Πρώτα έστελνε η Κασκάρκα χάδια αύρας αλμυρά
κι ο καρντάσης ο Βαρδάρης τα λεβέντικα φιλιά.
Τώρα απ’ τις καμινάδες βγαίνουν γλώσσες μοχθηρές
και απόβλητα λιμνάζουν σε υγρές χωματερές.
Τους καπνούς πώς να τους διώξω
για να βρω τον ουρανό
το πολύχρωμό του τόξο
ν’ ανατέλλει να το δω.
Εδώ που ’στηναν παγίδες, δίχτυα, ξόβεργες, θηλιές
δε θα βρεις φτερά τρυγόνας κι ωδικών πτηνών φωλιές
μα εκείνες τις ταμπέλες με τη νεκροκεφαλή
και βυτία που βυζαίνουν από μάνικας θηλή.
Τι παιδιά να μεγαλώσω
με χτικιάρη ουρανό
και τι γάλα να του δώσω
στέρφο το βυζί, πικρό.
Κάρπιζαν εδώ αμπέλια με σταφύλια ζουμερά
και πιο πέρα οι μπαξέδες, περιβόλια, σιτηρά
τώρα φύτεψαν βαρέλια σαν στρατιώτες σε σειρές
που περίφραξη τα ζώνει με μεταλλικές αιχμές.
Σύννεφα δεν έχει έξω
μα δε βλέπω ουρανό
και τα χείλη πώς να βρέξω
έχει οκτάνια το νερό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου