Διαβάστε τι γράφει ο συγγραφέας για το νέο του μυθιστόρημα
Το νέο μου μυθιστόρημα «ραγιάς-Μέρες και νύχτες 1821» από σήμερα στα βιβλιοπωλεία.
Σημειώνω ότι, πέρα από τη μυθοπλασία, τους ήρωες και τα νοήματα ο αναγνώστης θα σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα για όσα συνέβηκαν τα προεπαναστατικά χρόνια και καθ’ όλη τη διάρκεια του ξεσηκωμού.
Μικρή περίληψη του βιβλίου, χωρίς να αποκαλύπτεται η μυθοπλασία:
1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι, Καρύταινα, Κομπότι, Πέτα, Αρκαδιά (Κυπαρισσία), Μυστράς, Βασιλικό Κορινθίας, Ναβαρίνο, Μπαρδουνοχώρια, Γεράκι, Λεβίδι, Κανδήλα, Λάλα, Φανάρι, Αράχωβα…….
Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι.
Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική του πορεία μπαίνει στη δούλεψη ενός στριφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα Τουρκόπουλο κλαίει κάτω απ’ τον απέραντο ουρανό, μα τόσο μικρό για τη μοναξιά του.
Στον δρόμο του και δύο γέροντες οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για κάθε τι, μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος.
Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μπαίνει στη θέση του «άλλου», μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»
Παραθέτω και ένα απόσπασμα από το «ραγιάς-Μέρες και νύχτες 1821», το οποίο αποτελεί τη θεματική κορωνίδα του βιβλίου:
«Λέγεις, Συμεών, ότι κάποιοι δε θέλουν ν’ ανήκουν πουθενά. Εγώ θαρρώ πως δεν μπορείς να βγεις απ’ το πετσί σου όπου και να κρυφτείς, όπου και να πας. Φωλιάζει κει μέσα και ριζώνει ολάκερος κόσμος. Απ’ το φίλημα της μάνας σου ως τα μολογήματα των παππούδων σου και τη ζωή που άπλωσαν τριγύρω σου όσοι σμίγουν σε ό,τι νοματίζει κανείς φυλή και γένος.
»Όσο για τη βουκέντρα, την αιτία, το γιατί ή το κίνητρο καταπώς το λαλείτε, γέροντες, ξετεντώστε το και ξεψαχνίστε το μέχρι το μεδούλι, δε βλάπτει, ακονίζεται έτσι ο νους. Όμως με τα λόγια έρχεσαι να ξεσπυρίσεις τα καμωμένα, δεν είσαι μέσα στη λαύρα τους.
»Κείνο που έμαθα είναι πώς όταν ρίχνεσαι με το τουφέκι και το χατζάρι στη μάχη, είσαι έτοιμος ν’ αποθάνεις κι αυτό θα πει πως πια δε θέλεις να είσαι ραγιάς. Κι όταν φτάνεις να λες δε με κόφτει αν θ’ αποθάνω, όλοι σε λογαριάζουν και σε σκιάζονται. Κανένας δεν μπορεί να σε σταματήσει, μόνο ο χάροντας που πια δεν τον λογαριάζεις εσύ.
»Το ξεκίνημα είναι μια αυλακιά, ίσια, ζαβή, βαθύτερη ή και σαν ξεσγάλισμα στο πετσί σου. Σου δίνει μια αμπωξιά και σε πάει ως παρακάτω, παραπατώντας ή και με σωστές δρασκελιές. Έτσι αρχίσαμε τον ξεσηκωμό, με την αμπωξιά των Φιλικών, και φεύγαμε όπως οι λαγοί μόλις θωρούσαμε τους Τούρκους. Επειδή, πέρα απ’ τα κακορίζικα άρματά μας, τους υψώσαμε πάνω απ’ τη δική μας δύναμη και μας έκοβε τα ποδάρια ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος.
»Πασχίζω να πω ότι δε φτάνει το ξεκίνημα. Δεν πήζει και δε ζυγιάζεται εύκολα στον νου σου πως σήμερα είσαι ζωντανός κι αύριο με τη θέλησή σου θα βρίσκεσαι κάτω απ’ τη γης ή θα σε τρώγουν τα όρνια. Σε βασανίζει το κρίμα για τους ιδικούς σου μα και για σένα τον ίδιο, για τη ζήση και τα νιάτα σου. Έρχονται στιγμές που κιοτεύεις, σε μαυλίζει ο ήλιος, τα πουλιά, τα λουλούδια, ο αέρας π’ ανασαίνεις, η αγκάλη που καρτεράς να σε σφίξει στη θέρμη της. Και μη γελαστεί κανένας και πιστέψει ότι γεννήθηκαν αντρειωμένοι όσοι τα έβαλαν με οχτρούς που φάνταζαν ανίκητοι κι ας είχαν κάποιοι αποκοτιά πιότερη απ’ των αλλωνών. Στου καθενός το γουδί χτυπιόνταν οι γλυκασμοί της ζωής με το σκοτάδι του θανάτου και μαζί τα κουσούρια κι όλα τα στραβά τους. Και τούτο τους κάμνει ακόμα πιο άξιους και σπουδαίους.
»Μήτε πρέπει ν’ αδικεί κανείς όσους λοξοδρόμησαν ή ξέπεσαν σε κακουργίες, καθισμένος στο μιντέρι του ή στην φραντσέζικη καρέκλα του, αλάργα απ’ τις φωτιές που καίγανε κείνους. Τους έκρεναν γυναίκες και λιμασμένα απ’ την πείνα παιδιά, φωνές άγνωρες, νιόφερτες, φωνές δικών τους, σκοτωμένων ή ατιμασμένων, φωνές αιώνων που πλέξανε χίλιων λογιών φράχτες στον λογισμό τους. Μα και καινούριοι φόβοι και σχέδια, γεννήματα απ’ το αναποδογύρισμα του παλιού κόσμου και το νέο διαφέντεμά του. Και, είναι αλήθεια, πως όλοι ορέγονται να υψωθούν σε αφέντες και θαρρούν αξιότερο τον εαυτό τους απ’ τους άλλους.
»Είμαι σίγουρος πως όποια παντρολογήματα κι αν γίνονταν στον νου όσων χόρεψαν τον αντικριστό χορό με τον χάροντα στο αλώνι του πολέμου, τους έσμιγε η θέληση να φτιάξουμε πατρίδα. Κι ας μην τη νογούσε ο καθένας με τον ίδιο τρόπο. Το μπόλι που μπήγονταν στο κορμί ολωνών και ρουφούσε το αίμα τους για να βλαστήσει, τ’ ανάθρεψαν μύρια δεσίματα στους πίσω χρόνους ως τους τωρινούς. Οι κατοπινοί ας κάμουν το βλαστάρι καλύτερο.
»Για μένα έχει αξία να γεννηθεί και να στεριώσει γερά μέσα στον άνθρωπο η φωνή που κράζει: Δε θα ζήσω σαν ραγιάς! Μα να ξεύρει, όποιος λάβει την απόφαση, ότι τούτο θα ζητήσει μέχρι το αίμα του και να ‘ναι έτοιμος να το δώκει.
»Να μην είμαι ραγιάς στον Τούρκο, που με πατούσε στον σβέρκο και δε με λογάριαζε για πλάσμα ανθρωπινό. Όμως να μη γίνομαι και ραγιάς στο πλάνεμα του ξένου, στα δανεικά λεφτά του, που τα γυρεύει με τους τόκους διπλά και τρίδιπλα και με κρατάει έτσι μόνιμα σκλάβο. Να χρειάζεται να στέρξει για να μοιράσω τα χωράφια σε όσους πότισαν με αίμα τούτη τη γης, γιατί λέει τα βάλαμε αμανάτι στα δάνεια. Είναι ωσάν να σου παίρνουν τη γυναίκα και σου ζητάνε λύτρα για να σ’ τη δώκουν πίσω. Προτιμάω να τρώγω ψωμί και κρεμμύδι και να ‘χω το ίρτζι μου. Να μη φοράω συντρόφι, άμα δεν έχω, κι όχι να διακονεύω μεταξωτά βρακιά και να μου χουφτώνει ο δανειστής τούς πισινούς. Θα τρώγω όσα βγάνω.
»Ραγιάς είναι και κείνος που γίνεται υποτακτικός σε χίλια δυο σκιάγματα κι ας τα έμπηξαν στον νου και στην ψυχή του οι πρωτύτεροι.
»Άμα περπατάς με το τι θα πει ο κόσμος, αν στέκεσαι συνεχώς δίβουλος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε μετράς τη γνώμη των άλλων, άμα γυρεύεις το ντάντεμα οποιανού διαφεντεύει τη ζωή σου κι αν καρτεράς τον κάθε Μόσκοβο να σε σώσει τότε είναι ραγιάδικο το βήμα σου. Ούτε να λογαριάζεις πως σου χρωστούν οι ξένοι, γιατί πάλι αλληθωρίζεις. Ραγιάς κι όποιος δέχεται στα πατήματα της στράτας του να τον κοιτούν από ψηλά κι όχι ίσια στα μάτια.
»Δε θέλεις να είσαι ραγιάς; Μάθε να λες όχι κει που πρέπει κι ας το πλερώσεις. Να βαστάς το σέβας σου, την αξιοπρέπεια. Να βαστάς το φωτεινό σου εγώ, τη γλυκιά κι όχι τη φαρμακερή του ουσία. Δεν είμαι ραγιάς θα πει και ξανοίγω τον νου μου, τον παιδεύω με χίλια ρωτήματα, αλλά και με τα γράμματα και με τις επιστήμες. Γιατί ο κόσμος του ανθρώπου είναι σαν το καρύδι, κλείνεται μέσα στο τσόφλι. Κι άμα δεν το σπάσεις, δε γλέπεις μακρύτερα. Όποιος το καταφέρει, θα δει να πλαταίνει ο κόσμος κι αυτά που θαρρούσε ότι γνωρίζει.
»Τούτο πεθυμώ κι ονειρεύομαι για το αύριο, μα με πολλούς στο πλάι μου. Άμα δοκιμάσει να κτίσει ένας όλα τα σπίτια της Ελλάδας, θα χρειαστεί αιώνες. Αντίθετα αν κτίσει κάθε νοικοκύρης το δικό του, θα τελέψουν σε μήνες.
»Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ούτε η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, ούτε οποιοσδήποτε άλλος σε μένα. Να μην είμαι ραγιάς μήτε σε ξένο, μήτε σε δικό, μήτε του κορμιού, μήτε σε όσα δε συνταιριάζονται με τον λεύτερο άνθρωπο. Ραγιάς σε τίποτα!»
Γιάννης Καλπούζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου