακός
καπιταλισμός, ο οποίος από την δεκαετία του 1980 άρχισε να αντικαθιστά τον
βιομηχανικό καπιταλισμό, έχει ως στόχο να θέσει τα κράτη υπό οικονομική
κηδεμονία δημιουργώντας μία μορφή παράλληλης διακυβέρνησης η οποία δημιουργείται
από τους Διεθνείς Οικονομικούς Οργανισμούς και δεν είναι υπόλογος στον λαό.
Αποτέλεσμα αυτού είναι τα υπό οικονομική κηδεμονία κράτη να μην ελέγχουν την
οικονομική και φορολογική τους πολιτική και να τίθενται οι λαοί και οι
κυβερνήσεις τους υπό τον έλεγχο του χρηματιστηριακού κεφαλαίου το οποίο είναι
βασικά ανώνυμο . Η πολιτική αυτή επαυξάνει την κοινωνική ανισότητα όχι μόνο μεταξύ κρατών
αλλά και μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων του ίδιου του κράτους με αποτέλεσμα
μια οικονομική μειοψηφία να πλουτίζει εις βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας
των λαών, προκαλώντας μία παγκοσμιοποίηση της
φτώχειας.
Βασική προϋπόθεση για να
επιτευχθεί ο στόχος της παγκόσμιας οικονομικής κηδεμονίας από
το χρηματιστηριακό κεφάλαιο είναι η αποσύνθεση -αποδόμηση των εθνικών οικονομιών
των κρατών μέσω του δανεισμού. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός ακολουθούνται
οι κατωτέρω μέθοδοι που καταγράφονται ενδεικτικά και που έχουν εφαρμοστεί σε
σειρά κρατών που βρέθηκαν υπό την κηδεμονία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου δια
μέσου του ΔΝΤ.
Κλείσιμο των βιομηχανικών μονάδων δια
της μεταφοράς τους σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους. Την δεκαετία του 1960
υπήρξε μετακίνηση της ελαφράς βιομηχανίας προς τις ασιατικές χώρες. Με την
ανάπτυξη της τεχνολογίας, από την δεκαετία του 1980 κατέστη δυνατή και η
μεταφορά των πλέον ειδικευμένων βιομηχανικών μονάδων ακόμη και σε γειτονικές
χώρες χαμηλού κόστους, με αποτέλεσμα η εθνική βιομηχανία που προοριζόταν στην
εσωτερική αγορά να υπονομευθεί και να οδηγηθεί στην πτώχευση αποδυναμώνοντας το
κράτος οικονομικά. Όσες από τις εθνικές βιομηχανίες επέζησαν ευρίσκονται υπό
καθεστώς ανταγωνισμού ενώ οι μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες έχουν εξασφαλίσει
ουσιαστικά καθεστώς μονοπωλίου.
Απελευθέρωση της αγοράς
εργασίας με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και προοδευτική
κατάργηση των νόμων που εγγυώνται τον κατώτατο μισθό. Γενίκευση της εργασίας
περιορισμένου ωραρίου και εισαγωγή της δυνατότητας νόμιμης χρήσης της εποχιακής
εργασίας, καθώς και την εθελουσία συνταξιοδότηση ως και την
«εθελοντική» μείωση μισθού.
Ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων
με το επιχείρημα της βελτίωσης των δημόσιων οικονομικών. Οι προβληματικές
δημόσιες επιχειρήσεις εντάσσονται σε πρόγραμμα εξυγίανσης υπό την επίβλεψη των
εκπροσώπων των δανειστών. Η ιδιωτικοποίηση συνήθως δεν καταλήγει σε ιδιώτες αλλά
σε κρατικούς φορείς άλλων κρατών σε τιμές κατώτερες της αξίας των
ιδιωτικοποιημένων αυτών επιχειρήσεων και ενώ τα έσοδα καταλήγουν στην
εξυπηρέτηση του χρέους, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αποκτά τον έλεγχο και την
ιδιοκτησία εθνικών πόρων σε εξευτελιστικές τιμές.
Τροποποίηση του
φορολογικού συστήματος δια της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών με το
επιχείρημα της ενδυνάμωσης των κρατικών εσόδων. Αποτέλεσμα του μέτρου αυτού
είναι η εξασθένηση της εσωτερικής παραγωγής , η αποδυνάμωση της αγοραστικής
ικανότητας και η δυσβάσταχτη οικονομική επιβάρυνση των κοινωνικών ομάδων που
ανήκουν στα μεσαία εισοδήματα με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ποσοστό της
φτώχειας.
Μείωση των κοινωνικών δαπανών στην εκπαίδευση και
την υγεία, για την εξοικονόμηση πόρων για την εξόφληση του χρέους. Η
δημόσια εκπαίδευση στερείται οικονομικών πόρων για την κάλυψη βασικών
λειτουργικών αναγκών με ταυτόχρονη μείωση αποδοχών του διδακτικού προσωπικού με
συνέπεια εκπαιδευτικά ιδρύματα να παύουν την λειτουργία τους ή να συγχωνεύοντα ,
εκπαιδευτικοί να απολύονται. Στον τομέα της υγείας μέσω της υποβάθμισης των
παρεχομένων υπηρεσιών στον τομέα της δημόσιας υγείας, η τελευταία οδηγείται στην
ιδιωτικοποίηση. Για την εναπομένουσα δημόσια υγεία επιβάλλονται μέτρα οικονομικής
συμμετοχής του ασφαλισμένου στη δαπάνη κάλυψης είτε των φαρμάκων είτε των
παρεχομένων ιατρικών υπηρεσιών ακόμη και από τις κοινωνικές ομάδες που αδυνατούν
να ανταπεξέλθουν στην επιβάρυνση αυτή. Μεταξύ των αποτελεσμάτων της πολιτικής
υγείας χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο ( όρο που χρησιμοποίησε η UNICEF) είναι η
εξάπλωση των μεταδοτικών νόσων, η αύξηση της παιδικής θνησιμότητας και κακής
διατροφής των παιδιών, η αύξηση της θνησιμότητας του πληθυσμού.
Η
αύξηση της τιμής των καυσίμων, συνήθως σε υψηλότερα επίπεδα του μέσου όρου σε
συνδυασμό με την αύξηση οδικών διοδίων επιδρά αρνητικά στο κόστος παραγωγής της
εθνικής βιομηχανίας και γεωργίας με συνέπεια να αποκόπτονται οι παραγωγοί από
την εσωτερική τους αγορά προς όφελος των εισαγωγών που καλύπτονται από τον
δανεισμό και αυξάνουν το δημόσιο χρέος.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980
μεγάλο τμήμα των χρεών μεγάλων επιχειρήσεων και Τραπεζών μεταφέρονταν
συστηματικά στην επιβάρυνση του Κράτους στο οποίο ανήκαν και μετατρεπόντουσαν
σε δημόσιο χρέος το οποίο επιβάρυνε τον
φορολογούμενο. Το στοιχείο αυτό μαζί με την αναπτυξιακή πολιτική που
εφαρμόσθηκε και που αντί να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας απέβλεπε στην
χρηματοδότηση της συγχώνευσης μεγάλων εταιριών ή την δημιουργία τεχνολογιών που
η εφαρμογή τους μείωνε την ανάγκη σε εργατικό δυναμικό, αποτέλεσαν την βασική
αιτία της οικονομικής κρίσης που διέρχονται σήμερα τα κράτη.
Η
παγκοσμιοποίηση της φτώχειας συμβάλει στην ελαχιστοποίηση του
κόστους παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο και η παγκόσμια ανεργία αποτελεί τον
μοχλό αύξησης πλουτισμού του χρηματιστηριακού κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο,
επιτρέποντας το να μετακινείται από χώρα σε χώρα. Οι δανειστές των Κρατών
κατέχουν πλέον την πραγματική εξουσία να καθορίζουν την οικονομική και
κοινωνική πολιτική των κρατών αυτών των οποίων η Κοινοβουλευτική
Δημοκρατία αποτελεί παρωδία εξουσίας καθ' όσον της στερεί την
δυνατότητα άσκησης εθνικής πολιτικής στα θέματα αυτά.
Ο χρηματιστηριακός καπιταλισμός μέσω των
διεθνών οργανισμών που τον εκπροσωπούν παρέχει τα δάνεια στα κράτη εφ' όσον τα
τελευταία αποδέχονται ένα πρόγραμμα οικονομικής σταθερότητας και δομικών
αλλαγών. Οι δανειακές συμφωνίες (μνημόνια) εμπεριέχουν
κατευθυντήριες γραμμές και τεχνικές συμβουλές τις οποίες είναι υποχρεωμένη η
κυβέρνηση του κράτους να εφαρμόσει. Οι επιδόσεις του τελευταίου
παρακολουθούνται τριμηνιαία από τους Οργανισμούς του Χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου
και το δάνειο καταβάλλεται σε πολλές δόσεις οι οποίες μπορεί να ανασταλούν αν
το κράτος δεν εφάρμοσε τις εκάστοτε ζητηθείσες μεταρρυθμίσεις. Πολλά κράτη
υποχρεώθηκαν να στείλουν επιστολές προθέσεων ή πλαίσιο προγραμματικών
πολιτικών, κείμενα τα οποία συνήθως έχουν συνταχθεί από τους επιβλέποντες την
δανειακή σύμβαση Οργανισμούς και ενδύονται με κυβερνητική υπογραφή του
αιτούντος το δάνειο κράτους. Οι συμφωνίες αυτές αποκλειστικό σκοπό έχουν να
εξασφαλίσουν την καταβολή του χρέους στου δανειστές και στόχο να κρατήσουν το
χρεωμένο κράτος μέσα στον δανειακό «κλοιό» υπό την επίβλεψη
των δανειστών. Στην περίπτωση ασυνέπειας του κράτους οι Διεθνείς Οργανισμοί που
εξυπηρετούν το χρηματιστηριακό κεφάλαιο διαθέτουν τα μέσα σοβαρής οικονομικής
αναταραχής της εθνικής του οικονομίας. Τέτοια μέσα είναι το πάγωμα κάθε
δυνατότητας διεθνούς δανεισμού του κράτους «ταραξία»,
προκαλώντας ταυτόχρονα πάγωμα του διεθνούς του εμπορίου.
Από τα
ανωτέρω συνοπτικώς αναφερθέντα προκύπτει το ερώτημα αν καθίσταται δυνατόν να
αποτραπεί το μοντέλο διακυβέρνησης που προσπαθεί να επιβάλει ο χρηματιστηριακός
καπιταλισμός στα κράτη.
Η απάντηση είναι ότι απαιτείται η επιβολή κανονισμού
λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος καθ' όσον μέχρι σήμερα είναι
αρρύθμιστο. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει μείωση του εξωτερικού χρέους των
ανεπτυγμένων οικονομικά κρατών και απόσβεση αυτού των υπό ανάπτυξη. Επίσης, θα
πρέπει να υπάρχει διαφάνεια στο Τραπεζικό σύστημα με κατάργηση της
υποχρέωσης ανάληψης από το κράτος των τραπεζικών χρεών με επιβολή ελέγχου των
ιδιωτικών τραπεζών για τις χρηματιστηριακές τους συναλλαγές ώστε να
διασφαλίζονται οι καταθέτες.
Ελευθέριος
Καραγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου