Το
έδειξαν και το ξανάδειξαν τα κανάλια, το είπαν και το ξανάπαν οι αρμόδιοι
συνοδοί της πόλης μας: «Έμειναν πολύ ευχαριστημένοι» οι Τούρκοι πράκτορες του
Τουρισμού που μας έκαναν την τιμή να επισκεφτούν τα Γιάννινα!
«Έμειναν έκπληκτοι από το πόσο καλά συντηρημένα
διατηρούμε τα τούρκικα μνημεία, τους μιναρέδες και τα τζαμιά». Ένιωσαν
σαν να ήταν στον τόπο τους! Έφυγαν ευχαριστημένοι και συγκινημένοι, σαν νάταν
ταξιδεμένοι που γύρισαν ύστερα από χρόνια πίσω. Τόσο τίποτε δεν άλλαξε αυτά τα
100 χρόνια, που πέρασαν σαν νερό!
Κατευχαριστημένοι οι γείτονες από το
ενδιαφέρον της πόλης μας για τα Οθωμανικά μνημεία, χωρίς την παραμικρή αλλοίωση,
με προσεχτική αποκατάσταση των φθορών, ανοιχτά και επισκέψιμα στον τουρίστα,
χωρίς διατυπώσεις.
Και να σκεφτεί κανείς ότι είναι δεμένα με τη ζωή του
«αιμοσταγούς» δυνάστη της πόλης και της Ηπείρου, του
Αλή Πασά, που η θύμησή του κάνει ακόμη και τα νερά της λίμνης
μας ν'ανατριχιάζουν.
Μακάρι να είχαν την ίδια τύχη, την ίδια φροντίδα, το
ίδιο ενδιαφέρον, τον ίδιο σεβασμό και τα δικά μας μνημεία των χαμένων πατρίδων,
με πρώτη την Αγιά Σοφιά μας.
Αυτοί ήρθαν κατακτητές, τύραννοι στον τόπο μας
και το πέρασμά τους το συντηρούμε, το προσέχουμε, το διαφημίζουμε!..
Μόνο την
φωνή το Ιμάμη δεν ακούμε να προσεύχεται! Τα δικά μας; Τα μνημεία, τις Πόλεις,
τον πολιτισμό, τους ανθρώπους μας, εκείνοι τους αιματοκύλισαν! Φωτιά και αίμα
και προσφυγιά! Αυτά έρχονται συνειρμικά στο μυαλό μου.
Σχεδόν το έμβλημα των
Ιωαννίνων το Κάστρο με το τζαμί, στην ασημουργία μας, στους
τουριστικούς οδηγούς. Έχω τη γνώμη ότι:
- Και το να αγαπάς και να
υπερασπίζεσαι τον τόπο σου δεν είναι σωβινισμός.
Και μένω πάλι μια
ζωή με την ίδια απορία και το ίδιο βασανιστικό ερώτημα: Τίποτε δεν έχουμε στην
πόλη να επιδείξουμε, τίποτε που να χαρακτηρίζει τα Γιάννινα τα «πρώτα
στ' άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα»;
Δεν είμαι Γιαννιώτισσα.
Πέρασα όμως τα σχολικά μου χρόνια κι αργότερα αρκετά απ' τα διδασκαλικά μου σ'
αυτή την πόλη και την αγάπησα και την πόνεσα σαν δεύτερη πατρίδα. Κι είχα πάντα
μια αντιπάθεια σ' ότι μου θύμιζε τα πικρά χρόνια της σκλαβιάς.
Ίσως η παιδεία
της εποχής, τα λόγια των σοφών δασκάλων. Ενώ σήμερα, τα τούρκικα σήριαλ
κοιμίζουν το λαό μας. Το ένα πίσω απ' τ' άλλο ώρες καθηλωμένοι μικροί - μεγάλοι
παρακολουθούν.
Με φοβίζει πολύ αυτή η ύπουλη απειλή «της
γειτόνισας».
- Βέβαια, η Ιστορία είναι ιστορία, την
σεβόμαστε, την μελετάμε, διδασκόμαστε απ' αυτή!
Δεν μπορούμε να την
διαγράψουμε, όχι όμως και να «θεοποιήσουμε» τα παθήματά
μας!..
Μιλούσα πάντα στους μικρούς μαθητές μου για την πόλη μας την ιστορική,
την όμορφη λίμνη μας και το νησάκι. Στεκόμουν στα μοναστήρια του, που τόσο
βοήθησαν στη λευτεριά, τους εργατικούς κατοίκους του, την νοικοκυροσύνη των
γυναικών, τον μόχθο των ψαράδων κι απλώς ανέφερα «το σπίτι του Αλή
Πασά», όχι σαν καύχημα, αλλά περισσότερο σαν
«μίασμα».
Δεν ξέρω αν έκανα καλά! Έτσι μου έλεγε η συνείδησή
μου κι έπρεπε τόσα άλλα να τους γνωρίσω, τις εκκλησίες, τη Μητρόπολη, την
Περίβλεπτο, την Αγ. Μαρίνα, τον Άη Νικόλα, την Αγ. Αικατερίνη, τον τάφο και το
σπίτι του Άη Γιώργη μας. Κι ακόμα τα σχολεία τα περίλαμπρα των μεγάλων
Ευεργετών, την Καπλάνειο, τη Ζωσιμαία την ξακουστή, τη λαμπρή Παιδαγωγική
Ακαδημία, φυτώριο και φάρο της Παιδείας, τα αρχοντικά με την ζηλευτή ιδιαίτερη
αρχιτεκτονική, τους μεγάλους πνευματικούς ανθρώπους, δασκάλους, ποιητές,
συγγραφείς ιστορικούς, αρχαιολόγους, ήρωες.
Ποιον να πρωτοθυμηθώ!..
Την
παλιά πόλη, με τα ασημουργεία, τα χαλκουργεία, τα ταμπάκικα, που όλες οι πόλεις
σέβονται και συντηρούν. Κι ακόμα τους δρόμους με τις στοές που ευτυχώς τελευταία
τις ανέδειξαν οι νέοι σαν σύγχρονα στέκια τους.
Ως τώρα τις προσπερνούσαμε
χωρίς να ξέρουμε ούτε την ύπαρξή τους, ούτε το όνομά τους.
Όπως προσπερνούμε
μια ζωή και τα Γιαννιώτικα Χάνια. Τα πανδοχεία, τους ξενώνες
της εποχής.
Μεγάλο εμπορικό κέντρο τα Γιάννινα, σταυροδρόμι με συναλλαγές
παντός είδους, πέρασμα ανθρώπων και εμπορευμάτων, από τις ξακουστές γιαννιώτικες
βιοτεχνίες.
Πολυεθνικό κέντρο, κόσμος που πηγαινοερχόταν κι έπρεπε κάπου να
ξαποστάσει, να κοιμηθεί αυτός και το ζώο του.
Αυτή η ανάγκη γέμισε την πόλη
στις εισόδους της με Χάνια.
Οικοδομήματα μεγάλα, χτισμένα ανάλογα με το
μεράκι και το έχος του νοικοκύρη, πετρόχτιστα φρούρια, κυκλωμένα από ψηλούς
μαντρότοιχους γι' ασφάλεια.
Απάνω τα δωμάτια και κάτω τ' αχούρια για τα ζώα.
Η κάθε αυλή μια ολόκληρη πολιτεία από μικρομάγαζα και στη μέση το τεράστιο
πλατάνι και η βρύση. Ολόκληρη ζωή άνθιζε γύρω τους.
Εκεί ο πεταλωτής, ο
σαμαράς, ο σιδεράς, το καφενείο για την παρέα, το απαραίτητο κουρείο και το
μαγέρικο. Μοσχοβολούσε η φασολάδα, το στιφάδο, η μαγειρίτσα και βασίλευε ο
πατσιάς. Εκεί αποθήκες με σανό και κριθάρι για τα ζώα και τον υπηρέτη που τα
πότιζε και τα τάιζε. Καμιά πόλη δεν είχε τόσα χάνια!
Τόποι συνάντησης, λαϊκά
μνημεία στην υπηρεσία του λαϊκού πολιτισμού, δεμένα άρρηκτα με τα Γιάννινα. Όμως
εγώ τους έχω ξέχωρη αδυναμία, γιατί τα συνδέω με τη Ζαγορίσια αποδημία, τον
σπαραχτικό ξενιτεμό και των δικών μας ανθρώπων.
Τα Χάνια ήταν ο πρώτος
σταθμός ανεφοδιασμού για τα μακρινά ταξίδια. Εκεί ξεπέζευαν δικοί μας άνθρωποι,
παπούδες και μπαρμπάδες που διάλεξαν αυτό το δρόμο για να καλυτερέψουν τη
χαμοζωή τους κι άλλοι που ωφέλησαν με κάθε τρόπο τον τόπο τους, οι μικροί και οι
μεγάλοι ευεργέτες των χωριών μας.
Στα Χάνια ονειρεύτηκαν, στα χάνια
αποχωρίστηκαν τον τόπο τους, αντικρύζοντάς τον για τελευταία φορά μέσα από τα
χνωτισμένα τζάμια. Στα μικρά τους δωμάτια, στο λιγοστό φως του καπνισμένου
λαμπόγιαλου, έγραψαν δύο λόγια βιαστικά να τα στείλουν σ' εκείνους π' άφησαν
πίσω γονείς, αδέλφια, γυναίκα, παιδιά.
Χάνια! Τόποι αγιασμένοι, σημαδεμένοι
από το μόχθο αλλά και την ελπίδα και την απαντοχή.
Σήμερα, όσα δεν έγιναν
πολυκατοικίες, χάσκουν ανήμπορα, τραυματισμένα απ' το χρόνο και την εγκατάλειψη,
ξεχασμένα, αγνώριστα. Κρέμονται οι πόρτες απ' τους φευγάτους ρεζέδες, τρίζουν οι
σκάλες, ξεκόβονται τα ξύλα στους τοίχους. Μοιρολογούν τα κατώγια. Αντί για
χλιμιντρίσματα αλόγων φωλιάζουν ζούδια.
Δεν ξέρω πού ανήκουν. Δεν υπάρχει
ούτε μια επιγραφή, μια πινακίδα να δείχνει στον περαστικό την ύπαρξή τους, τ'
όνομά τους. Ανεξήγητη η στάση. Είναι δυνατόν ν' αφήνουμε να ερημώνουν αυτά τα
ιερά!
Είναι δυνατόν να τα προσπερνάμε, να τα αγνοούμε, να τα περιφρονούμε σαν
«παλιοκαιρίσια σαράβαλα» και να ξεναγούμε τους τουρίστες στα
τζαμιά;
Ποια χώρα το κάνει αυτό;
Πρώτα τα δικά της μνημεία προβάλει, το
ιστορικό της κέντρο.
Τι έγινε το δικό μας;
Ποια κοντόφθαλμη πολιτική το
προσπέρασε ως ανάξιο λόγου και τράβηξε για το Κάστρο;
Τα Χάνια τα Γιαννιώτικα
είναι σύμβολο της πόλης και θα'πρεπε να κριθούν διατηρητέα πριν απ' τα Τζαμιά,
γιατί αυτά είναι δικά μας, κατάδικά μας, της Πατρίδας μας. Χώροι επισκέψιμοι
έπρεπε νάναι κι όχι ερείπια. Όταν βρίσκομαι στην πόλη, απαραίτητα θα περάσω από
το Χάνι το μεγάλο στην Ανεξαρτησίας κι ας μη με φέρνει ο δρόμος. Στέκομαι και τα
ξομπλιάζω. Αν με δει κανείς θα με περάσει για τουρίστρια ή για ειδικό. Όμως
εμένα μου μιλούν και τους μιλώ όπως και του Ζαγοριού τα ερειπωμένα μνημεία, οι
εκκλησιές, οι βρύσες, τα γκαλντερίμια, οι σκάλες, τα γεφύρια.
Ανατριχιάζεις!
Σε τυλίγει εκείνη η μυρωδιά του ιδρωμένου ζώου που γίνεται ένα με τον καβαλάρη.
Κοιτάζεις κλέφτικα απ' τα σπασμένα τζάμια. Καμαρώνεις - με φόβο - τα δαντελένια
κάγκελα της κρεβάτας. Ακούς τον ήχο από τις οπλές καλοταϊσμένων και
καλοπεταλωμένων αλόγων. Κι ας είναι άδεια τα παχνιά! Είναι δυνατόν; Αυτός ο
πόνος, τα όνειρα, η ζωή να μας αφήνει αδιάφορους κι αδάκρυτους;
Χάνια! Ίσως
κάποτε κάποιος ειδικός, κάποιος, ευαίσθητος παράγοντας, να δεήσει να ρίξει το
βλέμμα του επάνω τους. Κι ας μην τα αναφέρει στους τουριστικούς χάρτες της
πόλης. Μόνο ας τους βάλει μια επιγραφή, ένα όνομα τουλάχιστον, έτσι σαν τα
κηδειόχαρτα!
http://ellas2.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου