Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Γιατί χρεοκόπησε η Ελλάδα. Και τι πρέπει να γίνει για να συνέλθουμε;


Γιατί απέτυχε η ελληνική οικονομία; Γιατί χρεωκοπήσαμε; Και τι πρέπει να γίνει για να συνέλθουμε; Πολύ ηθικολογήσαμε τα τελευταία χρόνια. Η ηθικολογία όμως δε λύνει τα προβλήματα. Ίσως ανακουφίζει ψυχολογικά αλλά μέχρις εκεί. Από την άλλη πλευρά, αν δεν διαπιστωθεί η αιτία της αποτυχίας του οικονομικού υποδείγματος δεν πρόκειται να δοθεί και η σωστή θεραπεία. Πως θα καταρτισθεί αυτό το περιβόητο εθνικό σχέδιο αν δε γνωρίζουμε τι μας έριξε στα βράχια; Γιατί η ελληνική οικονομία δεν είναι ανταγωνιστική; Γιατί δεν αυξάνουν οι εξαγωγές; Πολλοί υποστηρίζουν, και όχι αδίκως κατά την άποψή μου, ότι η ανεξέλεγκτη δημοσιονομική επέκταση, αυτό που ονομάζω ελληνικό ψευδο-Κεϋνσιανισμό, ήταν η αιτία της χρεωκοπίας. Όντας μη οικονομολόγος αλλά κάποιος που έχει μάθει να εργάζεται με επεξεργασία δεδομένων και τήρηση προδιαγραφών, δεν μου αρκούν οι δοξασίες. Φυσικά αυτό αποτελεί υλικό συγγραφής τόμων και όχι συνοπτικού άρθρου. Σταχυολόγησα κάποιες μελέτες ειδικών και τις παρουσιάζω συνοπτικά για χάριν της δημόσιας συζήτησης. Θα επανέλθουμε.


Η αποτυχία του ελληνικού υποδείγματος 
Η τραγική αποτυχία της ελληνικής οικονομίας, είχε τις ρίζες της στην ακολουθούμενη, ήδη από το 1949 οικονομική πολιτική. Δεν θα έφθανε, όμως, ποτέ στην χρεοκοπία εάν, μέσα στις συνθήκες της πρώτης περιόδου της ΟΝΕ, δεν παραβιάζονταν, με τόσο ανόητο τρόπο, όλοι οι όροι ευστάθειας της αναπτυξιακής ισορροπίας. Βέβαια, προς την ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και ο γενικός παραλογισμός που παρατηρήθηκε διεθνώς -δηλαδή η ευήθεια των δανειστών που δάνειζαν την Ελλάδα με επιτόκια Γερμανίας- και προξένησε την κρίση σε όλη την Νότια Ευρώπη και σε όλη την ευρωζώνη. Παρ' ότι, λοιπόν, η κρίση στην Ελλάδα είναι διαφορετική από της Πορτογαλίας ή της Ιρλανδίας διότι -στην χώρα μας- πρόκειται για μια εκτεταμένη διαρθρωτική κατάρρευση η οποία δεν επιδέχεται επιδιορθώσεις αλλά απαιτεί συνολική ανοικοδόμηση της οικονομίας, ο μηχανισμός με τον οποίον εκδηλώθηκε σε όλες τις χώρες τού Νότου δεν διαφέρει και πολύ. Όταν ο υπερδανεισμός δεν μπορούσε πλέον να συνεχισθεί, η ψευδώνυμη «ανάπτυξη» που είχε δημιουργήσει κατέρρευσε μαζί του: «Η συσσώρευση υπερβολικού χρέους συνεπάγεται συνήθως την μετακίνηση κάποιου μέρους της εγχώριας συνολικής ζήτησης χρονικά προς τα εμπρός, έτσι ώστε η έξοδος από το χρέος να περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις αποταμιεύσεις και μειωμένη ζήτηση. Το αρνητικό σοκ δημιουργεί δυσμενείς επιπτώσεις στο τομέα των μη εμπορευσίμων, ο οποίος είναι μεγάλος (περίπου τα δύο τρίτα μιας προηγμένης οικονομίας) και εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την εγχώρια ζήτηση. Ως αποτέλεσμα, οι δείκτες της ανάπτυξης και της απασχόλησης πέφτουν κατά την περίοδο της απομόχλευσης». 

Φυσικά, η Ελλάδα ζούσε παραβιάζοντας τους όρους αναπτυξιακής ισορροπίας τουλάχιστον από το 1960. Πλην όμως, πότε οι υπάρχουσες ασφαλιστικές δικλείδες τού εθνικού νομίσματος, πότε διάφορες θετικές εξωτερικές περιστάσεις, βοήθησαν να κρατηθεί, τουλάχιστον ως την είσοδο στην ευρωζώνη, μακριά από την καταστροφή. Στην περίοδο 2000-2009, όμως, η παραβίαση -ή μάλλον ο βιασμός- των όρων ισορροπίας ήταν τεραστίων διαστάσεων, και η δυσμενής κατάληξη αναπόφευκτη. Ως συνέπεια των τελείως ακατάλληλων πολιτικών στο δημοσιονομικό και στο νομισματικό επίπεδο, και της «υπερτίμησης» της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, η κρίσιμη σχέση «διεθνώς εμπορευσίμων»-«διεθνώς μη εμπορευσίμων» εκτροχιάσθηκε πλήρως. Η «υπερβάλλουσα ζήτηση» (δηλαδή η ανεξέλεγκτη «τόνωση της ενεργού ζητήσεως»), εκτόξευσε στα ύψη τις τιμές της δεύτερης κατηγορίας, η οποία διογκώθηκε στην ελληνική οικονομία σε ακραίο βαθμό, ενώ αντίθετα τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» συνέχισαν να συρρικνώνονται όσον αφορά την εγχώριο παραγωγή, και να πληθαίνουν όσον αφορά την εισαγωγή τους, εξακοντίζοντας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και μαζί του και το εξωτερικό χρέος, σε δυσθεώρητα ύψη. Παρουσιάστηκε το μοναδικό, ίσως, παγκοσμίως, φαινόμενο να εξειδικευτεί μια εθνική οικονομία στην κατανάλωση εισαγομένων με χρηματοδότηση από δανεικά. Και με βάση αυτό να θεωρεί ότι «αναπτύσσεται» και ότι «συγκλίνει» με τα επίπεδα εισοδήματος της ευρωζώνης(!), πεποίθηση που δεν έχει ακόμη διαγραφεί από την σκέψη της μεγάλης πλειοψηφίας των κάθε είδους περί τα οικονομικά δημοσιολογούντων, δεδομένου πως είτε θεωρούν ότι η «ύφεση» που έφερε το Μνημόνιο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με μια πιο «ήπια πολιτική» είτε πως η περίοδος της πενίας τελειώνει πλέον και η χώρα θα γυρίσει σύντομα στο επίπεδο ΑΕΠ των 230 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχε «πετύχει» το 2008. Μόνο που δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ΑΕΠ αυτό δεν αντιστοιχούσε στην παραγωγική της δυνατότητα, δηλαδή στο δυναμικό του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», αλλά στην τότε δανειοληπτική ικανότητά της, μέσα στον παραισθητικό παροξυσμό της εποχής, που απλά διόγκωνε προσωρινά τα εισοδήματα και τις λογιστικές τιμές των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Αυτή, όμως, η κατηγορία εμπορευμάτων, στην πραγματικότητα, δεν αντλεί την πραγματική της αξία από τίποτε άλλο παρά μόνο από την παραγωγική ικανότητα της χώρας, στην οποία παραγωγική ικανότητα πολύ λίγο, και μόνο εμμέσως συμμετέχει. Το πραγματικό δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται πολύ πιο κοντά στα σημερινά 180 δισεκατομμύρια, παρά στα 230 του 2009. Η «ανάπτυξη» που παρατηρήθηκε στην περίοδο 2000-2009 στην Ελλάδα στηριγμένη στην «επεκτατική δημοσιονομική πολιτική» ήταν απλώς μια οφθαλμαπάτη, μια ψευδαίσθηση στην οποία, όμως, πολλοί συνεχίζουν να ζουν ακόμη και σήμερα. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν υπήρξε ανάπτυξη αλλά εκείνο που υπήρξε ήταν καταστροφή κοινωνικού πλούτου και παραγωγικού δυναμικού. [1] 
Η εσωτερική υποτίμηση 

Σε μια οικονομία, λοιπόν, με διευρυνόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα, τείνουν να διογκώνονται οι κλάδοι διεθνώς μη εμπορεύσιμων αγαθών (υπηρεσίες κυρίως) και να συρρικνώνονται οι κλάδοι διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών (εξαγωγές και υποκατάστατα εισαγωγών). Ο λόγος είναι ότι η αύξηση της εγχώριας ζήτησης σε σχέση με το εισόδημα επιδρά αυξητικά στις τιμές των μη εμπορεύσιμων (ενώ οι τιμές των εμπορεύσιμων παραμένουν σταθερές μιας και καθορίζονται διεθνώς) και αυξάνει η σχετική κερδοφορία στα μη εμπορεύσιμα. Δημιουργείται, έτσι, σταδιακά μια μετατόπιση της παραγωγής από τα εμπορεύσιμα στα μη εμπορεύσιμα και εμφανίζεται ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία δανείζεται στο εξωτερικό και καταναλώνει περισσότερο από όσο της επιτρέπει το παραγόμενο εισόδημα. Προκαλείται, έτσι, μια συνεχής αύξηση του χρέους. Σε κάποιο χρονικό σημείο, έρχεται η στιγμή που αυτή η διαδικασία πρέπει να αναστραφεί και η οικονομία να δημιουργήσει πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για να μπορέσει να εξυπηρετηθεί το χρέος. Η αναπροσαρμογή αυτή της οικονομίας απαιτεί τη μείωση της ζήτησης, μια μείωση δηλαδή των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που με τη σειρά της θα προκαλέσει μετατόπιση της παραγωγής από τα μη εμπορεύσιμα στα εμπορεύσιμα. για να γίνει, όμως, αυτό, πρέπει να αυξηθούν οι τιμές των εμπορεύσιμων σε σχέση με τα μη εμπορεύσιμα, μία πραγματική υποτίμηση της ισοτιμίας δηλαδή, ή, διαφορετικά, μια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Με την Ελλάδα, όμως, στο ευρώ, η αύξηση της εγχώριας τιμής των εμπορεύσιμων μέσω μιας υποτίμησης της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος, δεν είναι δυνατή. Συνεπώς, η πραγματική υποτίμηση της ισοτιμίας πρέπει να γίνει κυρίως μέσω μείωσης των τιμών στα μη εμπορεύσιμα. Αυτό είναι που αποκαλείται και εσωτερική υποτίμηση. 

Το θέμα οικονομικής πολιτικής που τίθεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι, βεβαίως, η χρονική διάσταση της προσαρμογής. Η πτώση των τιμών δεν είναι στιγμιαία. Συνήθως παίρνει πολύ χρόνο, επειδή οι μισθοί (η κύρια συνιστώσα του κόστους που μπορεί να επηρεασθεί) δεν πέφτουν εύκολα δεδομένου του ισχύοντος κοινωνικού συμβολαίου και της δύναμης που ασκούν τα συνδικάτα για την προστασία των συμφερόντων όσων έχουν δουλειά. Τα ίδια αυτά συνδικάτα αδιαφορούν για τους ανέργους που δημιουργούνται από την έλλειψη ταχύτητας προσαρμογής, το γνωστό πρόβλημα ασυμμετρίας όσων είναι εντός και όσων είναι εκτός των τειχών. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι διογκώνεται η ανεργία, καθώς πέφτει η παραγωγή στα μη εμπορεύσιμα αλλά δεν γίνεται μετατόπιση πόρων προς τα εμπορεύσιμα . 

Και δεν είναι μόνο θέμα ταχύτητας προσαρμογής των σχετικών τιμών. Τίθενται, επίσης, θέματα αναδιανεμητικής δικαιοσύνης μεταξύ γενεών και κοινωνικών ομάδων. Η ανεργία δεν αποτελείται από ανέργους γενικά και αόριστα (που είναι ήδη στο 27% του εργατικού δυναμικού), αλλά από άνεργους νέους (47% του εργατικού δυναμικού στις ηλικίες 20-29 ετών), μακροχρόνιους ανέργους (71% των ανέργων), από τους οποίους μάλιστα οι 3 στους 4 είναι άνω των 50 ετών, κ.ο.κ. κ αι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πλήττονται οι αυτοαπασχολούμενοι (που απασχολούνται κυρίως σε μη εμπορεύσιμους κλάδους και αποτελούν το 37% του συνόλου των απασχολουμένων και το 48% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού). Πλήττονται επίσης οι συνεπείς φορολογούμενοι που είναι κυρίως οι μισθωτοί (63% των απασχολουμένων) και οι συνταξιούχοι (22% του πληθυσμού άνω των 15 ετών). Οι συνταξιούχοι, βεβαίως, δεν μετακινούνται παρά μόνον εάν αναγκασθούν, λόγω ένδειας, να ξαναμπούν στην αγορά εργασίας. Η προσαρμογή, λοιπόν, είναι ένας κοινωνικός γολγοθάς σε ένα σκηνικό που δεν προβλέπεται ανάσταση την τρίτη ημέρα του δράματος, μιας και σε αυτή την περίπτωση η θεία παρέμβαση θα πρέπει μάλλον να αποκλείεται. [2] 

Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. 
Η χαμηλή (και επιδεινούμενη) διεθνής ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας προσδιορίστηκε κατά κύριο λόγο από την πολιτική της μεγιστοποίησης της εγχώριας ζήτησης και δαπάνης σε κάθε περίοδο, με εκμετάλλευση κάθε δυνατότητας που είχε η χώρα για προσφυγή σε δανεισμό από το εξωτερικό με συνεχή αύξηση των πλεονασμάτων στον λογαριασμό κεφαλαίων (ΛΚ) του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών. Ιδιαίτερα δε μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, θεωρήθηκε ότι ο περιορισμός για διατήρηση βιώσιμων πλεονασμάτων στο ΛΚ (ελλειμμάτων στο ΙΤΣ) του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών είχε πια καταργηθεί και ότι το ισοζύγιο πληρωμών δεν ήταν πια εμπόδιο στην προσπάθεια ταχείας αύξησης της εγχώριας δαπάνης για την ικανοποίηση των πολλαπλών αιτημάτων για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, της μη ανταγωνιστικής απασχόλησης (ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα) και των παντός είδους παροχών σε κάθε τομέα της οικονομίας, με συνεχή αύξηση των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα. η χώρα είχε πια, στη δεκαετία του 2000, τη δυνατότητα να δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια (να εκδίδει μακροπρόθεσμα ομόλογα με ελάχιστο περιθώριο κινδύνου από τα αντίστοιχα γερμανικά ομόλογα) και εκμεταλλεύτηκε πλήρως αυτή τη δυνατότητα αυξάνοντας τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα στο 15,6% του ΑΕΠ το 2009 και το δημόσιο χρέος στο 129,5% του ΑΕΠ. 

Αυτή η πολιτική της υπέρμετρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής - με μεγιστοποίηση σε κάθε περίοδο των πλεονασμάτων στο ΛΚ της χώρας - ήταν η πολιτική που οδήγησε στη διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας και ιδιαίτερα της ανταγωνιστικότητας των κλάδων της οικονομίας της που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα. οδήγησε επίσης στο πολύ χαμηλό ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ της χώρας και μάλιστα σε συσχέτιση με το πολύ υψηλότερο ποσοστό των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. τ α δημόσια ελλείμματα και ο δανεισμός από το εξωτερικό, σε συνδυασμό με τις σημαντικές εισροές εισοδημάτων στη χώρα από το εξωτερικό μέσω του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, χρηματοδοτούσαν για δεκαετίες στην Ελλάδα ένα εξαιρετικά υψηλό και συνεχώς αυξανόμενο, και μη βιώσιμο, επίπεδο εγχώριας ζήτησης. Με αυτό τον τρόπο συνέβαλαν στην υπερδιόγκωση των κλάδων της οικονομίας που ήταν προστατευμένοι από τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων και της απασχόλησης και των αμοιβών του εργατικού δυναμικού σε αυτούς τους κλάδους και ιδιαίτερα στις υπηρεσίες, τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οι μεγάλες αυξήσεις των αμοιβών στους προστατευμένους κλάδους διαχέονταν αναπόφευκτα και σε αυξήσεις στις μισθολογικές αμοιβές στους κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, μέσω και της αρτηριοσκληρωτικής λειτουργίας της εγχώριας αγοράς εργασίας έως και το 2010. Οι συνεχείς αυξήσεις στα εγχώρια εισοδήματα, με χρηματοδότησή τους σε μεγάλο βαθμό με δανεισμό από το εξωτερικό, διατηρούσαν σε κερδοφόρα λειτουργία ένα υπέρμετρα μεγάλο πλήθος (σε σχέση με το μέγεθος της χώρας) μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και καταστημάτων και ελεύθερων επαγγελματιών, των οποίων η λειτουργία στηριζόταν όχι στην ανταγωνιστική παραγωγή τους αλλά στο χρήμα που έριχναν στην αγορά οι ελληνικές κυβερνήσεις. Κινητήριος μοχλός της εγχώριας ανάπτυξης ήταν η εγχώρια ζήτηση και τα πλεονάσματα στον λογαριασμό κεφαλαίων και σε άλλα ισοζύγια του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής δεν λαμβανόταν υπόψη. Οι επενδύσεις στον δημόσιο τομέα μπορούσαν να πραγματοποιούνται με σημαντικές υπερτιμολογήσεις, διότι τα χρήματα ήταν διαθέσιμα με τον δανεισμό από το εξωτερικό. Οι επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα προωθούνταν σε μεγάλο βαθμό με τις κρατικές επιχορηγήσεις και εγγυήσεις, οι οποίες παρέχονταν με σχετική ευκολία διότι υπήρχε ο δανεισμός από το εξωτερικό, παρά το ότι οι επενδύσεις αυτές μπορεί να μην ήταν πάντοτε διεθνώς ανταγωνιστικές και βιώσιμες. Συνολικά, η άπλετη διαθεσιμότητα χρηματοδοτικών πόρων στη χώρα με τα πλεονάσματα στο ΛΚ και στα ισοζύγια εισοδηματικών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων συνέβαλε στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, και ιδιαίτερα των κλάδων της που είναι εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό, με χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα. Αυτό δεν ήταν εγγενές χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας. Προσδιορίστηκε έως το 2009 κυρίως από την οικονομική πολιτική που είχε πάντοτε (πριν από την κρίση) ως στόχο τη μεγιστοποίηση των πλεονασμάτων στον ΛΚ ακόμη και χωρίς τήρηση των περιορισμών που ήταν αναγκαίοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους της χώρας. [3] 

[2] Ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια: Προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη. Μιχάλης Μασουράκης, στο συλλογικό τόμο: Ανταγωνιστικότητα για ανάπτυξη: προτάσεις πολιτικής 
[3] Διεθνής ανταγωνιστικότητα - ισοζύγιο πληρωμών. Κρίση και ανάπτυξη. Δημήτριος Κ. Μαρούλης, στο συλλογικό τόμο: Ανταγωνιστικότητα για ανάπτυξη: προτάσεις πολιτικής. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: