Γράφει ο Χρήστος Α.
Τούμπουρος
Τώρα
που τέλειωσαν οι εκλογές και «ο καθένας πάει στον πάγκο του», και
αρχίζει η πεζότητα της καθημερινότητας θυμήθηκα και το πάθημα της Βασίλως.
«Η Βασίλω, χαϊδιάρα
κοπέλα, έφτασε στα δεκαοχτώ της. Στο χωριό που ζούσε ασχολούνταν με τις
καθημερινές ασχολίες του σπιτιού. Πέρα από αυτά, μερικές φορές πήγαινε στο λόγγο
για ξύλα. Παράλληλα έπαιρνε μαζί της και τις λίγες σπιτικές κατσίκες να
βοσκήσουν.
Μια μέρα που
ετοιμάζονταν να πάει στο λόγγο, της λέει η μάνα της: «Βασίλω πάρε μαζί σου και
την παρδαλή τη γίδα για να πριτσιαλιστεί. Όντας η Βασίλω γυναίκα για
χειρωνακτικές εργασίες -στην ουσία δεν είχε βγει έξω από το σπίτι της-, δεν είχε
αναπτύξει ακόμα τα ένστικτο του έρωτα παραβιάζοντας ουσιαστικά και τον αρχαίο
κανόνα: «έρως έμφυτος τοις ανθρώποις». Οι ανάγκες για επιβίωση της εποχής
εκείνης ήταν μεγαλύτερες από κάθε τι άλλο και οι συνθήκες ζωής εντελώς
διαφορετικές.
Πράγματι, αφού έδεσε
με μια τριχιά αργανέλι τη γίδα, πήρε και το κλαδευτήρι με την τριχιά τυλιγμένα
στο σαγκούνι και ξεκίνησε για το λόγγο προκειμένου να εκτελέσει και την αποστολή
που της είχε αναθέσει η μάνα της. Περπατώντας περίπου μισή ώρα αντίκρισε στα
λιβάδια τη θεια Ρίνα που έβοσκε τα πρόβατα και τα γίδια της. Σύντομα έφτασε
κοντά της και τη βρήκε να γνέθει μια τλούπα μαλλί για να το κάνει γνέμα, γιατί
πλησίαζε ο χειμώνας και θα χρειάζονταν όλοι στο σπίτι τσουρέπια, να φορέσουν.
Δεν ήταν και λίγοι. Οκτώ νοματαίοι.
-Καλησπέρα θεια Ρίνα,
λέει η Βασίλω και τραβούσε από το αργανέλι τη γίδα που κι αυτή με τη σειρά της
αντιδρούσε, προσπαθώντας να φύγει και να βοσκήσει ελεύθερα στο λιβάδι.
-Καλώς τη Βασίλω,
ήταν η απάντηση της θεια Ρίνας. Μέρες έχω να σε δω να πας στο λόγγο για κλαρί.
Όπως καταλαβαίνω έφερες τη γίδα για το τραϊ. Περίμενε ένα λεφτό. Πήρε στο χέρι
της λίγη ξερή κουλούρα και κατευθύνθηκε προς το μέρος των τράγων, που βοσκούσαν
λίγο πιο πέρα μαυλώντας τους να έρθουν προς το μέρος τους. Πράγματι ο
μεγαλύτερος των τράγων πλησίασε και η θεία δείχνοντάς του πάντα το ξεροκόμματο,
τον οδήγησε κοντά στη γίδα λέγοντας στη Βασίλω: «κράτησέ την γερά μη σου φύγει
από την τριχιά».
Η Βασίλω αυτή τη
σκηνή, παρά την ηλικία της δεν την είχε ξαναδεί. Κρατούσε γερά την τριχιά και ο
τράγος όλο και γυρόφερνε την παρδαλή. Κάποια στιγμή πατώντας στις μύτες των
ποδιών του πλησίασε την παρδαλή στο δεξιό αφτί και το ακούμπησε με τη μουσούδα
του, λες και ήθελε κάτι να της πει. Μετά από μια γύρα πηγαίνει στα αριστερά της
κατσίκας και με τον ίδιο τρόπο πλησίασε το αριστερό της αφτί. Στη συνέχεια κάνει
ένα είδος φταρνίσματος και πλησιάζει τα ρουθούνια του στον πισινό της γίδας.
Αυτόματα ανασηκώνεται στα πισινά του πόδια και απλώνει τα μπροστινά του
καβαλικεύοντας στη ράχη της κατσίκας και αρχίζει να πηγαίνει μια μπρος μια πίσω
για ένα περίπου λεπτό της ώρας. Μόλις ξεκαβαλίκεψε από τη ράχη της παρδαλής,
λέει η θεια Ρίνα στη Βασίλω: «δέσε τη γίδα εκεί κοντά στη γκορτσιά για να μη
φύγει με τα δικά μου, γιατί μετά θα αναγκαστείς να έλθεις κάτω στο σπίτι για να
την πάρεις, όταν μαζευτούν τα δικά μου γίδια στο μαντρί. Για να μην αργήσεις και
βραδιάσεις στο δρόμο, τι είσαι και νέα κοπέλα πήγαινε εκεί παρακάτω στο δικό μου
μέρος του λόγγου, κόψε κλαρί και γύρνα να πάρεις τη γίδα και να φύγεις όσο πιο
γρήγορα μπορείς».
Πράγματι, έτσι έγινε.
Η Βασίλω γύρισε φορτωμένη ένα βάσταμα κλαρί για τις υπόλοιπες γίδες, πήγε την
παρδαλή και ξεκίνησε για το σπίτι. Μπήκε στην αυλή του σπιτιού, ξεφόρτωσε το
κλαρί και μάζεψε την τριχιά διπλώνοντας το σιαγκούνι. Μπήκε στο σπίτι και βρήκε
τη μάνα της να ετοιμάζει το φαγητό για το βράδυ.
-Τι έγινε Βασίλω,
ήταν η πρώτη ερώτησή της. Πριτσιαλίστηκε η παρδαλή;
-Δεν ξέρω μάνα. Εγώ
την πήγα στο τραϊ της θειας Ρίνας. Αυτό πλησίασε την παρδαλή. Ακούμπησε τη μύτη
και το στόμα του στο ένα αφτί της γίδας και κάτι της είπε κρυφά. Μετά πήγε στο
άλλο αφτί και της είπε πάλι κάτι κρυφά. Στη συνέχεια φταρνίστηκε, πήγε στον
πισινό της, έβγαλε ένα κοντύλι (κόκκινο), την καβαλίκεψε με τα μπροστινά της
πόδια και κάτι έγραψε στον πισινό της.
Μου είπε η θεια Ρίνα
να τη δέσω στη γκορτσιά, για να μη φύγει παρέα με τα δικά της γίδια. Τώρα, αν
πριτσιαλίστηκε ή όχι δεν ξέρω».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου