Τρέμω
σα συλλογίζομαι τη Χάιδω τη Σουλιωτοπούλα.
Δειλός
στη θύμησή της, μοιάζω με τους Τούρκους
που έτρεμαν και τ' όνομά της ίσα με του
σπαθιού της τη λαβωματιά.
Θολή
την έχω μπρος μου την παρθένα, ανταριασμένη
κι άγνωρη, σαν τη μορφή τη χαλασμένη που
δείχνει το λειψόγιομο φεγγάρι ανάμεσα
στα σύννεφα τρικυμιστό.
―
Τι
ήταν η Χάιδω, θεια; ρωτούσα την Πανάγιω,
την παλιά Σουλιώτισσα.
―
Η
Χάιδω τι ήτανε; Μη με ρωτάς, δεν ξέρω!
Δεν την έφτασα, έλεγε η θεια-Πανάγιω, κι
έτρεμε το χείλος της. Ήτανε πλάσμα
ανθρωπινό, ήτανε ξωτικό, κανείς δεν
ξέρει. Κόρη, έτοιμη νυφούλα, όχι καμιά
γριά. Κι όμορφη, σαν εικόνισμα! Μονάχα
αυτό! Η μάνα μου τη γνώρισε, και δε
μπορούσε άλλο να πει…
Και
σώπαινε η Πανάγιω. Ύστερα ξανάρχιζε.
―
Ποια
ήταν του κορμιού της τα γνωρίσματα; Τα
μάτια και τα χείλη της; Τα λόγια της και
τα καμώματά της; Γέλασε ποτέ; Κι αγάπησε;
Κανείς δε βρέθηκε να πει· κανείς δεν
αποτόλμησε! Όλοι, Σουλιώτες και
Σουλιώτισσες, ένα μονάχα ξέρανε, και τ'
ορκιζόνταν: Η Χάιδω πήγαινε στον πόλεμο
ολομόναχη! Κινούσε αθώρητη, ασυνόδευτη,
και πήγαινε. Αντίκρυ οι Αρβανίτες, αφού
μήνες κράτησαν τον πόλεμο, και σφίξανε
στενά το Σούλι, άξαφνα δείλιασαν. Τους
παίρναν οι Σουλιώτες άκοπα, με το
ντουφέκι, όχι με το σπαθί. Συχνά τους
βλέπανε να φεύγουν ακυνήγητοι, σαν τα
ζαρκάδια που έχουνε το φόβο τους οχτρό
μες στην καρδιά τους. Οι Σουλιώτες
απορούσαν, κ ένιωθαν κι αυτοί μι' αλλόκοτη
λαχτάρα μέσα τους. Φωνάζανε στους
Τούρκους να γυρίσουνε.
―
Σταθείτε
να πολεμήσετε! Τι φεύγετε;
―
Δε
μας κυνηγάτε σεις, μας κυνηγάει η Χάιδω!
έλεγαν. Και περιγράφανε μια φοβερή
γυναίκα. Ήταν η Χάιδω. Κι όμως κανένας
από τους Σουλιώτες δεν την έβλεπε. Το
βράδυ άμα γυρίζανε στο Σούλι, η Χάιδω
ήταν εκεί! Μοναχή κι αμίλητη· αγριωπή.
Αγνώριστη, σα να ξεγύριζε απ’ αρρώστια
φοβερή. Παραλλαγμένη, σα να ‘χε περάσει
από δοκιμή θανατερή. Τέτοια ήταν η Χάιδω.
Κάτι σαν άλλο πλάσμα παρ' ανθρωπινό
(έλεγε η θεια-Πανάγιω). Και δεν είναι από
τα λόγια μοναχά τα περασμένα που άκουσα
και τη στοχάζομαι έτσι. Η ίδια η μάνα
μου έλεγε συχνά·
―
Η
Χάιδω ήταν ένα φάντασμα, ίσως καμιά ψυχή
τρισάγια, που ήρθε για να μας βοηθήσει,
από τον ουρανό σταλτή. Κι ίσως η Παναγιά
Παρθένα πήρε τη μορφή της. Τώρα όσο το
συλλογίζομαι, και το πιστεύω πιο πολύ.
Όμως και τότε που την είχαμε ολόσωμη
μπροστά μας, που ζούσε και πολεμούσε
για το Σούλι, και τότε κανείς δεν τηνέ
νόμιζε τη Χάιδω αληθινή, με σάρκα κι
αίμα. Η Χάιδω και ζωντανή, ήταν ένα
φάντασμα θεόσταλτο!..
Τρέμω
σα συλλογίζομαι τη Χάιδω τη Σουλιωτοπούλα!
Σημ.
του συγγραφέα:
Η
περίφημη αυτή κόρη του Σουλιού είναι
σχεδόν πρόσωπο μυθολογικό, γεμάτο
μυστήριο, στην ιστορία τον Σουλιού.
Φαίνεται πως ήτανε κόρη Τζαβελοπούλα.
Τίποτ' άλλο δεν ξέρουμε. Σ' ένα μοναχά
τραγούδι του λαού υπάρχει αυτός ο στίχος:
Σουλιωτισσώνε
πόλεμο, λαβωματιά της Χάιδως.
Η
στοματική παράδοση θέλει να πει πως η
Χάιδω ήταν ένα θεόληπτο κορίτσι, είδος
Jeanne d’ Arc του Σουλιού, και πήγαινε στον
πόλεμο με τρόπο παράξενον, όπως κι η
μικρή αυτή ιστορία θέλει να το παραστήσει.
Αργότερα ο λαός του Σουλιού πίστευε πως
στο πρόσωπο της Χάιδως κατέβαινε η
Παναγία και πολεμούσε μαζί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου