Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Καφετζήδες, enrichissez vous. Σε εθνική υπόθεση έχει αναχθεί, το «να περάσει στις τιμές, η μείωση του ΦΠΑ από 23% σε 13%», να ελαττωθούν δηλαδή κατά 8% οι τιμές στα καφενεία της επικράτειας!


Σε εθνική υπόθεση έχει αναχθεί το «να περάσει στις τιμές η μείωση του ΦΠΑ από 23% σε 13%», να ελαττωθούν δηλαδή κατά 8% οι τιμές στα καταστήματα εστίασης. Αυτό σημαίνει για τον φτωχό το σουβλάκι που πουλιέται πια 1 ευρώ, να κοστίζει 0,92 και για τον πλούσιο το γεύμα του στο ρεστοράν να γίνει 92 ευρώ από 100. Αλλιώς οι καταστηματάρχες θα γίνουν πλουσιότεροι κατά τα αντίστοιχα ποσά και οι καταναλωτές δεν θα κερδίσουν τίποτα.

Οι κλαδικοί εκπρόσωποι απαντούν πως δεν θα μειώσουν τις τιμές γιατί δεν τις αύξησαν όταν ο ΦΠΑ σκαρφάλωσε από το 13% στο 23% τον Σεπτέμβριο του 2011 - και εν μέρει έχουν δίκιο: οι τιμές στην κατηγορία «εστιατόρια-καφενεία-ξενοδοχεία» αυξήθηκαν κατά 2,7% (σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που βρήκα) μεταξύ Αυγούστου 2011-Αυγούστου 2012, ενώ θα έπρεπε να έχουν αυξηθεί κατά 8% αν οι επιχειρηματίες είχαν μεταφέρει όλη την αύξηση στους καταναλωτές.

Από την εμπειρία μας άλλωστε γνωρίζουμε ότι οι σοφότεροι από τους εστιάτορες και τους καφετζήδες μείωσαν τις τιμές τους για να κρατήσουν τους πελάτες τους - το επιβεβαιώνει οριακά και η ΕΛΣΤΑΤ αυτό: μεταξύ Ιουνίου 2012 και Ιουνίου 2013 (είναι τα τελευταία σχετικά στοιχεία) οι τιμές σε ξενοδοχεία-καφενεία-εστιατόρια μειώθηκαν κατά 0,2%. Φυσικά, η επιβίωση και η μείωση τιμών επιτεύχθηκε με απολύσεις, με την χρησιμοποίηση ανασφάλιστων ερργαζομένων και με φοροδιαφυγή. Πάντως οι απαράδεκτα υψηλές τιμές στην εστίαση, που σηματοδοτούνταν από το ότι πληρώναμε το καφεδάκι μας ακριβότερα από κάθε άλλο Ευρωπαίο, άρχισαν να διολισθαίνουν σε λογικότερα επίπεδα.

Υπάρχει όμως το εξής παράδοξο: ενώ οι τιμές μειώνονται, ολοένα και περισσότερα καταστήματα εστίασης ανοίγουν. Αν κάποιο μαγαζί που έκλεισε ξανανοίξει, το πιθανότερο είναι πως θα έχει γίνει μπαρ ή καφενείο ή σουβλατζίδικο ή κάτι αντίστοιχο. Δεν έχω στατιστικά στοιχεία, απλή παρατήρηση είναι που νομίζω την έχουμε κάνει οι περισσότεροι. Αν ισχύει, αυτό σημαίνει ότι ακόμα οι τιμές δεν είναι λογικές, εξασφαλίζουν δηλαδή μεγάλο περιθώριο κέρδους στον καταστηματάρχη σε σχέση με το να είχε ανοίξει μπακάλικο ή κουρείο. Και βέβαια το περιθώριο κέρδους γίνεται μεγαλύτερο με τη μαύρη εργασία και τη φοροδιαφυγή - οι τακτικοί πελάτες δεν απαιτούν απόδειξη, ιδίως αν ο καταστηματάρχης προσφέρει κάπου-κάπου ένα κέρασμα.

Ανεξάρτητα από τα «παραοικονομικά φαινόμενα», που ενδημούν άλλωστε σε όλη την οικονομία, είναι τόσο κακό, αναρωτιέμαι, το 10% της μείωσης να μην περάσει σε μας τους καταναλωτές αλλά στους καταστηματάρχες; Δεδομένου ότι το 10% της μείωσης του ΦΠΑ αντιστοιχεί σε 8% μείωση της τιμής και ότι με βάση τις έρευνες για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, περίπου 10% των δαπανών μας πηγαίνει στην εστίαση, το όφελος μας θα ήταν συνολικά 0,8%, το ένα δέκατο του ποσοστού που θα κερδίσουν αυτοί. Και τι θα το κάναμε αυτό το 0,8%, δηλαδή 80 ευρώ τον χρόνο για οικογένεια που έχει ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ; Δεδομένου ότι κόβουμε από όπου μπορούμε για να καταφέρουμε να πληρώσουμε την εφορία, στο κράτος πάλι θα κατέληγαν τα 80 ευρώ τον χρόνο που θα κερδίζαμε· θα τα καταθέταμε στην εφορία για να μη γίνει ληξιπρόθεσμη κάποια δόση του φόρου εισοδήματος, του ΕΕΤΗΔΕ ή του ΦΠΑ· δεν θα πάνε τα 80 ευρώ σε καλλυντικά ή παπούτσια.

Στα χέρια όμως του καταστηματάρχη τα 80 ευρώ είναι πολύ σημαντικότερο ποσό, είναι το 8% του τζίρου (που κάνει «κάθε οικογένεια» στο μαγαζί του) του και ίσως με αυτά δεν τακτοποιήσει μόνο φορολογικές υποχρεώσεις: ίσως αγοράσει μερικές καρέκλες για το μαγαζί του ή πληρώσει κάποιον να δουλεύει λίγες ώρες παραπάνω (έστω και με μαύρα χρήματα), ίσως αγοράσει με δόσεις μεγαλύτερη οθόνη τηλεόρασης ή ξαναρχίσει να αγοράζει αθλητική εφημερίδα για τους πελάτες του - οι πιθανότητες να κυκλοφορήσουν αυτά τα χρήματα στη χειμαζόμενη οικονομία και να την τονώσουν είναι μεγαλύτερες, νομίζω. Και στα μπουζούκια αν τα διαθέσει, πάλι στον ιδωτικό τομέα θα μείνουν.

Ως προς εμάς τους καταναλωτές καφέδων, γύρων με πίτα και αναψυκτικών, ακόμη και αν αποφασίσουμε να μη γίνουν οι οφειλές μας ληξιπρόθεσμες αλλά περιορίσουμε τις αγορές μας για να εξοικονομήσουμε τα 80 ευρώ που κράτησαν οι καφετζήδες, θα είναι από τα είδη που έχουν ΦΠΑ 23%: όποιος κόβει από τα τρόφιμα που έχουν ΦΠΑ 13% για να πληρώσει την εφορία δεν πηγαίνει σε μπαρ ή καφενεία· άρα το κράτος πάλι θα εισπράξει μικρότερο ΦΠΑ, πάλι θα μείνουν κάποια χρήματα παραπάνω στον ιδιωτικό τομέα που έχει καταρρεύσει.

Συνοπτικά, είναι θετικό ότι το κράτος θα εισπράξει λιγότερα χρήματα από την ιδιωτική οικονομία μειώνοντας τον ΦΠΑ στην εστίαση. Στη φάση που βρισκόμαστε είναι καλύτερο να μη μειωθούν οι τιμές, ας αφήσουμε τους καφετζήδες να διαχειριστούν τα χρήματα που δεν θα πάρει η εφορία. Αλίμονο άλλωστε αν δεχθούμε ότι το κράτος θα ορίζει τις τιμές στην αγορά αυξομειώνοντας τους φόρους σε κατηγορίες επιχειρήσεων ή είδη, ανάλογα με τις πιέσεις που δέχονται ή με τις προτιμήσεις που έχουν οι πολιτικοί. Η πραγματική μείωση των τιμών θα έρθει από την κατάσταση που ζούμε: την μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και τον ανταγωνισμό - υπό τον όρο ότι δεν είναι θα είναι αθέμιτος, δηλαδή δεν θα έχουν κάποιοι τη δυνατότητα να κερδίζουν παραπάνω μη κόβοντας αποδείξεις ή μη πληρώνοντας εργοδοτικές εισφορές, όπως συμβαίνει τώρα. Είναι δουλειά του κράτους να το εμποδίσει αυτό - και δική μας, γιατί όσα δεν πληρώνουν οι εκτός ανταγωνισμού, τα πληρώνουμε οι υπόλοιποι.

Όσο για το επανερχόμενο γενικό ερώτημα «γιατί δεν πέφτουν οι τιμές τόσο γρήγορα» παρά την κρίση, πέρα από όσα αναφέρονται συνήθως (εισαγωγές, ολιγοπώλια, ατελής ανταγωνισμός) υπάρχει κάτι που αγνοούν οι οικονομολόγοι αλλά οι κοινωνιολόγοι, και κυρίως οι εθνολόγοι, το γνωρίζουν πολύ καλά: στις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, όπως είναι η συντριπτική πλειοψηφία των μαγαζιών και βιοτεχνιών στην Ελλάδα, τις τιμές δεν τις καθορίζει η αγορά αλλά το ελάχιστο που απαιτεί η συντήρηση της οικογένειας. Η αυθόρμητη τάση της οικογενειακής επιχείρησης που μειώνεται ο τζίρος της είναι να αυξήσει τις τιμές ώστε να εξασφαλίσει αυτό το ελάχιστο, κατά την σοφία του παραδοσιακού έμπορου που γυρίζει το μεσημέρι σπίτι του και ανακοινώνει στη σύζυγο ότι «δεν είχαμε σήμερα δουλειά αλλά έβγαλα το μεροκάματο: άλλαξα τις ετικέτες και αύξησα τις τιμές των παντελονιών».

Βέβαια, αυτό το «ελάχιστο» προσδιορίζεται από τις απαιτήσεις/ανάγκες των μελών της οικογένειας, που μπορούν να προσαρμοστούν: να κοπούν, ας πούμε, τα αγγλικά των παιδιών για να πληρωθεί το ενοίκιο αν το μαγαζί δεν πηγαίνει καλά. Οταν όμως το μαγαζί δεν πάει καλά και ήδη κόπηκαν τα αγγλικά αλλά επιπλέον εμφανίζεται η εφορία και ζητά υπέρογκα ποσά, τι θα κάνει η οικογενειακή επιχείρηση; Μπορεί να μειώσει τα μπόνους (τα αγγλικά) αλλά δεν μπορεί να απολύσει τα μέλη της, όπως θα έκανε η καπιταλιστική επιχείρηση για τους υπαλλήλους της ώστε να μειώσει το κόστος της και τις τιμές της. Θα αντισταθεί μέχρις εσχάτων στη μείωση των τιμών (τη βοηθά σε αυτό το ότι το ίδιο κάνουν όλες οι οικογενειακές επιχειρήσεις), θα καταφύγει στη φοροδιαφυγή και στην εισφοροδιαφυγή για να αντέξει.

Το αποτέλεσμα είναι ο φαύλος κύκλος μείωσης των εισοδημάτων, σταθερότητηας των τιμών και αύξησης των φόρων. Έτσι μου φαίνεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: