(Η Έφη με τη Βάβου της, τη Στράταινα)
Γράφει η Έφη Ντασκαγιάννη
Ιέλα
τσιούπρα μ’. Κάτσι ’δω, σιμά μ’. Μουλόγα
μ’ τα χαμπέρια σ’. Πώς πιρνάτι απάν’
σ’ν Αθήνα; Ιέ... Είνι αλλιώς ικεί... Κι
’δω, άλλαξ’ η ζουή... Τώρα... ιέχουμι του
πλυντήριου, τ’ν τηλιόρα1...
Ούλα τα καλά...
Παλιά,
ήταν άλλου πράμα. Ιμένα π’ μι γλιέπις,
δικαϊφτά χρουνώ μι πάντριψαν. Παντριγιά
ήθιλα ιγώ, τρουμάρα μ’! Αλλά... ήθιλα,
δεν ήθιλα, ποιος μι ρώταγι;
«Του
Στράτου θα πάρις»,
είπι
ου πατέρας.
«Αυτό
του παρασάνταλου2
π’ τ’ πέφτουν τα βρακιά;», λιέου ιγώ.
«Αυτόν...».
Μια
βδουμάδα ιέκλιγα, η μαύρι.
Αλλά τι να του κάμις;
Τότις, τσιούπρα μ’, όποιουν σό ’διναν,
έπιρνις. Κι ούτι διαζύγιου, πώς του λιεν,
ούτι τίπουτα. Η μάνα μ’, η
καψιρή,
πήγινι να μι καλουπιάσι
:
«
Είνι καλό πιδί. Μην κανις
ιέτσι».
Τίπουτις
ιγώ. Μι του ζόρι
μι
πήγαν σ’ν ακκλησιά. Κι ου πάππους σ’...
κι αυτός ντρέπουνταν ου ιέρμους. Φόραγι
ένα παντιλόνι
ντρίλινου3-
ποιος ξέρι
ποιανού ήταν -χώραγι τρεις σαν κι
αυτόν!...
Μας
ιέδουκαν ιένα χαμόσπιτου,
προικιό θικο
μ’, σιμά
στου μύλου. Χώμα είχι καταΐ. Σήκουνι
κουρνιαχτό άμα σκούπαγα! Κι κάτι
γίδια, κι κανα δυο χουράφια. Τι χαΐρι
να
κάναμαν,
δικαϊφτά χρουνών πιδούρια... Ου πάππους
σ’... Πού τουν ιέχανις, πού τουν ιέβρισκις,
στου μαγαζί... Κουλτσίνα, τσίπ’ρου...
Ιγώ, να πλύνου, να φουρνίσου, να
πήξου
τυρί... διαούρτι,
να κιτάξου
τα πράματα4,
να μάσου ξύλα, ούλις τ’ς δ’λιές...
Τουν
πρώτου κιρό – σιμπάθα
μι... μιγάλι
κουπέλα ίσι τώρα – τ’ παππούλι
σ’, δεν τ’ κάθουμαν! Μι καλόπιανι
αυτούνος, πού ιγώ; Αγρίμι
σκέτου. Τ’ θειά σ’ τ’ν Κουστάντου ήμαν
εικουσιένα χρουνών όταν ν’ ιέκαμα. Κι
μιτά... τ’ν Τσιβή, του Σπύρου, τουν πατέρα
σ’... Απ’ τα ιννιά πιδιά, ιέζισαν
τα ιφτά. Ζουή νά ’χουν τα πιδάκια μ’ κι
τ’ αγγόνια μ’... Να σας φ’λάει η Παναΐα,
νά ’στι γιροί κι δυνατοί, ούλι...
Π’λιες,
πιριστέρα μ’, μιγάλι
φτώχια τότις. Κι τι... Νιρό απ’ του π’γάδι.
Ιέβανα τ’βαρέλα στου κιφάλι
κι πάινα δυο κι τρεις βουλιές5
τ’μέρα.
Μπουγάδα... ιέβαναμαν απάν’ στου πουτάμι,
μεσ’ στου βρο6...
Ύστιρα, όταν μιγάλουσαν οι κουπέλις, μι
βόηθαγαν. Τι νά ’καμαν οι μαύρις... Οι
μιγάλις, ούτι σκουλειό, ούτι τίπουτα. Η
Λάμπρου τά ’πιρνι τα γράμματα, η καψιρή,
αλλά... Τα πιδιά7
τά ’στ’λι μέσα8
ου
πάππους σ’, για γράμματα. Του ίδιου κι
τ’ς τσιούπρις τ’ς μ’κρες. Αν μπόριγι,
ούλα θα τα σπούδαζι. Αλλά, φτουχοί
άνθρουπι...
Τι είμασταν.... Χα!... Ου πάππους σ’...
Μιγάλι
λιέρα! Όσου ήταν νιέους, όπ’ γάμους κι
χαρά, κι ου Στρατούλας απού κουντά! Δε
λιέου, χόριβι καλά ου άτιμους, αλλά...
ιέπ’νι ου κιαρατάς!... Κι ’γω, νά ’χου
του σπίτι,
τα πράματα... Έπιρνα τ’ς κουπέλις
ζαλίγκα9,
κι τράβαγα στα χουράφια. Μέχρι κι χουράφι
ιέκαμα10,
η έρμι
... Άσι πού ’μαν όλου γκαστρουμένι
ή λιχώνα... Στου θειό σ’ του Σπύρου, μ’
έπιασαν οι πόνι
πέρα στ’ Αλώνι.
Πώς ιέφτακα στου σπίτι,
ιένας Θιός του ξέρι.
Κι τι... Ούτι μαμμή είχαμαν τότις, ούτι
γιατρό... Ήταν μια γριγιά, η Κάκου11-Λιένι
... Τ’ φώναζαν να μι ξιγιννήσι,αλλά
ιγώ... Κανιένα
δεν ήθιλα. Ντρέπουμαν. Χώνουμαν μέσ’
στου ματζιατάκι12,
πιάνουμαν απ’ τα μαδέρια, κι γιένναγα
μαναχή μ’... Ούλα μ’ τα κουτσιούβιλα,
μεσ’ στου ματζιατάκι
τά ’καμα...
Ου
πάππους σ’ ου Στράτους, όσου μιγάλουν’
η φαμίλια, σα νά ’στρουνι κι αυτούνους
λίγου-λίγου... Ιέ... Πέρασαμαν κι πουλλά...
Τ’ν Κατουχή, του Συμμουριτουπόλιμου...
Στρώνις,
θες δι θες... Κι απέ... Απού ριμπισκιές
πού’ταν κι αχαΐριφτους, μαζεύτ’κι στου
κουνάκι
τ’. Ιέ... Τουν ουρμήνιβα κι ’γω προυί –
βράδι!
Μέχρι κι πρόεδρους ιέγινι στου χουριό.
Κι ότι
διαφουρές κι αν είχαν οι χουριανοί, τουν
πάππου σ’φώναζαν. Κι τα πιδούρια, τα
πρόσιχι! Μέχρι σ’ν Αθήνα ιέφτασι, όταν
αρρώστ’σι
ου
θείους σ’ μι του μάτι
τ’.
Ύστιρα,
παντρέψαμαν τ’ς θειάδις σ’ στου χουριό.
Τρεις γάμι,
ου ιένας απάν’ τουν άλλουν... Νύχτα -
μέρα ύφιναμαν τα σκ’τια13,
τ’ς τσιέργις14
κι
τα τσιόλια15
μι τ’ς
κουπέλις...
Φουτιές ιέβγανι του χτένι!
Τα πιδιά τά ’στι
λαμαν μέσα, στου γυμνάσιου· μιτά στ’ν
Ακαδημία, στα Γιάννινα. Κι μια μέρα, μ’
λιέει ου γέρουντας:
«Δε
στέλνουμι κι τ’ς τσιούπρις τ’ς
μ’κρότιρις, μουρή γριγιά, για γράμματα;
Κι του μιστό τ’ς θα νά ’χουν, κι θα
καλουπαντριφτούνι κιόλας!».
Ιέτσι
κι ιέγινι. Ου πάππους σ’, καμάρουνι σα
γύφτ’κου σκιπάρνι!
Ιέβγαλι τέσσιρις δασκάλ’ς! Δεν είνι κι
λίγου...
Να
δώκι
η Παναΐα, να ζήσου κι νά ’ρθου να φάου
κι να πιού στου γάμου κι του θ’κον σ’,
κι ουλουνών τουν ιγγονιών μ’. Άλλου
τίπουτα, δε θέλου...»
1
Έτσι
είχε «πιάσει» το αυτί της τη λέξη
«τηλεόραση».
2Κακοφτιαγμένο
3Από
φτηνό βαμβακερό ύφασμα
4Ζώα
5Φορές
6Μεγάλη
«γούρνα», φυσική λεκάνη στο ποτάμι.
7Τα
αγόρια
8Στην
κοντινότερη πόλη.
9Στην
πλάτη
10Κάνω
χωράφι = οργώνω
11Η
λέξη «Κάκω» ήταν προσφώνηση για τις
ηλικιωμένες γυναίκες αντί για το «Θειά»
ή «Βάβω».
12Μικρή
αποθήκη που επικοινωνούσε με το μοναδικό
δωμάτιο του σπιτιού.
13Ρούχα
14Μάλλινα
υφαντά σκεπάσματα
15Στρωσίδια
(Η
Έφη Ντασκαγιάννη γεννήθηκε στην Άρτα
και πέρασε τα παιδικά της χρόνια
ακολουθώντας τους γονείς της, που
εργάζονταν ως εκπαιδευτικοί, σε διάφορα
ορεινά και πεδινά χωριά της περιοχής.
Αργότερα βρέθηκε με την οικογένειά της
στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Λύκειο και
στη συνέχεια αποφοίτησε από τη σχολή
Μηχανολόγων του ΕΜΠ. Την κέρδισε όμως
η αγάπη της για τις ξένες γλώσσες, τη
λογοτεχνία και τα ταξίδια˙ έτσι, σπούδασε
επίσης Αγγλική Φιλολογία, ενώ παράλληλα
άρχισε να εργάζεται ως τουριστική
συνοδός/ξεναγός ταξιδεύοντας μαζί με
ομάδες τουριστών σε διάφορες χώρες του
εξωτερικού. Επισκέφθηκε πολλές χώρες
και στις πέντε ηπείρους. Αργότερα
διορίστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
ως καθηγήτρια Αγγλικών, και το 2014
ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό «Δημιουργική
Γραφή» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής
Μακεδονίας. Σήμερα ζει και εργάζεται
στο Ναύπλιο, όπου πρόσφατα έγινε δεκτή
ως υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα θεατρικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.)
1 σχόλιο:
Μεγάρχη Άρτας
https://www.facebook.com/photo/?fbid=845229106323453&set=a.100611180785253
Δημοσίευση σχολίου