Οι αναγνώστες μας θα πρέπει επίσης να πληροφορηθούν ότι
το βαρύ πυροβολικό των εξαγωγών μας (40%) είναι τα καύσιμα και η βιομηχανία, ενώ
ο αγροτικός τομέας, λόγω ανικανότητος και απέχθειας προς το επιχειρείν,
αντιπροσωπεύει μόνον 4,1% των συνολικών εξαγωγών.
Σε αυτή την χώρα -η οποία, ως φαίνεται, δεν θέλει να έχει στον ήλιο μοίρα-
όλα τα προσχήματα για να παραμένει ακίνητη, οπισθοδρομική και ασυνεπής είναι
καλά. Έτσι, εσχάτως, με αφορμή τα ευρω-ατλαντικά μέτρα κατά του «κράτους-μαφία»,
όπως αποκαλεί την Ρωσία η αριστερή βρεταννική εφημερίδα Γκάρντιαν, πολύς θόρυβος
γίνεται για κάποια ροδάκινα και πορτοκάλια τα οποία οι Ρώσοι, εις αντίποινα,
απαγόρευσαν την εισαγωγή τους. Η απαγόρευση αυτή έδωσε νέες αφορμές για
εκδηλώσεις ρωσολαγνείας, αντιευρωπαϊσμού και βέβαια ενδυνάμωσαν για πολλοστή
φορά το σύνδρομο της ανοησίας, που πολλά χρόνια τώρα αποτελεί σήμα κατατεθέν
στον δημόσιο βίο της χώρας.
Ωστόσο, πίσω από την ρωσολαγνεία κρύβεται μία άλλη οδυνηρή πραγματικότητα,
την οποία βεβαίως ουδείς θέλει να θίξει διότι τότε θα πρέπει να ασχοληθεί με την
ανατροπή της. Και η πραγματικότητα αυτή μάς λέει ότι η Ελλάδα, για
συγκεκριμένους και πολύ αδρούς λόγους, έχει σοβαρό πρόβλημα εξαγωγών και
εξωστρέφειας. Πρόβλημα διαρθρωτικό, το οποίο όμως απαιτεί ριζικές μεταρρυθμίσεις
και αλλαγές στις νοοτροπίες για να μπορέσει να αντιμετωπισθεί.
Διότι, πριν απ' όλα, η ενίσχυση της εξωστρέφειας προϋποθέτει κάμψη της
γραφειοκρατίας, μείωση του ενεργειακού και φορολογικού κόστους και
επιχειρηματίες με θέληση, φαντασία και τόλμη. Όλα αυτά είναι «είδη εν
ανεπαρκεία» στην Ελλάδα. Στην οποία, επιπροσθέτως, σήμερα είναι πλέον αισθητός
και ο κίνδυνος μιας οδυνηρής αποβιομηχάνισης -φαινόμενο που θα αφαιρέσει από την
οικονομία σοβαρές αναπτυξιακές δυνατότητες.
Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν είναι αρκούντως σοβαρά προς συζήτηση θέματα στα
τηλεοπτικά και άλλα καφενεία, γιατί δημιουργούν προϋποθέσεις αναπτύξεως της
κριτικής σκέψεως, που είναι πολύ «κακό πράγμα» για τους αγράμματους και
ασχέτους.
Κατά τα λοιπά, αυτό που θα έπρεπε να ανησυχεί τους υπευθύνους της
οικονομίας και της πολιτικής είναι η κάμψη των εξαγωγών φέτος, μετά την αναλαμπή
του 2013, η οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται στην πτώση των πωλήσεών μας στα
Βαλκάνια, στην Τουρκία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο επίπεδο δε της κατανομής
των εξαγωγών μας, οι περιοχές αυτές απορροφούν το 70& των εξαγωγών και
αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα έσοδα 20 δισεκατ. ευρώ. Αντιθέτως, η Ρωσία, με
εισαγωγές 406 εκατ. ευρώ από την Ελλάδα, καλύπτει μετά βίας το 1,8% των
συνολικών εξαγωγών μας και το ποσό αυτό είναι χαμηλότερο από τα 500 εκατ. ευρώ
εισαγωγές φυσικού αερίου που κάνει η Ελλάδα.
Οι αναγνώστες μας θα πρέπει επίσης να πληροφορηθούν ότι το βαρύ πυροβολικό
των εξαγωγών μας (40%) είναι τα καύσιμα και η βιομηχανία, ενώ ο αγροτικός
τομέας, λόγω ανικανότητος και απέχθειας προς το επιχειρείν, αντιπροσωπεύει μόνον
4,1% των συνολικών εξαγωγών. Από αυτό δε το ποσοστό, το μεγαλύτερο μερίδιο είναι
εξαγωγές ελαιολάδου (χύμα, κυρίως) και διαφόρων λιπών ζωικής ή φυτικής
προελεύσεως. Συνεπώς, οι περίφημες ζημιές των αγροτών από τα ρωσικά μέτρα μετά
βίας θα πλησιάσουν τα 50 εκατ. ευρώ, ασχέτως βέβαια αν κάποιοι φοροφυγάδες
αγροτοπατέρες θέλουν να μετατρέψουν τις αποζημιώσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως σε
«αρπαχτή». Ως συνήθως, εξάλλου.
Πίσω από όλα αυτά, όμως, υπάρχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Σε τελευταία
μελέτη με τίτλο «Πριν το Νέο Αναπτυξιακό Μοντέλο», ο κ. Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής
οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς, σημείωνε ότι το σοβαρότερο πρόβλημα των
ελληνικών εξαγωγών είναι «η πολύ μικρή προστιθέμενη αξία τους, καθώς η χώρα μας
εξάγει βασικά αγαθά σε ακατέργαστη και πρωτογενή μορφή χωρίς να υφίστανται
καμμία περαιτέρω επεξεργασία επί ελληνικού εδάφους, γεγονός που θα αύξανε το
οικονομικό όφελος των εξαγωγών για την οικονομία και θα συνέβαλε στην ανάδειξη
επωνύμων ελληνικών προϊόντων». Αν υπάρχει ένα προϊόν στο οποίο η παραπάνω
πρόταση βρίσκει απόλυτη εφαρμογή αυτό δεν είναι άλλο από το ελαιόλαδο, που
φιγουράρει στην κορυφή της λίστας με τα πλέον εξαγώγιμα τρόφιμα (σύμφωνα με τον
ΠΣΕ, στο εννεάμηνο του 2013 οι εξαγωγές παρθένου ελαιόλαδου έφτασαν τους 131.810
τόνους, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 388,6 εκατ. ευρώ).
Ωστόσο, η χώρα και ο κλάδος στο σύνολό του, από τους παραγωγούς μέχρι την
βιομηχανία, αδυνατούν να εισπράξουν την υπεραξία που αναλογεί στα ποιοτικά του
χαρακτηριστικά. Ο κύριος λόγος είναι ότι ο μεγαλύτερος όγκος της παραγωγής
(σχεδόν το 80%) εξάγεται χύδην και πιο συγκεκριμένα στην Ιταλία, η οποία το
εμφιαλώνει και το τοποθετεί στην αγορά ως ιταλικό. Η απουσία τυποποίησης και η
συνακόλουθη έλλειψη branding αποτελούν διαχρονικά την αχίλλειο πτέρνα του
ελληνικού ελαιολάδου, στην οποία έρχεται να προστεθεί και η σχετικά υψηλή -σε
σχέση με τον ανταγωνισμό- τιμή του. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το μερίδιό του στις
15 σημαντικότερες αγορές είναι μόλις 8%, με την Ιταλία και την Ισπανία να
κατέχουν αθροιστικά πάνω από 90%, ενώ στην αγορά των ΗΠΑ δεν ξεπερνά το
3%.
Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία της
πρεσβείας μας στο Λονδίνο, το 2012 η Ελλάδα εξήγαγε στην Βρετανία 1.262,3 τόνους
ελαιολάδου, όταν η Γερμανία, με μηδενική παραγωγή, εξήγαγε την διπλάσια
ποσότητα, δηλαδή 2.557 τόνους. Στην Γαλλία, η Ελλάδα κατέλαβε την ίδια χρονιά
μόλις το 1% των εισαγωγών σε ελαιόλαδο σε αξία με 1,4 εκατ. ευρώ, όταν το
αντίστοιχο νούμερο για το Βέλγιο (που επίσης δεν διαθέτει παραγωγή) ήταν 9,5
εκατ. ευρώ.
Αυτή την κατάσταση περιγράφει το περιοδικό «Τρόφιμα και Ποτά»,
καταγράφοντας μία πραγματικότητα που σίγουρα ποσώς ενδιαφέρει τους τυχοδιώκτες
της πολιτικής και των ΜΜΕ. Και γιατί, εξάλλου;.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου