Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Πω,
πω … σωθήκαμαν! Πιάσαμε από νεφραμιά…»,
ήταν οι απαξιωτικές λέξεις που αφορούσαν
είτε σεβάσιο είτε οικονομική συμφωνία.
«Πα, πα, πα… Μ’ αυτόν να κάνω χωριό;
Αυτός θα τα πουλήσ’ όλα και θα τα πιει
ούζα στο καφενείο. Δεν έχ’ σωμό η
ανεπροκοπιά τ’». Αχ, αυτό το σώσιμο.
Κακός μπελάς για όλους. Μικρός όταν
«εργαζόμουν»-τσιλιαδόρος πάνω από το
καφενείο όπου έπαιζαν χαρτιά οι μισοί
χωριανοί σε μια βάρδια αποκοιμήθηκα.
Μπήκαν μέσα οι Χωροφύλακες και δεν
«σώθ’κε ουρθούν!». Τους μάζεψαν όλους
και τους πήγαν αυτόφωρο στην Άρτα. Πήγαν,
τα πλήρωσαν και βγήκαν. Όταν επέστρεψαν
στο χωριό μια αγανακτισμένη σύζυγος
είπε το αμίμητο: «Εσύ δεν μπορείς να
σώσεις τον εαυτό σου, θα σιάσεις την
οικογένειά σου; Μπα, άσειαστος θα είσαι
μια ζωή».
«Τι πήρες εκεί;» ήταν η
αφοπλιστική ερώτηση της Ασπασίας. «Να,
έσωσα κι έφτασα με το χέρι ένα τσαμπί
σταφύλια». Δεν άκουγε τίποτε. Τους πήγε
στον Ειρηνοδίκ’ να τους δικάσ’. Κι
αυτός της είπε: «Άιντε στο καλό σ’. Δεν
σώνεσαι εσύ με ένα τσαμπί. Θέλεις Σωτήρα
κανονικό εσύ. Να ευχηθούμε να βρεθεί».
Και είναι αλήθεια πως κάποιος κάπου
πέρναγε την είδε, θεόστραβος ήταν, και
την παντρεύτηκε. «Σώθηκε αυτή, αλλά
σώθηκε κι όλο το χωριό».
«Σώθηκε η
υπομονή μου». Πόσες φορές δεν άκουσα
αυτή τη φράση από το δάσκαλό μου, καθόσον
έκανα συνεχείς διαολιές και ταρζανιές.
«Σώθηκαν τα ψέματα. Εσύ δε σώζεσαι με
τίποτε». Αυτά μού είπε και μού έσκασε
ένα φούσκο που μού ‘ρθε αλατζούτζουρας.
Ακόμα φούρλες κάν’ το κεφάλ’ μου. Είναι
αλήθεια πως εκείνο που φοβόμασταν μικροί
ήταν μην ακούσουμε τη μάνα μας να λέει:
«Σώθ’κε το ψωμί, αύριο θα ζυμώσω». Μας
χτύπαγε η λόρδα «Παναγία βόηθα!». Δεν
είχαμε ακούσει ποτέ το «Σώθηκαν τα
λεφτά», αφού δεν υπήρχαν καθόλου. Στα
ντουζένια της η αγροτική-ανταλλακτική
οικονομία. Ούτε το χρώμα τους δεν
ξέραμε.
Την άκουσα την παρατήρηση από
τον μπάρμπα Νάσιο: «Ακόμα δε σώσατε την
κουβέντα σας; Δεν σώζεται κανένας και
καμιά από σας. Τους περνάτε όλους και
όλες στεγνούς πέρα από τον Άραχθο».
Απευθύνθηκε σε δυο κουτσομπόλες που
στρώθηκαν στο πεζούλι της εκκλησίας
και αλωμάνισαν με το στόμα τους όλους
τους άντρες του χωριού. Τότε θυμήθηκε
η μία και «έσωσε να σηκωθεί». Φεύγοντας
είπε «πάω να δω αν σώθηκε το φαΐ που είχα
στη φωτιά». Και ανταπάντησε ο μπάρμπα
Νασιος πως «ο μόνος σωτήρας για σένα
είναι να αρπαξ’ ο Κώστας κανένα φορτωτήρα
και να σ’ κάν’ την πλάτ’ μαλακότερη
από τον κώλο». «Εγώ, να μη σώσω να δω καλή
μέρα, αν έχω πει κουβέντα για καμιά
χωριανή».
«Ντιπ ζιαβρακιασμέν’ είναι
η νύφ’ της Πολυξένης. Το χέρι τ’ς δε
σών’ να φτάσ’ ίσαμε το κλαρί, να κόψ’
δυο βέργες. Εγώ κόβω όλο το φόρτωμα».
Αυτά λέγονταν για τις κοντές και αδύνατες
γυναίκες. Στις αγρυπνίες, παρακλήσεις,
Λειτουργίες, Δοξολογίες (όχι αφορισμούς
δεν ξέρω, δεν έχω δει αφύσ’κα πράματα)
κυριαρχούσε το «Σώσον Κύριε τον λαό
σου…».
Το ωραιότερο… «Σώθ’κε το
λαδακ’ στο καντήλι του. Όπου να ‘ναι
θα τα τινάξ’ τα πέταλα ο Γιώργος. Δε
σώζεται με τίποτε. ». Κάπως έτσι
ανακοινώθηκε ότι έφτανε το τέλος του
Γιώργου. Και μια «παθούσα» απάντησε:
«Σώθ’κε το κεράκι τ’, λαλάει όμως το
πουλάκι τ’».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου