Πριν από δύο μήνες έλαβα επιστολή
από Πρύτανη μεγάλου Πανεπιστημίου της Βρετανίας που μου ζητούσε να βοηθήσω ένα
Γερμανό απόφοιτο του Πανεπιστημίου του στην εκπόνηση της διδακτορικής του
διατριβής με θέμα: «η Ελλάδα και η Ιρλανδία: σύγκριση στην εφαρμογή των
προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και των αποτελεσμάτων
τους».
Κατά τη συνάντηση υποβλήθηκαν διάφορες ερωτήσεις που στρέφονταν
γύρω από την αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών ελίτ των προγραμμάτων λιτότητας, τη
συνεννόηση μεταξύ τους, το ρόλο των Κοινοβουλίων, την αποδοχή της
πραγματικότητας από τους πολίτες, την εικόνα των εταίρων και δανειστών στο
εσωτερικό των χωρών και τους λόγους για τους οποίους τα δύο προγράμματα είχαν
μεγάλη απόκλιση σε σχέση με την προϋπάρχουσα παραγωγική βάση των δύο
χωρών.
Οι διαφορές που εμφανίζονται ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιρλανδία
πέραν της διαφορετικής ποιότητας του χρέους είναι προφανείς και δείχνουν γιατί η
χώρα μας, πέντε χρόνια μετά την παρ' ολίγο χρεοκοπία, μοιάζει σα να
συνειδητοποιεί για πρώτη φορά το βάθος και την έκταση της οικονομικής και
κοινωνικής κρίσης. Ο διάλογος στο εσωτερικό κινείται συχνά έξω από την
πραγματικότητα. Οι θεωρούμενες ως μεταρρυθμίσεις «πάνε κι έρχονται» και ελάχιστα
συνιστούν εφαρμοσμένη πολιτική. Οι ιδιωτικοποιήσεις αμφισβητούνται ως εργαλεία
ανάπτυξης. Συχνά οι ιδεοληψίες γύρω από το ρόλο του ιδιωτικού τομέα
θυμίζουν τη δεκαετία του 80, όπου τα πάντα έπρεπε να κάνει το κράτος. Η
τελείως διαφορετική εμπειρία της χώρας μας στη σχέση του ιδιωτικού με τον
δημόσιο τομέα από αυτή της Ιρλανδίας, δεν δημιουργεί μόνο διάκριση στην
αντιμετώπιση των συναφών προβλημάτων, αλλά προοιωνίζεται και τις πιθανότητες
επενδύσεων από ημεδαπά ή αλλοδαπά κεφάλαια και για τις δύο
χώρες.
Η Ιρλανδία έχει φύγει από το πρόγραμμα
δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει ένα σταθερό φορολογικό σύστημα, η απασχόληση
μεγαλώνει γιατί γίνονται συνεχώς νέες επενδύσεις. Η Ελλάδα που θα
έβγαινε από το πρόγραμμα είναι βαθιά μέσα σ' αυτό, στερείται επενδύσεων, χάνει
συνεχώς προϋπάρχουσες επιχειρήσεις, αλλάζει το φορολογικό της σύστημα συνεχώς
και το χρέος της επ' ουδενί είναι βιώσιμο ιδιαίτερα από το 2020 και
μετά.
Το χειρότερο όλων είναι ότι οι εμφανιζόμενες ως πολιτικές ελίτ
σε κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο αδυνατούν να συνεννοηθούν για τα
στοιχειώδη. Επιπλέον εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι οι αναβολές
είναι ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και επειδή δεν
θεωρώ ότι υπάρχει Έλληνας που να πιστεύει στον «από μηχανής Θεό», θα πρέπει
μάλλον να θεωρήσουμε ότι η αναβολή των αποφάσεων κατά κάποιο τρόπο κάνει
ελαφρότερη την προοιωνιζόμενη ματαίωση και ελαφρύνει το ψυχολογικό
βάρος. Ωστόσο ο πεντάμηνος «μήνας του μέλιτος» τελείωσε και όσα έχουν
συσσωρευθεί τώρα φαίνονται ασήκωτα για μια κυβέρνηση που είχε δώσει υποσχέσεις
πέραν της πραγματικότητας.
Η συνολική εικόνα της κατάστασης στην
Ελλάδα, που προκύπτει μάλιστα από την υπερδημοσιότητα και τον
υπερσχολιασμό, αποβαίνει αρνητική στα μάτια εκείνων με τους οποίους
διαπραγματευόμαστε και που έτσι και αλλιώς ήταν οργισμένοι μαζί μας από την
πρώτη στιγμή της κρίσης. Στη δεδομένη σημερινή συγκυρία οι συνομιλητές
μας, από τα δάνεια των οποίων εξαρτώμεθα, έδειξαν επίσης το χειρότερο εαυτό
τους: μια Ευρώπη που διαπραγματεύεται μέσω των υπερεθνικών οργάνων, ενώ
στην πραγματικότητα διαπραγματεύονται τα κράτη με τη βοήθεια του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου. Δηλαδή το προκάλυμμα μιας Ευρώπης που υποτίθεται
ότι βήμα-βήμα ολοκληρώνεται, πίσω από το οποίο ξεπροβάλλουν ο άκρατος
διακυβερνητισμός και οι φόβοι για νέες φυγόκεντρες δυνάμεις στην
Ευρώπη.
Παρόλα αυτά το σημερινό οξύ πρόβλημα
βρίσκεται σ' εμάς. Είμαστε αυτοί που ζητούν δανεικά χωρίς μάλιστα να
είμαστε βέβαιοι ότι θα μπορούμε να τα αποπληρώσουμε στο μέλλον. Και επειδή
δυστυχώς στην ιστορία της ανθρωπότητας δικαιοσύνη και δίκαιες λύσεις υπήρχαν
πάντα μεταξύ ίσων - κατά την αρχαία ελληνική ρήση - απαιτούνται σήμερα επώδυνες
αποφάσεις, αλλά αποφάσεις, όχι παρατάσεις και αναβολές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου