Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Η Σουλιωτοπούλα -Του Γιάννη Βλαχογιάννη

Στης μάχης τον καπνό, που πνίγει το λαγκάδι, ο Σουλιώτης όλα τα ‘χει λησμονήσει, πείνα και δίψα. Και το Σούλι πέφτει ξέμακρα, και σα λησμονημένο είναι και κείνο, τ' άχαρο.

Και κει που πολεμάει το παλικάρι, αγλύκαντο, μέρα και νύχτα, ακούει μια γνώριμη φωνή, που τον ξυπνάει. Λοιπόν το Σούλι δε χάθηκε, και ζει; Κι ήταν η Λάμπη, η αδερφή του νιου.
Τι καλά μου φέρνεις, ωρή Λάμπη:
Ζεστή κουλούρα, ωρ' αδερφέ, που σου τη ζύμωσα με τα χεράκια μου, κι η μάνα την έψησε στην αθρακιά, μονάχη. Έλα να φας μια ψίχα, και να ξαποστάσεις.
Δε μπορώ, καημένη, να παρατήσω το ντουφέκι...
Αυτό είν' η συλλογή σου, Νάση; Έρχομαι ‘γω και σου κρατώ τον τόπο σου... Να, σου ‘στρωσα! Και δος μου το ντουφέκι.
Χαμογελάει ο αδερφός, ο καπνισμένος. Και δεν έχει ανάγκη να μάθει την κορασιά πώς πιάνουν το ντουφέκι. Ο πόλεμος βαστούσε πάντα. Με χέρι σταθερό γιόμιζε κείνη και σημάδευε. Κι ο αδερφός της παραπέρα έτρωγε ήσυχος, και μοναχά την πείνα του άκουγε τη θεριεμένη μέσα του.
Κι ο πόλεμος βαστούσε. Και κει ένα βόλι ήρθε και πέτυχε κατάστηθα την κορασιά. Κι αυτή έκανε καρδιά και δε μιλούσε. Το αίμα πλημμύριζε τον κόρφο της. Η Λάμπη σημάδευε και ντουφεκούσε.
Έφαγες, Νάση;
Κοντεύω, ακόμα λίγο, Λάμπη.
Η κόρη ξαναρώτησε δεύτερα και τρίτα. Και τότε μ’ ένα πήδημα το παλικάρι βρέθηκε κοντά της. Άρπαξε το ντουφέκι, κι ήσυχο καθώς είχε τραβηχτεί, ξανάρχισε τον πόλεμο.
Αμίλητη η Σουλιωτοπούλα πήγε παραπίσω κ έπεσε.
Κι ο πόλεμος βαστούσε.

Σημ. του συγγραφέα:

Πρόσεξε στ’ άγιο αίσθημα της φιλαδελφείας που είχαν οι Σουλιωτοπούλες εκείνον τον καιρό. Πώς λέει και το δημοτικό τραγούδι:

Ποιος ήταν οπού το ‘λεγε πως δεν πονούν τ' αδέρφια;
Τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά όσο ν’ ανταμωθούνε…

Κοίταξε ακόμα, πως εκεί που πάει η κόρη να βοηθήσει το βασανισμένον αδερφό της, φέρνει μαζί με την κουλούρα και της μάνας την αγάπη, και την ευκή. Και σκέψου τώρα, πως αν οι σημερινές κοινωνικές ανάγκες και τα πολλά λεύτερα επαγγέλματα υποχρεώνουν τ' αγόρι και το κορίτσι να ξεκόβουν απ’ το σπίτι, το σπίτι όμως είναι σπίτι, άσυλο ιερό, που πρέπει κάθε ελληνόπουλο να το ‘χει δεύτερη εκκλησιά και σ' αυτή να προσκυνάει όσο ζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: