Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Τσάρκος
είναι ο ιδιαίτερος χώρος μέσα στο μαντρί
περιφραγμένος με κάγκελα, όπου τοποθετούν
τα κατσικάκια για να αποκόψουν από το
θήλασμα ή για να τα προφυλάξουν από το
ποδοπάτημα των μεγάλων γιδιών. «Όποιο
πρόβατο βγαίνει από το μαντρί, το τρώει
ο λύκος». Ο τσάρκος δηλαδή είναι μέρος
του μαντριού, του περιφραγμένου αυτού
χώρου όπου φυλάσσουν τα ζώα, ιδίως τα
αιγοπρόβατα κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Γνωστό το ρήμα μαντριάζω ή μαντρίζω που
σημαίνει μαντρώνω, κλείνω στο μαντρί,
εγκλωβίζω. Βέβαια η λέξη είναι πολύσημη.
Έχουμε μαντριά για την περιφρούρηση
κομματικής πελατείας, για τους ψηφοφόρους
που «τους μαντριάζ’ κάθε φορά ο
καμματάρχ’ς».
Από τον «τσάρκο»
προέρχεται και το τσαρκάλισμα, το ελαφρό
άρμεγμα, όχι με πίεση όλου του μαστού,
αλλά της θηλής με τα τρία δάκτυλα. Ακριβώς
τρία. Σημαδιακός αριθμός. Αυτό ακριβώς
σηματοδοτεί εννοιολογικά επί ερωτικής
πράξεως το τσαρκάλισμα. Το ευγενικό και
απαλό άγγιγμα, σε αντίθεση ακριβώς με
το «χούφτωμα» που σηματοδοτεί άγρια ή
και βάρβαρη ενέργεια. «Μάζεψ’ τα ξερά
σ’, βάρβαρε. Δεν έχω ανάγκ’ από
τσαρκάλισμα». Το τσαρκαλάω σημαίνει
αρμέγω στάλα-στάλα το γάλα από την
κατσίκα (ή την προβατίνα, «την πρατίνα»).
Και εδώ έχουμε μεταφορική σημασία.
Τσαρκαλάω σημαίνει ρίχνω σταγόνα-σταγόνα
ποτό στο ποτήρι, «τσαρκάλα μ’ ψιά τσίπρο
στο ρακουγιάλ’ μ’».
Το τσαρκαλεύω
όμως σημαίνει καθαρά ψαχουλεύω, πασπατεύω,
«τσαντζαλεύω». Και όχι μόνο με την έννοια
του ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου,
για να βρω κάτι, αλλά και επί σεξουαλικής
πράξεως. «Δεν έφτακε στην πηγή. Την
τσαρκάλεψε, την πασπάτεψε μόνο»,
γνωμοδοτούσαν οι παλιοί. Γι’ αυτό
απειλούσαν οι οικείοι ότι «θα τον
τρυπήσουν με το τσαγκαροσούφλ’, για να
τα’ πεταχτεί το αίμα τσαμπούνα, να μάθ’
να τσαρκαλεύει», γιατί συνέχιζαν ότι
«όσο και να του τσαμπνάς, δεν ακούει
αυτός». Κι άκουγες και τη συνέχεια: «Αυτό
το τσάντζαλο (το κουρέλι) θέλει να κάνει
και τον τσάπρο. Φωτοκαΐλα του».
Μαζί
με την έννοια του τσάρκου πηγαίνει το
τσαΐρ(ι) , το λιβάδι, ο βοσκότοπος, η
ακαλλιέργητη έκταση με πλούσια βοσκή.
Έτσι ονόμαζαν την πληθωρική γυναίκα με
καπίστρια πλούσια. «Τι να σ’ πω. Τούφεξε
τ’ γιόκα σ’ Βασίλη μ’. Γυναίκα, νταρντάνα,
γυναικάρα. Τσαΐρ’ αληθινό. Τι, τσαγκαρόγιδα
θα σούδινα;» Και συνέχιζε η προξενήτρα
με ύφος εξομολογητικό που έδειχνε ήθος
Αγίας. «Τι θα σούφερνα εγώ τ’ν άλλ’, το
τσάκνο; Πού να ρουπώσ’ ο γιόκας σ’. Ούτε
για προσάναμμα δεν έκανε. Άσε που ο
πατέρας της είναι τσαγκός, δύσκολος,
αποκρουστικός και αναποδιασμένος». Και
συνέχιζε. «Μη μ’ κάν’ς τσαλίμια, πες
μ’, ναι ή όχ’, γιατί έδωκα κι αλλού το
λόγο μου».
Τσάρκος και τσαρχάς,
τσατσούλ’ και τσάχαλο, τσανάκ’ και
τσαμπούνα, τσάμπρο και τσαμπνάω. Ιδιαίτερα
ο τσάρκος αναφέρεται σε Κόμμα, «κομματικό
περιμάντρωμα» ή ακόμη και στη βουλή.
Άνθρωποι χωρίς πολιτική συνείδηση,
χωρίς ατομική βούληση, ενεργούμενα
μαντριάζονται και κατευθύνονται
πολιτικά, τουτέστιν ακόμα και
τσαρκαλεύονται. Εκεί χωμένοι καθώς
είναι απαγορεύεται το τσαλίμι, η χορευτική
αυτή φιγούρα, αλλά και οι υπεκφυγές και
οι τσιριτσάνζουλες. «Μην μ’ κάν’ς
τσαλίμια, πες μ’, ναι ή όχ’». Γέμ’σι
τον τόπο τσάρκους. Είναι κατάλληλος
πολιτικός αυτός, έχει κόλπο και μέθοδο
και τρόπους. «Δεν είναι πολύ δυνατός,
αλλά ξέρ’ πολλά τσαλίμια, δηλαδή
τσαλμάκια». Γι’ αυτό και όλοι έλεγαν ή
μάλλον μετονόμασαν τη Βουλή παλιά
«Τσάρκο».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου