Κάθε χωριό όσο φτωχό κι αν είναι, έχει τουλάχιστον μια πλατεία μ' ένα γέρο - πλάτανο. Επίσης κάθε χωριό έχει και το απαραίτητο ξωκλήσι, για χάρη ενός Αγίου.
Κατά κανόνα ο τιμώμενος Άγιος γιορτάζει το καλοκαίρι. Οπότε
αποτελεί και το έναυσμα για να στηθεί το πανηγύρι! Το πανηγύρι είναι μέρα χαράς
και διασκέδασης. Απ' όταν δε οι άνθρωποι άρχισαν να ξενιτεύονται. έγινε και μέρα
ανταμώματος, σμιξίματος. Ακόμα και σήμερα, που τα πανηγύρια πλέον έχουν
διαφοροποιηθεί, έχουν μικρύνει σε διάρκεια, έχουν ατονίσει και απωλέσει την
φρεσκάδα των παλιών εποχών, εν τούτοις διατηρούν πάντα την γοητεία τους.
- Θα
πάω τον Αύγουστο στο χωριό! Θάμαι εκεί στο πανηγύρι, λέει ο μεροκαματιάρης, που
ζει στην πνιγερή Αθήνα και τα μάτια του γίνονται υγρά. γιατί νιώθει πως, όταν
έρθει ο ευλογημένος Αύγουστος, αυτός θα γυρίσει και θα ξαναβρεί το νήμα της
νιότης του και των παιδικών του χρόνων. τότε που όλη η βλιόρα του χωριού
γυρόφερνε τις τάβλες που στήνονταν στο πανηγύρι και πάνω τους μοστράριζαν
καλούδια κάθε λογής: Ζαχαρωτά, ξερολούκουμα, παστέλια, κουραμπιέδες τυλιγμένοι
σε λεπτό τσιγαρόχαρτο. κι εκείνα τα φοβερά ταψάκια με το κανταΐφι, σκεπασμένα με
σελοφάν και μιλιούνια από πάνω να τα περιτριγυρίζουν οι σφήκες.
Τα πανηγύρια
γίνονταν και γίνονται για να χαρεί ο κόσμος. Ένας κόσμος φτωχός, ξεκομμένος από
τις παροχές και τις «διασκεδάσεις» που προσφέρουν τα μεγάλα αστικά κέντρα,
μαθημένος στη στέρηση και την ανέχεια, αλλά πάντα αυθόρμητος και
ενθουσιώδης.
Άλλωστε, αυτός είναι κι ο κλειδάριθμος των πανηγυριών: Η
αθωότητα. Η ξεγνοιασιά, οι χαιρετούρες, τα καλαμπούρια, η μυρωδιά από τον
τέντζερη με τα καλομαγειρεμένα μπαρμπούνια με το κρεάς και πάνω απ' όλα ο ήχος
από το κλαρίνο. Για όλα τα υπόλοιπα φροντίζει η φύση. με τα Αυγουστιάτικα
φεγγάρια της, τις πυκνές κληματαριές, τα μελωμένα σύκα και τις μυρωδάτες
κονίτσες.
«Όλα τριγύρω αλλάζουνε / κι όλα τα ίδια μένουν.», σωστά το
τραγούδαγε ο αξέχαστος Νίκος Παπάζογλου.
Κάθε καλοκαίρι λοιπόν, σε κάθε
πανηγύρι. είτε είναι της Αγίας Παρασκευής ή του Αη Παντελεήμονα ή του προφήτη
Ηλία, ή τ' Αη Σωτήρος και φυσικά της Μεγαλόχαρης. οι Έλληνες επιστρέφουν.
Επιστρέφουν στη γραμμή εκκίνησης. Στο μέρος που πρώτα ήπιαν νερό, έπαιξαν,
γέλασαν, ερωτεύτηκαν. Το πανηγύρι είναι απλώς το πρόσχημα. Η ουσία, είναι η
εσωτερική μας ανάγκη να μην χάσουμε τις ρίζες μας. Τους δεσμούς μας από ένα
παρελθόν με ηθικές αξίες και στιβαρές προδιαγραφές.
Για χάρη λοιπόν των
παλιών πανηγυριών, αξίζει να θυμηθούμε ένα θρυλικό πανηγύρι, που γίνονταν ψηλά
στο Δρίσκο, στο μοναστήρι του Αη Νικόλα. Το πανηγύρι αυτό μας το εξιστορεί
μοναδικά ο Κώστας Α. Παπαγεωργίου σ' ένα βιβλιαράκι που εξέδωσε με δικά του
έξοδα το 1946!
Ο Αλωνάρης κοντεύει 26 κι εκείνοι που τιμούν τη μνήμη της
Αγίας Παρασκευής, ετοιμάζονται για το πανηγύρι της στη «Τζόρα».
Μέρες
γρηγορότερα ευλαβικές γυναίκες από την Καραβατιά, τα Γάλατα, την Καλούτσα και τη
Λούτσα, κάνουν ολόκληρα συμβούλια για ν' αποφασίσουν, πότε θα ξεκινήσουν, αν θα
πάνε από τον «Πόρο» με το καΐκι ή από το Δρίσκο ή τη Γιάννιστα με το
αυτοκίνητο.
Παίρνεται κάποτε η απόφαση με το καΐκι και την ορισμένη μέρα (5
μέρες καμιά φορά νωρίτερα), μόλις περάσουν τα μεσάνυχτα, αρχίζουν, μικρές παρέες
με μποχτσάδες και καλάθια, να κατηφορίζουν κατά τη «Σκάλα».
Στην άκρη εκεί
της λίμνης, μέσα στο σκοτάδι, καρτερούν τις αργοπορεμένες νάρθουν, χωρίς να
παύουν κάθε στιγμή να γκρινιάζουν.
Τα μικρά κοιμούνται στις αγκαλιές της
μάνας τους και άλλα αγουροξυπνημένα τσιρίζουν κάπου σε μια άκρη. Μονάχα η βάρκα,
ξαπλωμένη στα μαύρα νερά καρτερεί ατάραχη. Κάποτε φτάνει και κανένας άρρωστος,
σηκωτός στα χέρια, που η ελπίδα της γιατρειάς τον τραβάει μαζί με τους άλλους
κατά τα κράκουρα που η «Χάρη της» έχει καθίσει.
Έχουν περάσει πια οι δυο
ύστερα από τα μεσάνυχτα και όλος αυτός ο κόσμος μπασμένος στο καΐκι μ' όλα του
τα μπαγάζια τραβάει κατά τον σκοπό του.
Οι καλοκαιριάτικες νύχτες είναι πάντα
όμορφες εκείνο τον καιρό και αν τύχουν νάναι και φεγγαρόλουστες, τότε πια
ξεπερνούν κάθε ιδέα ομορφιάς.
Ένα ελαφρό αεράκι, που έρχεται από τις πλαγιές
του Μιτσικελιού, ζαρώνει από κάποτε την επιφάνεια της λίμνης με μικρά κυματάκια
που χτυπούν ελαφρά στην πρύμνη της καταφορτωμένης βάρκας. Μέσα στη σιγαλιά της
νύχτας, δεν ακούγεται άλλο από το ρυθμικό «πρατς - πρατς» των κουπιών, που
σπρώχνουν τη βάρκα ήσυχα στο τέρμα της. Όλοι συνεπαρμένοι από την ομορφιά της
νύχτας, στέκονται βουβοί, κάτω από τον τεράστιο θόλο του μυριοπλουμισμένου
ουρανού, ώσπου κάποια λιγότερο ρομαντική, σπάζει τη μυστικόπαθη αυτή σιωπή,
σκορπώντας τις νότες του Γιαννιώτικου τραγουδιού, στα κοιμισμένα νερά της
λίμνης.
«Τράβα νησιώτη τα κουπιά / και μην τα φέρνεις γύρα / να πάμε στη
Ντραμπάτοβα / και στην Αγιά Σωτήρα».
Αυτό ήταν. Η βουβαμάρα από τη μαγεία της
νύχτας λύνεται πια και το ένα ύστερα από τ' άλλο τα γιαννιώτικα στιχοπλάκια
ξεχύνονται και σβήνουν μέσα στο άπειρο. Ο ίσκιος της κυρα-Φροσύνης ξυπνάει μέσα
από τα σκοτάδια του χρόνου κι απλώνεται πάλι ολοζώντανος, ψηλά από τα σκούρα
νερά, που κάποτε την είχαν δεχτεί στην αγκαλιά τους.
«Χίλια καντάρια ζάχαρη /
θα ρίξω μεσ' τη λίμνη, / για να γλυκάνει το νερό, / να πιει η
κυρα-Φροσύνη».
Πέρα στο μαύρο όγκο του Κάστρου κι ανάμεσα από τις
πολεμίστρες, λες και θα ξεπροβάλει η σκοτεινή μορφή του Αλή Πασά με το παράπονο
στα χείλη που χύνεται σαν κλάμα ως πέρα:
«Παρακαλώ σας, βρε παιδιά και σεις
οι Αρβανίτες, / πολύ με νταγιαντήσαταν, βαστάτε κι ένα μήνα / όσο νάρθει ο
Τάταρης να φέρει το φιρμάνι / κι αν σας γελάσω, αρβανιτιά, ρίξτε με στο
χαντάκι».
Το καΐκι γλιστράει σιγά - σιγά και τα Γιάννενα τώρα φαίνονται
μακριά με τα φώτα τους που λαμπυρίζουν σα σπίθες μέσα στη ζεστή χόβολη. Τώρα πια
ο όγκος του Μιτσικελιού υψώνεται γιγάντιος από ψηλά μας, ενώ πέρα από τις
κορυφογραμμές του Δρίσκου, αρχίζει να χαράζει η αυγή. Και η κυρα-Σόφω με την
πλούσια γλυκιά φωνή της (μ' όλα τα γεράματα) τη δέχεται
χαρούμενα:
«Γλυκοχαράζουν τα βουνά / κι οι όμορφες κοιμούνται / και των
μανάδων τα παιδιά, / στα ξένα τυραννιούνται.».
Είμαστε κάτω από το μοναστήρι
της Παναγιάς της Ντουραχάνης, που περισσότερο το μαντεύεις παρά το βλέπεις μέσα
στα σκοτάδια της νύχτας που μόλις αρχίζει να τα διαλύει το
γλυκοχάραμα.
Γλιστρούμε τώρα πλάι στα καλάμια, που σε παράταξη με το ελαφρό
«σιουμάλισμα» των φύλλων του από το αεράκι μας συντροφεύουν στο δρόμο μας.
Το
άνοιγμα του αυλακιού του «Πόρου» είναι μπροστά μας και το καΐκι μπαίνει μέσα
ανοίγοντας δρόμο, ανάμεσα από νούφαρα κι άλλα νερολούλουδα που σκεπάζουν το
νερό.
Το κρώξιμο της καρακίρκας κουδουνιστό, κοφτό, μας δέχεται και τα
μπακακάκια, ψηλά από κάτι τεράστια φύκια σαν πιάτα, μας κοιτάζουν περίεργα με τα
πεταγμένα τους μάτια, βουτώντας ύστερα στα βαθειά, όταν φτάνουμε πολύ κοντά
τους. Το αυλάκι δεν έχει νερό και το καΐκι κολλάει στο βούρκο. Για να γλιστρήσει
θέλει γκύλισμα πότε από το ένα, πότε από το άλλο.
Ο καϊχτσής έβγαλε πια τα
κουπιά, από τις «τρυπωτήρες» και σπρώχνει μονάχα με το ένα, ακουμπώντας το στο
ρηχό πάτο. Μα το καΐκι δεν κουνιέται πια, έχει κολλήσει για καλά. Ο νησιώτης
πηδάει τώρα στην όχτη και με σχοινί τραβάει το καΐκι σαν τα «σλέπια» στο
Βόλγα.
Φτάσαμε κάπου εκεί που ο τόπος «βαστούσε» να πατήσουμε και πηδάμε ένας
- ένας έξω.
Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π.
ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ
www.proinoslogos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου